Και μπήκε ο Καινούργιος Χρόνος. Και θα φεύγανε κι οι Καλικάντζαροι. Και δεν είδε κανείς πουθενά κανέναν Άγιο Βασίλη που να μην ήταν ψεύτικος. Και μόνο τα έρημα λαμπιόνια μισοσβησμένα πια στους νεκρούς δρόμους θυμίζουν την Χριστουγεννιάτικη Πόλη που καταχράστηκε τόση αγάπη, τόσα δώρα, τόσες ευχές. Και μία να έπιανε κάτι μπορεί να άλλαζε στην γη. Αλλά είναι τυχερή η τύχη; Είναι;
Παρασκευή βράδυ κι ο Ματίας Βόλφραγκ Πέτερσον περπατούσε μόνος στον παγωμένο βραδινό δρόμο, που σε λίγο θα τον έφερνε μπροστά στο σκοτεινό του σπίτι. Κρατούσε τα λιγοστά ψώνια της επόμενης μέρας σε μια χάρτινη σακούλα και από την άλλη το λαπ τοπ του σε μια θήκη. Αισθανόταν μάλλον τυχερός μετά την κοπή της πίτας στο γραφείο, αλλά πολύ – πολύ κουρασμένος. Μια σκιά κινήθηκε πίσω του, κι άλλη μια, κι άλλη μια. Ο Ματίας έβαλε το χέρι του στην καρδιά του κι άφησε ότι κρατούσε να πέσει. Κανένας περαστικός δεν τον συνάντησε.
Το σώμα του βρέθηκε στο πεζοδρόμιο νωρίς τα ξημερώματα, από έναν ζητιάνο, που επωφελήθηκε να ψάξει τις τσέπες του ακριβού του παλτό και να τσιμπήσει από το πορτοφόλι του τα λίγα χαρτονομίσματα που είχε μέσα και μια λίρα, που έμοιαζε χρυσή. Σε μια συμπλοκή με ομοϊδεάτες του προς το μεσημέρι της ίδιας μέρας ο ζητιάνος έχασε την χρυσή λίρα.
Το ίδιο απόγευμα ένα αγόρι, όχι πάνω από 15 χρονών γυρνώντας από την πρώτη μέρα στο σχολείο, μετά τις Γιορτές, είδε πάνω στο κράσπεδο να λαμπυρίζει κάτι. Το σήκωσε και το έβαλε στην τσέπη του. Δεν είπε σε κανέναν στο σπίτι πως βρήκε στον δρόμο μια λίρα χρυσή.
Το πρωί όταν ξύπνησε, ξέχασε να την πάρει κάτω από το μαξιλάρι του. Όλο το Σάββατο έπαιζε μπάλα στο γειτονικό γήπεδο και ούρλιαζε όταν έμπαινε γκολ. Το κορίτσι που του άρεσε τον χειροκρότησε στο φινάλε. Της ζήτησε να πάνε για κρέπες. Τύχη το λες αυτό; Γυρνώντας το βράδυ σπίτι δεν βρήκε τη λίρα εκεί που την άφησε.
Στο πλυντήριο που μπήκαν μαξιλαροθήκες και σεντόνια η Τέμπογκο Μολόι, η νοτιοαφρικανή οικιακή βοηθός άκουσε το νόμισμα να κοπανιέται στα τοιχώματα. Κλιν, κλον, κλαν. Με αυτό θα αγόραζε γάλα και καλαμπόκι το βράδυ στα μωρά της εκεί στα περίχωρα.
Ο πακιστανός Τάι στο Μίνι Μάρκετ περιεργάστηκε το νόμισμα. “Ψεύτικο είναι” της είπε στο τέλος. Η Τέμπογκο Μολόι παρα λίγο να βάλει τα κλάματα. “Δεν πειράζει” της χαμογέλασε στο τέλος ο Τάι, “πάρε ότι θες”. Έβαλε το χρυσό φλουρί στην τσέπη του και κοίταξε το ολοστρόγγυλο φεγγάρι, που ανέβαινε στον ουρανό του Γενάρη.
