«Eίμαι οπαδός της Μπολόνια. Όχι τόσο επειδή είναι η πατρίδα μου, όσο επειδή εκεί άρχισα να παίζω ποδόσφαιρο όταν ξαναγύρισα, στα 14 μου. Τα απογεύματα που πέρασα παίζοντας μπάλα στο Πράτι ντι Καπράρα ήταν τα πιο όμορφα της ζωής μου. Έξι ή επτά ώρες, ασταμάτητα. Τότε έπαιζα δεξιά».
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Πιερ Πάολο Παζολίνι, τον μεγάλο Ιταλό σκηνοθέτη που δολοφονήθηκε το 1975. Από τα 13 ως τα 19 του θα δει την ομάδα του να κερδίζει τέσσερα πρωταθλήματα Ιταλίας. Τα είδωλά του, οι δυο ακραίοι επιθετικοί αυτής της μεγάλης ομάδας, ο Αμεντέο Μπιαβάτι και ο Κάρλο Ρεγκουτσόνι. Το 1940 φοιτά στο τμήμα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Γράφει τότε στον παιδικό του φίλο Φράνκο Φαρόλφι: «Το καλύτερο πράγμα που μου συνέβη από τότε που γράφτηκα εδώ είναι το πανεπιστημιακό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Είμαι αρχηγός στην ομάδα της σχολής μου. Ποτέ δεν ήμουν σε καλύτερη φόρμα.» Στα χρόνια του πολέμου γυρίζει με την οικογένειά του στην ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας του, την Καζάρσα, στο Φριούλι. Εκεί παίζει για τις δυο τοπικές ομάδες, την S.A.S. Casarsa και την Sangiovannese. Τον βλέπουμε στις φωτογραφίες, συγκεντρωμένο, σοβαρό, στη μία ενδεχομένως και ελαφρά τραυματισμένο, ή απλώς φιλάρεσκο. Όταν εγκαθίσταται πια στη Ρώμη, πηγαίνει τακτικά –κάθε Κυριακή, λέει σε μια συνέντευξή του– στο Ολύμπικο, για να παρακολουθήσει τα ματς της Λάτσιο και της Ρόμα. Για το ποδόσφαιρο, αλλά και για τα κυριακάτικα απογεύματα. γράφει το 1969: «Παράξενο πράγμα, όλα άλλαξαν τα τριάντα τελευταία χρόνια. […] Όλα άλλαξαν, αλλά το απόγευμα της Κυριακής στο γήπεδο έμεινε ίδιο. Αναρωτιέμαι γιατί…»
Πηγαίνει με τους φίλους του, τον Τζόρτζιο Μπασάνι, οπαδό της Φεράρα, τον Μάριο Σολντάτι, Γιουβεντίνο, τον Βιτόριο Σερένι που υποστηρίζει την Ίντερ, τον Πάολο Βολπόνι· όλοι συγγραφείς, όλοι ποδοσφαιρόφιλοι – ο Παζολίνι ίσως περισσότερο απ’ όλους. «Η καρδιά μου θα χτυπάει στα όρια της θρόμβωσης», γράφει στον Σερένι την παραμονή ενός αγώνα Ίντερ-Μπολόνια. Αλλά υπάρχει και η μπάλα που παίζεται έξω από τα γήπεδα, στις αλάνες, στην περιφέρεια της Ρώμης. Ο Παζολίνι φτάνει στη Ρώμη το 1950, κυνηγημένος από την Μπολόνια· κατηγορείται για αποπλάνηση ανηλίκου, χάνει τη δουλειά του, διαγράφεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Μέσα από το ποδόσφαιρο γνωρίζει το σύμπαν των γειτονιών και των λαϊκών παιδιών της Ρώμης. Το Ακατόνε, η Μάμα Ρόμα, το Πουλιά, παλιόπουλα (Uccellacci e uccellini), γεννήθηκαν κάπου εκεί. Ο Ντάβολι θυμάται τις περιπλανήσεις τους την εποχή που ο Παζολίνι είναι πια αναγνωρισμένος σκηνοθέτης: «Όταν ακούγαμε να κλωτσάνε μια μπάλα, σταματούσαμε και πηγαίναμε να παίξουμε κι εμείς».
