Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, αποφάσισα να ασχοληθώ για λίγο καιρό με ένα θέμα κάπως κοινό και μάλλον ευτελές· το ψυγείο. Την αγαπημένη συσκευή των νυχτερινών ατασθαλιών και των χιλιάδων μαγνητών-σουβενίρ. Θα ακολουθήσει, λοιπόν, για λίγο, μια σειρά δροσερών (;) κειμένων. Για πόσο; Μέχρι να κρυώσω ή να βρω τοίχο και να μην έχω να πω τίποτα άλλο. Το δεύτερο κείμενο κατέφθασε και για τα επόμενα δεν έχω ιδέα. Έτσι κάνουμε όμως εδώ, δεν προαποφασίζουμε τίποτα στο ΗΠΖ. Αυτοσχεδιάζουμε με ό,τι έχει το ψυγείο μας.
Ωραία που είναι τα ψυγεία! Ειδικά αυτά που έχουν πάνω τους την Άρτα και τα Γιάννενα.
Απ’ τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι πολλά και διαφορετικά ψυγεία και όλα με πολύχρωμα μαγνητάκια απ’ τα ταξίδια των ιδιοκτητών τους, επαγγελματικές κάρτες, αποκόμματα από εισιτήρια και flyers από παραστάσεις ή συναυλίες, το κλασικό κουτί των μπισκότων που (προς μεγάλη απογοήτευσή μας συνήθως) είχε μέσα τα ραφτικά σύνεργα των μαμάδων και όχι μπισκότα, όπως υποσχόταν η εικόνα απ’ έξω. Και φυσικά, οπωσδήποτε, ένα ψυγείο που σέβεται τον εαυτό του, πρέπει να έχει τοποθετημένες μερικές παιδικές ζωγραφιές, αν ζουν πιτσιρίκια στο σπίτι. Δεν ξέρω πώς ξεκίνησε να θεωρείται περίοπτη θέση η πόρτα του ψυγείου, ώστε να μπουν εκεί περήφανα αυτές οι δημιουργίες, αλλά σίγουρα είναι must. Τώρα τι γίνονται μετά αυτές οι ζωγραφιές…ποιος ξέρει; Σίγουρα, όμως, τα ψυγεία είναι με τον δικό τους μοναδικό τρόπο, ένας χώρος ελεύθερης έκφρασης μέσα σε ένα σπίτι.
Μετά είναι κι εκείνα τα αθάνατα ψυγεία του χωριού. Ποιος δεν έχει μια ανάμνηση από ένα ψυγείο που αγοράστηκε πριν 40 χρόνια και λειτουργεί ακόμα άψογα; Και δεν ξεχνάμε και σε κάθε ευκαιρία να το επαινούμε (μπροστά του, για να ακούσει)! Πάνω στο ψυγείο, αξιοπρεπές μέσα στη φθορά του, το αιώνιο γαριασμένο από τα χρόνια πετσετάκι-σεμεδάκι, να σχηματίζει ένα στραβοχυμένο τρίγωνο-κουρτινούλα κι όλο να το κλείνουμε άθελά μας με την πόρτα της κατάψυξης. Το σεμεδάκι-ιππότης που προστατεύει τις επιφάνειες. Μη με ρωτάτε πώς ακριβώς, δεν έχω ιδέα. Πάντως τα ψυγεία του χωριού, πρέπει να έχουν ένα. Οι γιαγιάδες μας έχουν σχέση εξάρτησης με αυτά τα ψυγεία, εκείνες, που είχαν μεγαλώσει με παγωνιέρες, μόνο εκείνες ξέρουν την πραγματική αξία τους. Σκέψου το. Χωρίς ψυγεία θα έπρεπε να έχουμε όλοι καταπακτές, αποθήκες –που δεν έχουμε– ή να αλατίζουμε, όπως έκαναν παλιά, τα τρόφιμά μας για να συντηρηθούν. Με τίποτα σου λέω. Άσε που δεν θα είχαμε πού ακριβώς να βάλουμε τα κροσέ, πλεκτά ή βαμβακερά σεμεδάκια.
Εμένα το δικό μου το ψυγείο μ’ αρέσει γιατί είναι το μόνο δροσερό μέρος που μου μένει, μέσα στον καύσωνα τον Αυγουστιάτικο της Αθήνας. Ανοίγω την πόρτα καμιά φορά, μόνο για να δροσιστώ. Επίσης την ανοίγω απλά για να χαζέψω μέσα, αν και ξέρω ότι δεν έχω πάει να ψωνίσω, άρα δε θα βρω κάτι εντυπωσιακό στο περιεχόμενό του. Κι όμως, πάντα ελπίζω. Είναι σαν kinder έκπληξη που πρέπει να γεμίσεις μόνος σου. Μ’ αρέσει ακόμα γιατί το ακούω που μουγκρίζει τα βράδια (διακριτικά, μην ενοχλήσει) και σπάει λίγο τη σιωπή. Συμμετέχει κι αυτό σ’ ό,τι ζω, μάλλον, κι ας ξεχνάω συχνά την παρουσία του. Πού και πού, ανοίγω την πάνω πόρτα, της κατάψυξης, για να βάλω παγάκια στα ουίσκια μας, αν είναι κάποια γιορτή. Σπάνια θυμάμαι να τα ξαναγεμίσω αμέσως. Κι άλλες φορές, όταν πεινάω, ανοίγω την πόρτα και μέσα με περιμένουν πορτοκαλοκόκκινα ροδάκινα κι αυγά, στις ειδικές θηκούλες της πόρτας. Αυτή η μικρή ωδή στα ψυγεία της καρδιάς μου, για να μην τα παίρνω ούτε αυτά δεδομένα. Βρε, τι ωραία που είναι τα ψυγεία!