–
Η ποίηση και η θάλασσα δεν είναι χειμερινά σπορ… αλλά «άλλοι πέφτουν μέσα τους για να τις κολυμπήσουν κι άλλοι για να πνιγούν» όπως έλεγε κι ένα συγχωρεμένος αδελφός(1)… Όταν λοιπόν κολυμπάς στα απάτητα νερά με καθαρά παιδιά που δεν φοβούνται ούτε το κολύμπι, ούτε τον πνιγμό, αφού «είναι το νερό που φωνάζει, γιατί έχει καιρό να πνιγεί κανείς»(2), τότε ο χειμερινός σου οίστρος είναι καλοκαιρινός μαΐστρος, κι ο βραδινός σου περίπατος, πρωινός αναστεναγμός κι η υδρορροή σε πάει καταμεσής στο πέλαγο και το φιλί το δίνεις και δεν το ζητάς πίσω… Αυτά με μάθανε εμένα οι Χειμερινοί Κολυμβητές κι ομολογώ πως «καμιά φορά το άπειρο στάζει σταλαγματιά – σταλαγματιά»(3) κι εγώ του ανήκω όπως όλοι μας.
–
{01} Όχι άλλα κλάματα, όμορφες | Σαίξπηρ, Πολύ κακό για το τίποτα, Πρ.Β’ Σκ.3 | Μτφρ: Βασίλης Ρώτας
Όχι άλλα δάκρυα, όμορφες, όχι άλλα δάκρυα πια
Πάντα ήταν οι άντρες άπιστοι και πλάνοι
Με τόνα πόδι στο γυαλό και τ’άλλο στη στεριά
Ποτέ δε σταματάν σ’ ένα λιμάνι
Μην κλαίτε πια
Κι ας έχουν γεια
Χαρές εσείς και γέλια
Και ξαλαφρώστε την καρδιά
Με τραλαρό και τραλαρά
Και τραλαραλαρέλια
Μη μοιρολόγια θλιβερά, μη μοιρολόγια πια
Του πόνου αχούς και του καημού τραγούδια
Έτσι ήταν πάντα των αντρών το ψέμα κι η απιστία
Αφότου η γη πρωτόβγαλε λουλούδια
/ Των αντρών δεν είναι οι γυναίκες κι οι άντρες δεν είναι των γυναικών… Και πάντοτε θα λούονται μονάχοι και μονάχες στου απαρηγόρητου βυθού τους τα ρηχά και τα ευτελή.
Μην και δεν το μάθατε, το λέω…
{02} Από το πάρκο στην Μυροβόλο | Στίχοι: Αργύρης Μπακιρτζής
Από το πάρκο στη Μυροβόλο
Το μηχανάκι αστράφτει στον ήλιο
Αντανακλά το χαμόγελό σου
Και με διαλύει στο φως
Τα αχτένιστα μαλλιά σου καλέ μου
Χτες ήταν καλοχτενισμένα
δείχναν πως θα παχύνεις
κι οι μπότες που δε φοράς ποτέ σου
είχανε γίνει σύμβολο
Ένα φιλάκι δεν είναι δράμα
μη το παιδεύεις με τόσες ιδέες
κι έτσι από δράμα σε δράμα ξεπέφτεις
και επανάσταση πάλι ζητάς
πες στου μπαμπά σου όταν σε φιλάει
να μη φοράει τα μαύρα γυαλιά
γιατί σκιάζουν τα ωραία σου μάτια
και μες στην σκιά τους τούς άλλους κοιτάς
Από το πάρκο στη Μυροβόλο
Το μηχανάκι αστράφτει στον ήλιο
Αντανακλά το χαμόγελό σου
Και με εκτινάσσει στο φως
/ Το φιλί και το σκοτάδι με μεθύσανε ένα βράδυ, το φιλί το πίνω αν τύχει, το σκοτάδι
είναι η τύχη, κι αν η τύχη μου διψάει, θα με πιει και θα με φάει. Αυτά φοβούμαι…
{03} Το πολλαπλό σου είδωλο | Στίχοι: Αργύρης Μπακιρτζής
Ήρθες κι απόψε βιαστικά
για λίγα χάδια και φιλιά
και χάθηκες στη νύχτα
Σ ‘αυτό το κρύο τον καιρό
μέσα στο σπίτι μοναχός
διαβάζω – τραγουδάω
Κι ενώ ακούω το χιονιά
το πολλαπλό σου είδωλο
στα κρύσταλλα κοιτάζω
Θέλεις;
– Θέλω πάντα!