Το τελευταίο ντέρμπι: 1900 – 120 μέρες στα Σόδομα
Μέχρι το τέλος της ζωής του, είναι αρχηγός και εμψυχωτής μιας μικτής ομάδας καλλιτεχνών. Συμπαίκτες του κατά καιρούς ο Ούγκο Τονιάτσι, ο Νινέτο Ντάβολι, ο Τζιάνι Μοράντι, ο Φράνκο Τσίτι, ο Φράνκο Νέρο. Ο ίδιος παίζει αριστερά, στο μέσο ή στην επίθεση. To 1975 είναι 53 χρονών και σε άριστη φυσική κατάσταση. Δεν καπνίζει, δεν πίνει, γυμνάζεται πολύ τακτικά, συμμετέχει σε ματς προετοιμασίας με επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, όπως ο Φάμπιο Καπέλο, τότε στην ακμή της καριέρας του. Την άνοιξη, λίγους μήνες πριν δολοφονηθεί, ο σκηνοθέτης συμμετέχει σε πολλούς φιλανθρωπικούς αγώνες. Το τελευταίο του ματς θα το παίξει τον Σεπτέμβριο. Θα αντιμετωπίσει τους βετεράνους της αγαπημένης του Μπολόνια. Αλλά αυτοί ήταν φιλικοί αγώνες. Τον Μάρτιο ο Παζολίνι συμμετέχει σε ένα ντέρμπι, που σημαδεύεται από την ψυχολογική βία, τις υποψίες απάτης, την ένταση μεταξύ αντιπάλων, αλλά και συμπαικτών. Αυτό το ντέρμπι θα το χάσει.
Βρισκόμαστε στη βόρεια Ιταλία. Σε απόσταση μικρότερη των εκατό χιλιομέτρων γυρίζονται δύο από τις σημαντικότερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ο Παζολίνι γυρίζει το τελευταίο του φιλμ, το «Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα», κοντά στη Μάντοβα, στη Λομβαρδία. Στα διαλείμματα των γυρισμάτων, που τα φανταζόμαστε ιδιαίτερα σκληρά για τους ηθοποιούς, το συνεργείο και ο σκηνοθέτης παίζουν ποδόσφαιρο. Ο ηθοποιός και οπερατέρ Ουμπέρτο Τσεσάρι θυμάται ότι μερικές φορές δεν έτρωγαν το μεσημέρι, για να ξεκλέψουν λίγη ώρα για μπάλα. Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, μόλις 35 χρονών, είναι στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Πάρμα, και ετοιμάζει το μεγαλεπήβολο 1900. Οι δυο σκηνοθέτες υπήρξαν φίλοι, ο Μπερτολούτσι ξεκίνησε ως βοηθός του πρεσβύτερου συναδέλφου του. Εδώ και δυο χρόνια όμως, είναι ψυχραμένοι, πιθανότατα λόγω μιας σκληρής κριτικής του Παζολίνι για το Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι.
Στις 16 Μαρτίου είναι τα γενέθλια του Μπερτολούτσι. Αποφασίζουν να τα γιορτάσουν με έναν ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ των συνεργείων των δυο ταινιών: 1900 εναντίον 120. Ο αγωνιστικός χώρος είναι το γήπεδο της Σιταντέλα, στην Πάρμα. Οι αντίπαλοι προετοιμάζονται κατάλληλα: η ομάδα του Παζολίνι κατεβαίνει με τις εμφανίσεις της Μπολόνια, μπλε και κόκκινο. Ο Μπερτολούτσι αγγαρεύει την Τζιτ Μαγκρίνι, που κάνει τα κοστούμια στο 1900, να του φτιάξει ειδικές εμφανίσεις: βιολετί, με τον αριθμό 900 γραμμένο κάθετα στη φανέλα. Το σπουδαιότερο όμως είναι οι κάλτσες: με πολύχρωμες ρίγες, ώστε με την κίνηση να δημιουργούν ψυχεδελικό εφέ και να δυσκολεύουν τους αντιπάλους να εντοπίσουν την μπάλα. Η Γκατζέτα ντι Πάρμα θα γράψει στις 20 Μαρτίου: «Ο Μπερτολούτσι νικά τον Παζολίνι 5-2 χάρη στις ψυχεδελικές κάλτσες». Ο Μπερτολούτσι δεν έπαιξε στην πραγματικότητα. Παρακολουθούσε από τις κερκίδες. Οι κακές γλώσσες λένε πως έκλεψε, πως έφερε δηλαδή κρυφά επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, όπως τον Ρομπέρτο Μπονισένια της Ίντερ, για να παίξουν, δήθεν ως μέλη του συνεργείου. Δεν το πιστεύω, ο Παζολίνι θα τον αναγνώριζε. Κατά τα άλλα, ο Μπερτολούτσι υποστήριξε πως οι 1900 κέρδισαν με ευρύτερο σκορ, με 19-13. Ο Παζολίνι βέβαια έπαιξε, με το περιβραχιόνιο του αρχηγού στο μπράτσο, όπως πάντα. Έφυγε από το γήπεδο πριν τη λήξη, ιδιαίτερα εκνευρισμένος με τους συμπαίκτες του, οι οποίοι δεν ήταν, προφανώς, τόσο αφοσιωμένοι στο παιχνίδι. Ένας από αυτούς θυμάται ότι πράγματι, για τον Παζολίνι, το ματς αλλά και το ποδόσφαιρο γενικά, ήταν σοβαρή υπόθεση. Οι άλλοι, όπως ο Νινέτο Ντάβολι, ξεκαρδίζονταν στα γέλια, εκείνος όμως έπαιζε για να κερδίσει.
