Ο ελληνικός κινηματογράφος των late 70s και των 80s έχει κάποια παραδείγματα ταινιών που καταφέρνουν με μοναδικό τρόπο να σχολιάσουν την σύγχρονή τους κοινωνική πραγματικότητα. Φοβερές ερμηνείες και σκηνοθεσίες, έξυπνοι διάλογοι, σαρκασμός, σάτιρα, ωμότητα μαζί με γλυκύτητα, πλέκουν ένα ιδιαίτερο ύφος αφήγησης και έρχονται σε ρήξη τόσο με τις αισχρού επιπέδου βιντεοταινίες, όσο και με τον ιντελλεκτουέλ κινηματογράφο της εποχής.
Αυτές οι ταινίες, μας έχουν χαρίσει απίστευτες ατάκες, πολλές φορές αστείες, οι οποίες όμως καταφέρνουν να συμπυκνώσουν νοήματα και να αποδώσουν εν συντομία τα θέματα της εποχής. Επιστρατεύοντας τη ληστρική μου διάθεση, έφτιαξα τέσσερις καινούριες ιστορίες ενσωματώνοντας ατάκες που επέλεξα από την κάθε ταινία.
ΤΑ ΚΟΥΡΕΛΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ ΑΚΟΜΑ, Νίκος Νικολαΐδης, 1979
ΠΡΩΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ
Πρώτο ραντεβού σε μπαρ. Ακούγεται το Glendora. Αυτός γύρω στα σαράντα, αυτή λίγο μετά τα τριάντα. Αυτός στη δεύτερη μπύρα. Αυτή στο τρίτο ουίσκι. Καπνίζουν και μιλάνε για τις αγαπημένες τους ταινίες. Αυτός, προσπαθώντας να θυμηθεί το όνομα μιας ταινίας που ισχυρίζεται ότι τον έχει σημαδέψει, απομακρύνει την τραγιάσκα από το προβληματισμένο του κεφάλι. Αυτή, κατεβάζει την τελευταία γουλιά ουίσκι και στρέφει το βλέμμα της προς τον μπάρμαν. Εκείνος, μάλλον για να αλλάξει θέμα, καθώς αρχίζει να αισθάνεται αμήχανα που δεν μπορεί να θυμηθεί το όνομα της περιβόητης ταινίας, της λέει με ύφος επικριτικό και απότομο, «Κάπως αλκοολική, ε;», κι αυτή ανταποδίδει με το θάρρος που της έχουν δώσει τα τρία μπούσμιλς, «Κι εσύ κάπως φαλακρός, ε;».
Αυτό το ραντεβού δεν πήγε καθόλου καλά. Αυτός με το ζόρι ήπιε μία τρίτη, μικρή μπύρα και εκείνη τερμάτισε στα έξι ουίσκι εκ των οποίων το τελευταίο το ήπιε μόνη της.
Λίγο πριν αποχωρήσει κι αυτή, πήρε το ποτήρι στο χέρι, άναψε ένα τσιγάρο και κατευθύνθηκε προς τον ντι-τζέι. «Μπορείς να ξαναβάλεις το Glendora; Παίζει στην αγαπημένη μου ταινία αλλά με τον μαλάκα που είχα μπλέξει δεν μπόρεσα να το απολαύσω».
ΓΛΥΚΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ, Νίκος Νικολαΐδης, 1983
ΤΥΧΑΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Προπύλαια, 2021, λίγο μετά τη λήξη διαδήλωσης. Η Σοφία μαζεύει το πανό. Ο Δημήτρης κουστουμαρισμένος, με σένιο καθαρό παπουτσάκι και σακίδιο στην πλάτη -γιατί ζούμε και στην εποχή του urban glam style ως γνήσιοι λίγο πριν τα 40 Αθηναίοι του κέντρου, περνάει από μπροστά της. Κοντοστέκεται. Αυτή η αέρινή αλλά στιβαρή παρουσία, κάτι του θυμίζει. Πηγαίνει λίγα μέτρα παραπέρα και σκέφτεται.