Έχεις κέφι;
– Έχω πάντα!
Ίσως έρθω…
– Έλ᾽ αμέσως, μωρό μου!
Δε θέλω!
– Μην έρθεις…
Δεν έχω κέφι!
– Μην έρθεις…
Ίσως έρθω…
– Μην περάσεις, μωρό μου.
Συχνάζεις στο μικρό καφέ, κι εγώ στη Μυροβόλο
Έτσι που όσο κι αν θέλουμε, ποτές δεν θα ιδωθούμε
Εγώ ξυπνώ απ’ τις εφτά, κι εσύ το μεσημέρι
κι όταν τινάζω τα χαλιά, στο βόλεϊ πάντα τρέχεις
Στην παμπ πηγαίνεις στις εννιά, εγώ έντεκα με μία
Έτσι που όσο κι αν θέλουμε, ποτές δεν θα ιδωθούμε
Μα πού θα πάει ο καιρός, κι οι βουλισμένοι χρόνοι
Θε να ‘ρθει κάποιο σούρουπο ξανά ν’ ανταμωθούμε
/ Το αδύνατο με πλάνεψε και είπα να το κάνω δυνατό. Το δυνατό με μίσησε και είπα να του πω να μ’ αγαπήσει. Το αγαπητό με έδιωξε κι αγαπητό δεν έχω πια να παίξω. Το παίξιμο με άφησε από παιδί να δένομαι μαζί του. Το δέσιμο δεν το ‘κοψα, κι ούτε και θα το κόψω. Το κόψιμο με μάτωσε και σου ‘φερα τα αίματα για δώρο. Το δώρο μου το γύρισες, όπως γυρνάνε πίσω δαχτυλίδια. Τα δαχτυλίδια αδύνατον στα δάχτυλα να μην αφήσουν μαύρο. Το μαύρο με γονάτισε και αδύνατον να το γυρίσω σε άσπρο. Το αδύνατο με πλάνεψε και πάλι απ’ την αρχή θα βρω το τέλος.-
{04} Όταν θα ‘ρθει το καλοκαίρι | Στίχοι: Αργύρης Μπακιρτζής
Όταν θα’ρθεί το καλοκαίρι
Κι οι δυο θα πάμε σ’άλλα μέρη
Όταν θα’ρθεί το καλοκαίρι
Όμως δε θα’χω πλέον χέρι
Όταν θα’ρθεί το καλοκαίρι
Με άλλους θα’σαι σ’άλλα μέρη
Σε θάλασσες και σ’ακρογιάλια
Σε άλλους θα κερνάς τα χάδια
Κι εγώ τ’αστέρια θα κοιτάζω
Και χαρακτήρα δε θ’αλλάζω
/ Οι άλλοι σε γιορτάσανε πολύ, ποτέ δεν σε γιορτάσανε αυτοί, που ήτανε για σένα.
Οι άλλοι στο ξοδέψαν το φιλί, που το ‘σπερνες σε χώμα από χαρτί, και ξέχασες εσένα.
{05} Το ίδιο κάνει | Στίχοι: Αργύρης Μπακιρτζής
Αν δε σε δω στις έξι
δεν πειράζει
Ίσως βρεθούμε στις οκτώ
ίσως στις δέκα
Κι αν αύριο σε δω
το ίδιο κάνει
Αφού μωρό μου σ’ αγαπώ και μ’ αγαπάς
το ίδιο κάνει
να σ’ αγαπώ μέσα στους άλλους
/ Πάντα έμενα πίσω τα καλοκαίρια να περιμένω να μου δώκουνε νόημα οι γρίλιες από τα παραθύρια και να φαντάζομαι πως είναι να λούεται «η αγάπη μου στο Γουαδαλκιβίρ», κι έτσι απλά να ορίζομαι Ζενίθ σου και Ναδίρ.
{06} Τραίνο εξορίας | Στίχοι: Τασούλα Ταχτσίδου
Στὴν ἀγορά, Σάββατο βράδυ
χωρὶς παλτὸ καὶ δίχως χάδι
μέσα στὸν κόσμο τὴ ματιά σου ἀναζητῶ
βλέπω ἄλλα ἀπὸ κεῖνα ποῦ ποθῶ.