Το ποδόσφαιρο και η συγκίνηση
Ο Παζολίνι βλέπει στο ποδόσφαιρο ένα πεδίο μέσα στο οποίο εκφράζεται ακόμη η περιφρονημένη λαϊκή Ιταλία, μια Ιταλία που ο ίδιος θέλει να υπερασπιστεί. Στα 1969, σε μια ανοιχτή συζήτηση στην οποία συμμετέχει και o σπουδαίος Αργεντίνος προπονητής Χελένιο Χερέρα, ο Αλμπέρτο Μοράβια λέει κυνικά («χωρίς καν να το συνειδητοποιεί, με μια αταβιστική υπεροψία που δεν είναι καν αντιπαθητική») πως «το ποδόσφαιρο –και γενικά ο αθλητισμός– χρησιμοποιείται για να στραφούν οι νέοι μακριά από την πάλη και την αμφισβήτηση. Χρησιμοποιείται ως μέσο χειραγώγησης των εργαζόμενων. Χρησιμοποιείται για να εμποδίσει την επανάσταση. Όπως χρησιμοποιούνται οι ταυρομαχίες στην Ισπανία από τον Φράνκο». Ο Παζολίνι σκανδαλίζεται, ως Αριστερός, ως αθλητής, ως φίλαθλος: «Εγώ ζω την αντίφαση του αθλητισμού, αντίθετα από τον Μοράβια που, επειδή δεν ζει τον αθλητισμό από μέσα, ήταν σε μειονεκτική θέση στη συζήτηση με τον Χερέρα. Εγώ κάνω ο ίδιος σπορ και με ενδιαφέρει ο αθλητισμός κατά κάποιο τρόπο, δυστυχώς, και ως οπαδό. Με τον ίδιο τρόπο που είμαι ευεπίφορος στην ποίηση των χαζοτράγουδων του συρμού. Είναι ένα αυθεντικό και πραγματικό συμβάν που, όπως η μαντλέν του Προυστ, περιέχει από τη φύση της, σε αυτή τη δεδομένη εποχή που ζούμε, πολλή αλήθεια: ελάχιστα πράγματα μπορούν να ανακαλέσουν στη μνήμη το παρελθόν όσο τα λαϊκά τραγουδάκια, ακόμη και τα χειρότερα. Όταν ξανακούω τις μελωδίες της ορχήστρας του Πίπο Μπαρτζίζα από τα 1938 ή 1939, έχω διαλείψεις της καρδιάς. Ξέρω ότι είναι γελοίο, αλλά κάποια χρώματα, ένα αίσθημα βίαιας απειλής που χαρακτήριζε τις ιταλικές πόλεις τα χρόνια εκείνα, προβάλλονται μέσα σε αυτά τα χαζοτράγουδα με τρόπο αναπάντεχα προφανή. Για να ξαναγυρίσω στο ποδόσφαιρο, γνωρίζω τα ονόματα όλων σχεδόν των παικτών που παίζουν σήμερα στις διάφορες ομάδες, αλλά και αυτών που έπαιζαν τις προηγούμενες σεζόν. Παρακολουθώ τις περιπέτειές τους. Δεν αποστρέφομαι, δεν αρνούμαι μια πραγματικότητα ακόμη κι αν είναι αρνητική ή ντροπιαστική. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, επειδή δηλαδή ζω αυτή την πραγματικότητα από μέσα, μπορώ να συζητήσω γι’ αυτήν χωρίς την αγνότητα εκείνου που δεν γνωρίζει και που δεν ανακατεύεται. Εγώ έχω τώρα το δικαίωμα να σκανδαλιστώ».
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι δεν ήθελε να αφήσει το ποδόσφαιρο στους επαγγελματίες του ποδοσφαίρου, ούτε την κριτική του σε αυτούς που δεν το αγαπούν.
Discussion about this post