Σχολεία Γκράβας, Δεκέμβριος 1990. Το σχολείο της Σοφίας και του Δημήτρη ήταν υπό κατάληψη για το νομοσχέδιο Κοντογιαννόπουλου. Η Σοφία από την πρώτη μέρα που ξέσπασαν οι μαθητικές κινητοποιήσεις συμμετείχε στον αγώνα για να μην περάσει αυτό το νομοσχέδιο που πήγαινε τα πράγματα στην παιδεία χρόνια πίσω. Ο Δημήτρης, με φορτωμένο το κεφάλι από τους νεοδημοκράτες γονείς του και την επιθυμία του να περάσει στην Νομική, έδινε τον δικό του «αγώνα» για να λήξει η κατάληψη και να γυρίσουν οι μαθητές στην τάξη και να συνεχίσει η ζωή να κυλάει φρόνιμα. Μαθητές που ήταν κατά της κατάληψης, μαζευόντουσαν έξω από το σχολείο και τραμπούκιζαν τους συμμαθητές τους που ήταν μέσα, πολλές φορές με την βοήθεια των γονιών τους. Η Σοφία, πάντα μέσα από την καγκελόπορτα, να υπερασπίζεται το δίκαιο και ο Δημήτρης απ’ έξω να αραδιάζει ό,τι είχε προλάβει να μάθει την προηγούμενη μέρα από την κατήχηση στο σπίτι. Το σύνδρομο του καλού μαθητή.
Νομική Σχολή Αθήνας, Οκτώβρης 1991. Κοίτα να δεις που περάσανε και οι δύο στη νομική τελικά! Πρωτοετείς πια και όσα τους χώριζαν στην ανήλικη ζωή τους άρχισαν να θεριεύουν στην ενήλικη. Έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις και τσακωμοί στα αμφιθέατρα και στους διαδρόμους. Η Σοφία ήθελε να γίνει μία μαχητική δικηγόρος που θα υπερασπίζεται τους αδύναμους και τους αδικημένους και ο Δημήτρης σκεφτότανε από την πρώτη μέρα που μπήκε στην σχολή, σε ποιο περίοπτο σημείο του κέντρου θα ανοίξει το γραφείο του και πόσο ακριβή γραβάτα θα φοράει. Δύο κόσμοι σε σύγκρουση. Κι έτσι κυλάει πάντα η ζωή, και όχι φρόνιμα.
Προπύλαια, 2021, ένα λεπτό μετά. Ο Δημήτρης αποφασίζει να της μιλήσει κάνοντας μία όχι και τόσο καλή επιλογή απεύθυνσης, παρασυρόμενος από τα τόσα χρόνια γνωριμίας τους.
-Τι γίνεται Σοφία; Πώς πάει η επανάσταση;
-Γαμιέται.
-Είδες; Εγώ στα ‘λεγα.
-Κι εγώ στα ‘λεγα, αλλά απ’ ό,τι βλέπω με τα ίδια μυαλά συνεχίζεις να πορεύεσαι.
-Ε δεν αλλάζουνε εύκολα αυτά, Σοφάκι.
-Εμένα θα μου πεις, Δημητράκη. Γι’ αυτό γαμιέται η επανάσταση.
Ο ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ ΤΩΝ ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ, Νίκος Ζερβός, 1983
Ο ΑΡΓΟΠΟΡΗΜΕΝΟΣ
Εδώ και χρόνια ο Σωτήρης δεν μπόρεσε να τα βρει με τον χρόνο. Έχει χάσει άπειρα ραντεβού, έχει χάσει δουλειές. Όλα αυτά, τον έφτασαν σιγά-σιγά στο σημείο να μείνει χωρίς λεφτά, αλλά και χωρίς φίλους. Ποτέ δεν σκέφτηκε ο Σωτήρης ότι κάτι δεν πάει καλά με τον τρόπο που διαχειρίζεται ο ίδιος τον χρόνο και άρχισε να φτιάχνει σενάρια για το τι είναι αυτό που φταίει τελικά. Μετά από ώριμη σκέψη κατέληξε στο ότι φταίνε τα ρολόγια. Έτσι, σήμερα, αυτήν την ανοιξιάτικη μέρα, σηκώθηκε πρωί-πρωί, ξεκρέμασε το ρολόι από τον τοίχο, το πήρε παραμάσχαλα και ξεκίνησε για ένα κατάστημα ηλεκτρικών ειδών.