Νὰ ξέρω θέλω ποιὸν κοιτᾶς, μὲ ποιὸν ταιριάζεις
ἂν καίγεσαι ἀργὰ κι ἀναστενάζεις
νὰ ρίχνω σπίρτο καὶ ἁλάτι στὴν πληγὴ
φτάνει ὁ πόνος ποὺ πονάω νά ῾σαι σύ.
Ἡ ἀγάπη μου εἶναι τραῖνο ἐξορίας
σὲ πάει κι ἐσὺ κρυφογελᾶς
ἀπ’ τὸ παράθυρό σου μὲ κοιτάζεις
μὰ ὅ, τι μένει πίσω τὸ ξεχνᾶς.
Στὴν ἀγορά, Σάββατο βράδυ
χωρὶς φιλὶ καὶ τὸ μυαλὸ ρημάδι
θέλω ἡ σκέψη μου γιὰ σένα νὰ καεῖ
κι ἀπὸ τὶς στάχτες πάλι ἐσένα νὰ σκεφτεῖ.
Τρελὸς κι αὐτὸς ποὺ κυνηγάει μιὰ ὀπτασία
ποὺ ψάχνει τὴ δική του τιμωρία
ὥρα τὴν ὥρα, ξέρω, θά ῾ρθει νὰ μὲ βρεῖ
θά ῾ναι ἡ ματιά σου μὰ δὲ θὰ κοιτᾶς ἐσύ.
/ Τα Σαββατόβραδα τα λένε αλλιώς εκεί που εγώ συχνάζω: τα λένε πυρκαγιές, τα λένε απόνερα, τα λένε αναφιλητά, τα λένε σαγιονάρες, τα λένε σπίρτα από κερί, τα λένε καραμέλες, τα λένε πικραμύγδαλα, τα λένε μαγισάκια, τα λένε και κωλόπαιδα που δεν φοράν βρακάκι.
{07} Το Φάρμακο | Στίχοι: Βασίλης Γαντζίας
Τὸ ντὶ-ντὶ-τί, τὸ ντὶ-ντὶ-τί,
εἶν᾿ ἕνα φάρμακο πολὺ ἐξαιρετικό.
Μᾶς τό ῾στειλε ὁ Τρούμαν
ἀπ’ τὴν Ἀμερική,
τὸ φάρμακο ποὺ λέμε ντὶ-ντὶ-τί,
τὸ ντὶ-ντὶ-τί,
τὸ ντὶ-ντὶ-τὶ εἶν’ ἕνα φάρμακο
πολὺ ἐξαιρετικό.
Σκοτώνει τοὺς κορέους, ψύλλους
κι ἀρουραίους,
τὸ φάρμακο ποὺ λέμε ντὶ-ντὶ-τί,
τὸ ντὶ-ντὶ-τί,
τὸ ντὶ-ντὶ-τὶ εἶν᾿ ἕνα φάρμακο
πολὺ ἐξαιρετικό.
Τὸ ντὶ-ντὶ-τί, τὸ ντὶ-ντὶ-τί,
εἶν᾿ ἕνα φάρμακο πολὺ ἐξαιρετικό.
Μᾶς τὸ ῾στειλε ὁ Μεγάλος
ἀπ’ τὴν Ἀμερική,
τὸ φάρμακο ποὺ λέμε ντὶ-ντὶ-τί,
τὸ ντὶ-ντὶ-τί,
τὸ ντὶ-ντὶ-τὶ εἶν᾿ ἕνα φάρμακο
πολὺ ἐξαιρετικό.
Τὸ βάζουμε στὴν τράμπα καὶ
κάνει φς, φς,
τὸ φάρμακο ποὺ λέμε ντὶ-ντὶ-τί,
τὸ ντὶ-ντὶ-τί,
τὸ ντὶ-ντὶ-τὶ εἶν’ ἕνα φάρμακο καπιταλιστικό.
/ Φαρμάκια έπινα σωρό, μα σαν αυτό κανένα, το άγριο και το ξερό, που φύλαξες για μένα, κι από το φάρμακο αυτό, που κι άλλοι λεν να πιούνε, το φίδι το φαρμακερό του έρωτα ξυπνούνε, κι από τον έρωτα κι εσύ, κι εγώ και τα φαρμάκια, πήραμε σάρκα και οστά και λέμε τραγουδάκια, φαρμακολυτραθάνατα και ανειπωτιποτάκια…
(1)Κωστής Παπαγιώργης
(2)Georg Büchner
(3)James Joyce
• Σκίτσα Μυρτώ Στέλιου