Πάντα τα Σαββατόβραδα ο Τάι πάει να παίξει χαρτιά μετά το κλείσιμο στου Πεκς. Και να που απόψε έχασε όλη την είσπραξη της ημέρας και πριν φύγει θυμήθηκε το κάλπικο στην τσέπη του. Το έβγαλε και ρώτησε: “Πόσα πιάνει;” Ο ρουμάνος στο ταμείο της Λέσχης το έπαιξε στην χούφτα του πολλές φορές. Μετά το έβαλε κάτω από έναν μεγεθυντικό φακό. “Μην το παίξεις, Τάι, μπορεί να είναι και το γούρι σου”.
Για γούρι δεν θα το έλεγες γιατί μόλις βγήκε στον δρόμο, τον ακολούθησε ο Λορέντζο, ο κροάτης που είχε ακούσει την συζήτηση. Με ένα μαχαίρι να γρατζουνάει τον λαιμό του Τάι, απέσπασε εύκολα τη λίρα από τον μικροκαμωμένο πακιστανό και το ‘βαλε στα πόδια. Η Λάλα, το τραβέλι, τον δέχτηκε σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο, που αναβοσβήνανε ακόμη λαμπιόνια χριστουγεννιάτικα, με όλα της τα καλά. Η Λάλα είχε πολύ καθαρές γραμμές πάντα στο πιάτο της. “Αύριο θα σου αγοράσω το κολιέ που ζήλεψες την Πρωτοχρονιά” της είπε και την δάγκωσε στον λαιμό.
Ο Λορέντζο στην ένατη γραμμή έπεσε ξερός και το πρωί ξέχασε να ξυπνήσει. Η Λάλα ψύχραιμα φώναξε τους Μπροκς. Οι σωματώδεις δίδυμοι φίλοι της μάζεψαν από το διαμέρισμα το άψυχο γυμνό κορμί και τυλιγμένο σε ένα σακί το άφησαν σε μια χωματερή. Κανείς μια παγωμένη Κυριακή, δεν ξυπνάει τόσο νωρίς για να δει, ότι δεν επιτρέπεται. Τα ρούχα του η Λάλα τα κατέβασε στον κάδο πριν ξυπνήσουν ακόμη οι άστεγοι της πόλης. Μετά ξεστόλισε.
Ο Φελ φόρεσε το παντελόνι του Λορέντζο και το βρήκε στα μέτρα του. Μετά το μπουφάν του. Μια ακόμη Κυριακή κόντευε να τελειώσει και το φεγγάρι του Λύκου βγήκε μέσα από τα σκουπίδια. Λένε πως τον Γενάρη, οι λύκοι, που δεν γιορτάζουν ποτέ στα απόμερα, αυτό το φεγγάρι περιμένουν να γεμίσει για να ξεφαντώσουν. Καμιά φορά, πεινασμένοι μπαίνουν και στην πόλη. Ο Φελ τυλιγμένος στα ζεστά ρούχα του Λορέντζο και με την πραμάτεια του δίπλα, αποκοιμήθηκε στην στάση του τρόλεϊ. Τις μικρές ώρες θα χιόνιζε.
Ο λύκος τον δάγκωσε στην καρωτίδα. Μετά ένας δεύτερος κι ένας τρίτος διαμέλισαν το σώμα του σέρνοντας τα ματωμένα καλά του ρούχα με το στόμα τους στους κοντινούς λόφους. Κι όπως βυθιζόταν πίσω από τα χιονισμένα βουνά το πρωινό φεγγάρι, άστραψε πάνω στο ματωμένο χιόνι, μια ολοστρόγγυλη χρυσή λίρα, μάλλον από βασιλόπιτα κερδισμένη, το λεγόμενο φλουρί το τυχερό. Το χιόνι που έπεφτε πυκνό, το σκέπασε για τα καλά και για πάντα.