Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, έχουν περάσει 25 χρόνια από τις 7 Σεπτεμβρίου του 1999, όταν ο συνέβη φονικότερος σεισμός των τελευταίων 50 ετών στην Ελλάδα.
Ήταν 7 Σεπτεμβρίου του 1999, όταν η δική μου γενιά, αυτή των millenials της Αθήνας, έζησε για πρώτη φορά το φυσικό φαινόμενο του σεισμού (οι προηγούμενες είχαν ζήσει και το σεισμό του 1981 με επίκεντρο τις Αλκυονίδες). Διάφορες ιστορίες έχουμε ακούσει και συζητήσει, με κλασική ερώτηση το «πού ήσουν;» Υπήρξαν κάποιοι τυχεροί που ήταν ακόμη στα χωριά τους (η σχολική χρονιά θα άρχιζε την επόμενη εβδομάδα), υπήρξε και το debate του αν παρακολουθούσαν Baywatch ή Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι. Αυτά για τους ανήλικους. Γιατί τώρα που μεγάλωσα, δεν μπορώ να φανταστώ τι πέρασαν οι ενήλικες που ήταν στη δουλειά τους (καθημερινή γαρ) για να γυρίσουν σπίτια τους και να δουν ότι όλα είναι καλά.
Αυτά για όσους δεν έπαθαν τίποτα. Όμως, μεγάλος ήταν ο αριθμός των σπιτιών που έπρεπε να φτιαχτούν από την αρχή και επίσης πολύ μεγάλος ήταν και ο αριθμός των θυμάτων. Ένα από τα τρομακτικότερα γεγονότα της πόλης των τελευταίων ετών συνέβη σαν σήμερα πριν 25 χρόνια.
Ιστορία
Η Ελλάδα είναι μία από τις πιο σεισμογενείς χώρες στον κόσμο, λόγω της γεωγραφικής της θέσης σε μία από τις πιο πολύπλοκες τεκτονικές ζώνες. Συγκεκριμένα, βρίσκεται ανάμεσα σε τρεις μεγάλες τεκτονικές πλάκες: την αφρικανική, την ευρασιατική και την πλάκα της Ανατολίας, ενώ μέρος της νότιας Ελλάδας βρίσκεται στην πλάκα του Αιγαίου. Η συνεχής κίνηση αυτών των πλακών δημιουργεί εντάσεις στο υπέδαφος, οι οποίες συχνά εκτονώνονται με τη μορφή σεισμών.
Η κεντρική Ελλάδα θεωρείται περιοχή με μέτρια σεισμική δραστηριότητα, καθώς οι ισχυροί σεισμοί, πάνω από 7 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ, είναι σπάνιοι. Στην Αττική, μέχρι το 1999, οι επιστήμονες πίστευαν ότι η περιοχή ήταν σχετικά ασφαλής από μεγάλους σεισμούς. Αν και υπήρχαν ρήγματα κοντά, όπως αυτά που εντοπίστηκαν στην Πάρνηθα, την Πεντέλη και τον Υμηττό, η γενική αίσθηση ήταν ότι αυτά τα ρήγματα δεν ήταν αρκετά ενεργά για να προκαλέσουν μεγάλους σεισμούς.
Ο σεισμός της Πάρνηθας ήταν μεγέθους 5,9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και συνέβη στις 7 Σεπτεμβρίου του 1999, στις 14:56 τοπική ώρα. Παρά τη σχετικά μικρή του ένταση, προκάλεσε τεράστιες ζημιές και τον θάνατο 145 ανθρώπων, κάνοντάς τον τον φονικότερο σεισμό των τελευταίων 50 ετών στην Ελλάδα. Ο σεισμός είχε διάρκεια μόλις 15 δευτερολέπτων, αλλά η έντασή του ήταν αρκετή.
Το επίκεντρο του σεισμού βρισκόταν μόλις 18 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, κοντά στις Αχαρνές και την Πάρνηθα, και το εστιακό του βάθος ήταν από 9-14 χιλιόμετρα. Ενώ αρχικά θεωρήθηκε ότι προκλήθηκε από ένα ρήγμα μεταξύ Πεντέλης και Πάρνηθας, μεταγενέστερες μελέτες έδειξαν ότι προκλήθηκε από δύο ξεχωριστά ρήγματα, με διαφορά μόλις 3,5 δευτερολέπτων μεταξύ τους. Σημαντικό ρόλο ως φαίνεται έπαιξε ο σεισμός στο Ιζμίτ της Τουρκίας ένα μήνα πριν που ενεργοποίησε την περιοχή.
Είκοσι χρόνια αργότερα, το 2019, ένας ακόμη σεισμός με μέγεθος 5,1 βαθμών σημειώθηκε στην περιοχή της Μαγούλας, κοντά στο επίκεντρο του σεισμού του 1999. Αν και προκάλεσε μικρές ζημιές, δεν υπήρξαν ανθρώπινες απώλειες.
