Λέξεις και σκέψεις για την πέτρα που στηρίζει, που διακοσμεί, που είναι. 11 λέξεις, στην κυριολεξία τους, στην πλάκα τους, στην ποίησή τους, γι’ αυτό το μυστηριώδες κομμάτι της φύσης, που αλλάζει μορφές, αλλά είναι παντού, από πάντα.
Πέτρα
- Οι παλιοί έπαιρναν την πέτρα και την έστυβαν, λένε. Εμείς δεν μπορούμε ούτε να πάρουμε την πέτρα.
- Υποθέτω πως οι πέτρες είναι θλιμμένες γιατί έχουν μνήμη.
- Τίποτα δεν φυτρώνει από την πέτρα.
Χαλίκι
- Ένα χάλι το χαλίκι όταν θέλεις φίκι φίκι, μπρο.
- Έστρωσα ψιλό χαλίκι στο σώμα μου, να με περπατάς με άνεση.
- Το μέγεθος που μπορεί να έχει ένα χαλίκι είναι από 4 έως 64 χιλιοστά.
Βράχος
- Όταν έλεγε ότι θα είναι βράχος, μάλλον εννοούσε ότι δε θα κουνηθεί ούτε ένα εκατοστό από τις οπισθοδρομικές απόψεις του.
- Οι βράχοι σιωπούν, κοιτάζοντας τη θάλασσα που κοιτάει τον ουρανό.
- Όταν ένα πλοίο προσκρούεται στα βράχια, συνήθως διαλύεται.
Βότσαλο
- Έχασε λέει η άλλη το μονόπετρο ανάμεσα στα βότσαλα και έψαχνε μερόνυχτα ο καψερός να της το βρει. Όταν της το πήγε, εκείνη του είπε: «Πού είσαι τόσες μέρες κι έχω βαρεθεί να περιμένω;»
- Τα βότσαλα γυάλιζαν κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο σαν μάτια γουρλωμένα απ’ τον φόβο.
- Τα βότσαλα παρατηρούνται είτε σε παραλίες, είτε στην ξηρά, σε μέρη που κατά το απώτερο παρελθόν υπήρχε παραλία.
Λίθος
- Λίθοι, πλίνθοι κέραμοι ατάκτως ερριμμένα…κοινώς, χαμός στο ίσωμα.
- Η εποχή του λίθου πέρασε στη λήθη από τότε που πάψαμε να φτιάχνουμε ειδώλια για τις θεές της γονιμότητας.
- Η καύλα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος μιας σχέσης.
Πέτρωμα
- Έμεινα με το παγωτό στο χέρι, ακίνητη, σαν πέτρωμα, σαν να με είχε κοιτάξει μόλις η Μέδουσα.
- Στη λίστα με τα ορυκτά και τα πετρώματα που ανευρίσκονται στα μεταλλεία του ελληνικού χώρου υπάρχουν και τα πολύ χαριτωμένα: Ωμπερτίτης (Αουμπερτίτης), Ψευδαργυρογουντγουαρντίτης, Χιαστόλιθος, Πρεϊσινγκερίτης, Λαβενδουλάνης, Κλαρινγκμπουλίτης κ.ά.
- Σε βάθος γεωλογικών χρόνων, με την αντίθετη δράση δυνάμεων δημιουργίας και καταστροφής, εξωγενών (π.χ. αποσάθρωση, διάβρωση) και ενδογενών διεργασιών (π.χ. κίνηση λιθοσφαιρικών πλακών), παρατηρείται μια αέναη και δυναμικά μεταβαλλόμενη κατάσταση μετάπτωσης – μετασχηματισμού των πετρωμάτων από μία κατηγορία σε μία άλλη.
Κοτρόνα
- Και πάνω που είχα αρχίσει να τσιμπάω, μου πέταξε την τέλεια κοτρόνα. Το Κι ύστερα κι ύστερα λέει, της Μαρινέλλας, αν το βάλεις να παίξει ανάποδα, λέει, ακούγεται η φράση «έλα σατανά», λέει.
- Η μόνη απόδειξη της ανυπαρξίας του θεού είναι ότι δεν έχει βρέξει ακόμα κοτρόνες, να μας πλακώσουν, να ησυχάσουμε.
- Γράφεται και με ό-μικρον και με ω-μέγα, γιατί προφανώς μια κοτρό(ώ)να μπορεί να είναι και μικρή και μεγάλη.
Κροκάλα
- Πόσες κροκάλες θα χρειάζονταν για να καλυφθεί όλος ο μεγάλος περίπατος να είχε γίνει πλακόστρωτη η Πανεπιστημίου να είχαμε τελειώσει μια ώρα αρχύτερα;
- Οι κροκάλες στο βυθό του ενυδρείου χρησίμευαν τέλεια για να παίζουν κρυφτό τα χρυσόψαρα.
- Κροκάλα, θηλυκό. Πέτρα με στρογγυλεμένες άκρες που βρίσκεται συνήθως σε ποτάμια, λίμνες ή παραθαλάσσιες περιοχές ή πελεκημένη πέτρα πρισματικού σχήματος με επίπεδη άνω επιφάνεια που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του καταστρώματος δρόμων.
Στουρνάρι
- Στο σχολείο στουρνάρι τον ανέβαζαν, στουρνάρι τον κατέβαζαν. Έχτισε κάποτε πέτρα πέτρα μία εκκλησία για το χωριό. 1000 βαφτίσεις γίναν μέσα. Ευεργέτης απ’ τους λίγους. Κι ας μην έμαθε ποτέ καλά την απλή μέθοδο των τριών.
- Και το «ξεφτέρι» και το «στουρνάρι», ο ίδιος χάρος θα τους πάρει.
- Σημαίνει και (μεταφορικά): άνθρωπος δύσπιστος και πεισματάρης.
Σκόπελος
- Αν στην πορεία δεις ότι το ταξίδι έχει πιο πολλούς σκοπέλους απ’ ό,τι νερό, μάθε καλό κολύμπι.
- Το αίτημα για αγάπη που σου είχα καταθέσει προ τριετίας, πέρασε πολλούς σκοπέλους μέχρι να εγκριθεί.
- Με τον όρο σκόπελοι χαρακτηρίζονται βράχια που βρίσκονται στη θάλασσα και προεξέχουν της επιφάνειας, σε αντίθεση με τους ύφαλους, που δεν φαίνονται.
Αγκωνάρι
- Η γιαγιά μας, όταν πήγαινε να τραβήξει τη σύνταξη απ’ το ATM, αντί για pepper spray, κουβαλούσε ένα αγκωνάρι μαζί της για τους… «επιτήδειους».
- Όλους εσύ μας στηρίζεις να μην καταρρεύσουμε, το αγκωνάρι μας είσαι. Εσύ πού στηρίζεσαι;
- Το παλιό γεφύρι ήταν κατασκευασμένο από μεγάλα αγκωνάρια, που του έδιναν αντοχή και ανθεκτικότητα.