Έχοντας γυρίσει δρόμους και δρόμους του κέντρου, λέω πως δεν υπάρχει άλλο μέρος πιο καταδεκτικό από τα Εξάρχεια. Ναι ρε γαμώτο! Δεν υπάρχει άλλο τέτοιο μέρος στο σύνολό του σε όλη την Αθήνα! Όποτε πάω, γυρνάω πίσω στον εαυτό μου των 16, των 20, των 25, των 30 χρόνων και είναι ίδια η αίσθηση… Επιστροφή στις ρίζες, επιστροφή στο οικείο, επιστροφή στα δικά μας Εξάρχεια, όσων αισθάνονται έτσι και όσων μένουν στην περιοχή με τις διεκδικήσεις και τις κατακτήσεις τους – όπως το πάρκο Ναυαρίνου!
Εκεί συναντώ τα αγνά υλικά τού –αιωνίως εφηβικού– εαυτού μου. Αυτομάτως συνδέομαι μαζί τους με το που μπαίνω στην περιοχή. Τα στέκια που περάσανε –και παραμείνανε– γενιές και γενιές. Το μιξ ετερόκλιτων στυλ: hippie, punk, metal, goth – εδώ μπορείς να είσαι όσο και όσα στυλ θες τόσο, απλά και φυσικά. Οι ξύλινες μπάρες, οι θαμώνες που γνωρίζονται μεταξύ τους, οι χαλαροί ρυθμοί, εκεί που παίρνεις δεύτερο καφέ γιατί το κλίμα σε εμπνέει να ανοίξεις έναν ουσιαστικό διάλογο και ν’ αρχίσεις τις εξομολογήσεις… Ή απλώς να κάτσεις να ρεμβάσεις και να μην πεις κουβέντα σε κανέναν. Εκεί όλες αυτές οι ανθρώπινες διαδικασίες έχουν τον σεβασμό που τους αξίζει!
Κορίτσια και αγόρια όμορφα, με το εξαρχειώτικο στυλ τους! Δισκάδικα, βιβλιοπωλεία και εκδόσεις με καλές τιμές, ψιλικατζίδικα με την εφημερίδα «Άπατρις» κρεμασμένη στα μανταλάκια, τα fanzines και τα μικρά βιβλιαράκια με ποιήματα του δρόμου που έβρισκες σε αυτοργανωμένους χώρους και μικρά καφέ. Ταυτοχρόνως η καθημερινότητα: σουβλατζίδικα, καφενεία με τηλεόραση που βλέπουν οι θαμώνες μπάλα, ο κλασικός φούρνος που σε τραβάει απ’ τη μύτη καθώς ανηφορίζεις τη Τζαβέλλα και που σημαίνει πως ο κόσμος αγοράζει ψωμάκι, άρα παραμένει γειτονιά.
Πήγαμε με τη φίλη μου τη Μ. να ακούσουμε metal και μετά κολλήσαμε για πάντα! Στα μεταλάδικα κάναμε ανεμόμυλο με το μαλλί, στο Nosotros που ένιωθες σαν σπίτι, στο ΒΟΞ έτυχε να ακούσω τυχαία τις καλύτερες μουσικές, στο Rezin πίναμε αυτή τη σοκολάτα και βάζανε μέσα lacta – μας άρεσε το παταράκι του! Στην Ίντριγκα που κατεβαίναμε δυο τρία σκαλάκια για να μπούμε και τρέχοντας να πιάσουμε θέση δίπλα στα ξύλινα παράθυρα! Στην πιτσαρία Orange Submarine μετά τα ξενύχτια και παίρναμε πίτσα το κομμάτι 2 ευρώ. Στο Σέλας την άνοιξη για μπύρες – αν προλάβεις να βρεις καρέκλα. Αφιερώματα στα βιβλία της Κατερίνας Γώγου. Το βιβλίο με τα ποιήματα του Μαγιακόφσκι με τον λεκέ από μελάνι. Ο δρόμος της επιστροφής με όποια παρέα είχα, σε όποια κατάσταση κι αν ήμασταν, αγκαζέ ή πιασμένοι από το χέρι, μια αίσθηση ανεμοδαρμένης –ξεμαλλιασμένης και αλαφιασμένης– ευτυχίας με μπύρες και τσιγάρα πάντα στα χέρια!
Στα σκαλάκια της Καλλιδρομίου κουτάκια μπύρας επιβάλλεται, στον λόφο Στρέφη γελάγαμε για κάτι που δεν θυμάμαι τώρα, κάποιο punk live στον λόφο που καήκαν τα ηχεία. Κατεβαίνοντας τη Μαυρομιχάλη «σε ερωτεύομαι-όσο να πεις» – ΟΣΟ ΝΑ ΠΕΙΣ… Και κάποτε χρόνια πριν μια νύχτα περίεργη με βροχή και με κλάματα, ένα μαύρο δαχτυλίδι που μου δώρισε και έμεινε στο μυαλό μου ως το γρουσούζικο μαύρο δαχτυλίδι. Η τεράστια ακρίδα που αγκάλιασε το ποτήρι με το τζιν τόνικ (τρόμος) ένα βράδυ με πολλή υγρασία. Κακά μαντάτα –πρόσφατα– και κακό μεθύσι σε κάποιο μπαρ της Μεσολογγίου για έναν φίλο που έφυγε από τη ζωή. Τα συναισθήματα στην ένταση που τους αρμόζει!
Ομελέτα