-Καλημέρα σας.
-Καλημέρα κύριε. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;
-Θα ήθελα να αντικαταστήσω το παλιό μου ρολόι με ένα καινούριο γιατί αυτό, το παλιό, είναι πάρα πολύ περίεργο.
-Τι εννοείται; Έχει χαλάσει;
-Σας είπα, αυτό το ρολόι είναι πάρα πολύ περίεργο. Δείχνει πάντα ό,τι ώρα θέλει.
-Μα κύριε. Την σωστή ώρα δείχνει. Μία παρά τέταρτο.
-Ορίστε! Τα βλέπετε; Την έχω πατήσει πάρα πολλές φορές με αυτό το παλιόπραμα. Και τώρα πάει να ξεγελάσει κι εσάς.
-Νομίζω πως δεν μπορώ να σας βοηθήσω τελικά. Κοιτάξτε όλα τα ρολόγια του καταστήματος. Την ίδια ώρα δείχνουν.
-Αυτό βλέπω κι εγώ και ξέρετε τι αρχίζω να υποψιάζομαι. Είναι οργανωμένο το έγκλημα. Αν δεν λυπόμουνα τον καημένο ζαλισμένο κούκο του ρολογιού μου, που νομίζω πως και αυτός είναι θύμα στην υπόθεση, θα το έσπαγα σε χίλια κομμάτια το σκατόπραμα. Τελοσπάντων, δεν μπορείτε να με βοηθήσετε είπατε. Μπορώ τουλάχιστον να μάθω τι ώρα όντως είναι;
ΡΕΒΑΝΣ, Νίκος Βεργίτσης, 1983
ΜΠΑΛΚΟΝΑΔΑ
Ο Χι και ο Μι συζητάνε στο μπαλκόνι, με θέα το απέναντι μπαλκόνι. Αρχές φθινοπώρου. Η εποχή αποτυπώνεται στις επιλογές καφέ, ο Χι φρέντο, ο Μι ζεστό καπουτσίνο. Ο ήλιος πέφτει σιγά-σιγά και το αεράκι που σηκώνεται κουνάει τα εσώρουχα στην μπουγάδα της Κάππα, στο γνωστό απέναντι μπαλκόνι. Μέσα από το σπίτι ακούγεται από το ραδιόφωνο ένα ορχηστρικό τού Δημήτρη Παπαδημητρίου.
-Σ’ αρέσουν τα βρακιά της απέναντι;
-Έλα ρε φίλε. Κόψε τις μαλακίες.
-Ε τι να σε κάνω ρε μαλάκα. Εσύ του από κάτω θα θελες να μπανίζεις αλλά o από κάτω δεν τα κρεμάει ποτέ έξω.
-Ε τότε πάμε να μου δείξεις τα δικά σου, άθλιε. Νομίζεις είσαι και αστείος.
-Από τον πατέρα μου το έχω πάρει αυτό. «Η μεγάλη των χιουμοριστών σχολή», έλεγε σε όλα τα οικογενειακά τραπέζια. Σαν να τον ακούω! «Κοιτάξτε κακομοίρηδες μη μου γίνετε τίποτα ξενέρωτοι και μη μου άπτου».
-Πάντως υπάρχουν και χειρότερα ε; Εμένα ο δικός μου όταν πήγα στο σχολείο, τρία πράγματα μου είπε να μην κάνω. Να μην καπνίσω χασίσι, να μην γίνω κομμουνιστής και να μην γίνω πούστης. Σκέψου γκίνια ε;
-Γκίνια δε λες τίποτα. Μεγαλώσαμε και μυαλό δεν βάλαμε, πατέρες.