Θύματα
Ο σεισμός προκάλεσε τον θάνατο 145 ανθρώπων. Σύμφωνα με αυτοψία σε 111 από τα θύματα, 36 πέθαναν από τραύματα, 38 υπέστησαν σοβαρά τραύματα που απείλησαν τη ζωή τους, και 31 πέθαναν από ασφυξία. Οι περισσότεροι θάνατοι προκλήθηκαν από την κατάρρευση κτιρίων, εκ των οποίων τρία ήταν εργοστάσια. Άλλα αίτια θανάτου περιλαμβάνουν εμφράγματα, πτώσεις και χτυπήματα από αντικείμενα. Τουλάχιστον 85 άτομα διασώθηκαν από τα συντρίμμια, ενώ 2.000 τραυματίστηκαν και 50.000 έμειναν άστεγοι, με πολλούς να παραμένουν σε καταυλισμούς έως και 10 χρόνια μετά.
Στο εξαώροφο κτίριο της Ρικομέξ, στο Μενίδι, σκοτώθηκαν 39 άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων δύο εγκύων γυναικών. Το 2007, όλοι οι κατηγορούμενοι για την κατάρρευση του εργοστασίου αθωώθηκαν. Σε συγγενείς των θυμάτων δόθηκαν αποζημιώσεις, ενώ το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε το 2010 ότι η Νομαρχία έφερε ευθύνη για ελλιπείς ελέγχους και όρισε αποζημιώσεις ύψους 18 εκατομμυρίων ευρώ. Άλλες υποθέσεις καταρρεύσεων που εκδικάστηκαν περιλαμβάνουν πολυκατοικίες στη Νέα Φιλαδέλφεια και στη Μεταμόρφωση, με τις περισσότερες να καταλήγουν σε αθωώσεις ή παραγραφή των αδικημάτων, με ορισμένες εξαιρέσεις που περιλάμβαναν μικρές ποινές φυλάκισης.
Καταστροφές
Προκλήθηκαν υλικές ζημιές που εκτιμήθηκαν σε 3 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Συνολικά, κατέρρευσαν 110 κτίρια, ενώ 5.222 κρίθηκαν κατεδαφιστέα και 38.165 επισκευάσιμα. Οι μεγαλύτερες καταστροφές σημειώθηκαν εντός 10 χιλιομέτρων από το επίκεντρο, με περιοχές όπως τα Άνω Λιόσια, οι Αχαρνές και οι Θρακομακεδόνες να πλήττονται σφοδρά. Το ΥΠΕΧΩΔΕ διενήργησε επιθεωρήσεις στα κτίρια, ταξινομώντας τα ως πράσινα (ασφαλή), κίτρινα (επισκευάσιμα) και κόκκινα (κατεδαφιστέα). Σημαντικές ζημιές υπέστησαν εργοστάσια, καθώς και το καζίνο Mont Parnes και το Στάδιο Νίκος Γκούμας, που κατεδαφίστηκαν λόγω σοβαρών βλαβών.
Μνήμες
Αν και 10 ετών, θυμάμαι εντονότατα και τη στιγμή του σεισμού, αλλά κυρίως τις μέρες μετά. Ένας μόνιμος φόβος, μία μόνιμη φαντασίωση ταραχής του εδάφους, μία τηλεόραση συνεχώς αναμμένη με εικόνες διασώσεων ή θανάτων – δεν ξέρω αν το ΕΣΡ έδωσε ποτέ πρόστιμο για τις καταιγιστικές εικόνες από συντρίμμια και φορεία στα κανάλια. Μια κυρία στην πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη να έχει το ραδιόφωνο πολύ δυνατά για να ακούσουν όλοι οδηγίες, το ανύπαρκτο σήμα σε κινητά και σταθερά, η διάσωση μιας γυναίκας από τη Ρικομέξ μες στα αίματα, η επιστροφή στο σχολείο με αναρίθμητες ασκήσεις ετοιμότητας. Ο σεισμός του 1999 για τα 10χρονα ήταν πολλά βήματα κοντύτερα προς την ενηλικίωση.
Αστικοί Μύθοι
Ανάμεσα στις μνήμες, ξεπήδησαν και δύο αστικοί μύθοι. Ο ένας είχε να κάνει με το μεγεθος του σεισμού. Πολλοί υποστήριζαν ότι ο σεισμός ήταν μεγαλύτερος των 6 Ρίχτερ και αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να παραμείνει κρυφό για να γλιτώσει το κράτος κάποιες αποζημιώσεις. Ο δεύτερος είχε να κάνει με την ιστορία κάποιου που γλίτωσε από τη Ρικομέξ, αλλά έχασε τη ζωή του το 2001 στο ναυάγιο του «Σάμινα». Αλήθεια ή ψέματα, σίγουρα κι εσείς θα τα έχετε ακούσει να ψιθυρίζονται σε πηγαδάκια.
_____________________________________
Μετά το σεισμό του 1999, η ασφάλεια των κτιρίων και οι προληπτικοί έλεγχοι αναδείχθηκαν ως καίριας σημασίας θέματα, με τις αρχές να λαμβάνουν μέτρα για την ενίσχυση των κατασκευών και την καλύτερη προετοιμασία για μελλοντικούς σεισμούς. Αυτό όμως ισχύει για τα νέα κτίρια. Όταν μιλάμε όμως για το κέντρο της Αθήνας με τον μέσο όρο ηλικίας των πολυκατοικιών να ξεπερνά τα 50 χρόνια, τι γίνεται; Και πώς κτίρια κακοδιατηρημένα νοικιάζονται και πωλούνται σε αστρονομικά ποσά, ενώ κανείς δεν είναι σίγουρος ότι αυτά θα αντέξουν μια επόμενη τέτοια δόνηση;