Πάντα όταν είναι να φωτογραφίσω κάποια συναυλία είμαι χαρούμενη. Δύο «αγάπες» –φωτογραφία και μουσική– σε έναν χρόνο. Αυτή τη φορά είχα όλη μέρα έναν κόμπο στο στήθος και στο στομάχι. Κάπως το έγραφε ο Λουντέμης αυτό: «Να προσευχηθείς ή να τραγουδήσεις; Μα είναι ώρα να κλάψεις για αυτό σφίξε τα δόντια». Μέσα στις τσέπες μου λόγια διάσπαρτα, μικρά αγκάθια τα «ναι αλλά..», τα «δεν αλλάζει τίποτα», τα «άκουσα ότι…» Πάντα αυτή η καταραμένη ανάγκη να λερωθεί με τη μιζέρια ό,τι λάμπει, να φορτωθεί το λίγο μας σε εκείνους που έχουν περίσσευμα ψυχής να δώσουν.
Πάνω από 60 Δήμοι σε όλη τη χώρα πρόβαλαν τη συναυλία από live streaming, που παραχώρησε δωρεάν το eStage.gr. Σε γειτονιές, καφενεία και συλλόγους στήθηκαν καρέκλες στις αυλές και περίμεναν όσους δεν μπόρεσαν να είναι στο Καλλιμάρμαρο. Κρυφή αγωνία: Θα έχει κόσμο;
Λίγο πριν τις 6 το απόγευμα ένα πολύχρωμο πλήθος αρχίζει να γεμίζει τις κερκίδες του Σταδίου. Στη σκηνή, λίγα λεπτά μετά τις 7, ανεβαίνει, εκτός επισήμου προγράμματος, ο Λουδοβίκος των Ανωγίων, για να ανοίξει «τη μεγάλη γιορτή του πένθους και της αξιοπρέπειας» όπως είπε και «προς τιμή της νιότης που χάθηκε στο έγκλημα των Τεμπών».
Ένα μοιρολόι κρητικό έφερε μαζί του για το πένθος που κουβαλάν οι «Άγιες Μητέρες». Επιχειρώ να φωτογραφίσω ένα πανό που γράφει: «Όλων των Νεκρών είμαστε η Φωνή», και βλέπω μία από αυτές να στέκεται στο πλάι με τα μάτια προς τον ουρανό.
Δύο μόνο γρήγορα κλικ. Αισθάνομαι ντροπή και κατεβάζω τη μηχανή. Πώς να φωτογραφίσεις τον πόνο, τη δύναμη και την αξιοπρέπεια; Μοιάζει ευάλωτη και ταυτόχρονα ανίκητη. Ποια δύναμη πέρα από το χρέος για τη δικαίωση μπορεί να κρατήσει όρθια και αλύγιστη μια Μάνα που δεν έχει πια τίποτα να χάσει ή να φοβηθεί; Το Καλλιμάρμαρο γεμίζει, χιλιάδες φωνές ενώνονται για να φτάσει ο τραγούδι ως τα αστέρια. Δεν ξέρω αν Εκείνη παίρνει δύναμη από τον κόσμο που αρνείται να ξεχάσει ή αν εμείς παίρνουμε δύναμη από εκείνη για να συνεχίσουμε να πιστεύουμε ότι το φως θα νικήσει.
Τη σκυτάλη παίρνουν οι Κοινοί Θνητοί και μετά ο Φοίβος Δεληβοριάς. Εκπρόσωποι δύο διαφορετικών γενιών, δύο διαφορετικά τραγούδια γραμμένα για τις 57 ψυχές που έφυγαν. Με στίχο κοφτερό και οργισμένο, Τα Παιδιά Που δεν Κάθονται Καλά ουρλιάζουν το συλλογικό πλέον τραύμα της γενιάς τους «.. θ’ αργήσω απόψε/Ένα θα γίνω με τις ράγες και τους καπνούς/Το τελευταίο εισιτήριο κόψε…». « Θα σε πάρω εγώ Παιδάκι μου όταν φτάσω» τραγουδάει ο Φοίβος με ραγισμένη τρυφερή φωνή και σπάμε όλοι σε χίλια κομμάτια.
Βαθιά ανάσα και αναστεναγμός. Η σκέψη όλων μας σε όσους έχασαν τους αγαπημένους τους. Σε αυτούς που ταξίδεψαν, αθώοι και ανυπεράσπιστοι, σε ένα θάνατο που χορεύει ακόμα πάνω στα μπάζα ενοχών και αποδείξεων. Στη σκηνή ανεβαίνει η Τάνια Τσανακλίδου. Στέλνει στα αστέρια ψηλά ένα γράμμα προς το Νίκο Γκάτσο και ένα Νανούρισμα. Μας παίρνει από το χέρι στη Σιωπή και στις Μοίρες. Να κρατηθούμε ο ένας από τον άλλον, να κρατηθούμε από τη ζωή και ας έχουμε χορτάσει γκρεμό. Την ακολουθούμε συγκλονισμένοι, ενώνουμε τη φωνή μας μαζί της. Α cappella μας χαιρετάει με τον Μικρόκοσμο και η συγκίνηση γίνεται πείσμα και δύναμη. Να μείνουμε πλάι σε όλους τους αλυσοδεμένους που τους εμποδίζουν να βαδίσουν. Να μην ξεχάσουμε, να μη συγχωρέσουμε.
Ο Σωκράτης Μάλαμας ανεβαίνει στη σκηνή και καλεί την κα Καρυστιανού. Μένει δίπλα της μόνο για μία στιγμή και αποχωρεί. Αφήνω εδώ τα λόγια της γιατί φοβάμαι πως ότι παραπάνω ειπωθεί θα αφαιρέσει κάτι από την αλήθεια και τη δύναμή τους. «Ένα μεγάλο ευχαριστώ που αγκαλιάσατε με τόσο αγάπη την εκδήλωση και ένα πολύ ηχηρό ΟΧΙ. Δεν ξεχνάμε και δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Όλοι εμείς είμαστε πλέον ένα, νιώθουμε το ίδιο, καταλαβαίνουμε το ίδιο, έχουμε τον ίδιο στόχο, την ίδια επιθυμία. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό, καθώς αυτό που σκότωσε τα δικά μας παιδιά παραμένει ελεύθερο να σκοτώσει ξανά και ξανά. Ε λοιπόν ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ. Σήμερα όλοι η Ελλάδα τραγουδάει τόσο δυνατά που σίγουρα ακουγόμαστε στους ουρανούς. Σήμερα η Ελλάδα είναι μια ανοιχτή αγκαλιά για τους αδικοχαμένους μας. Η αγκαλιά θα είναι πάντα ανοιχτή. Μέχρι τη δικαίωση και ακόμη παρά πέρα.»
Ο Σωκράτης Μάλαμας πλησιάζει το μικρόφωνο. Λιτός και δωρικός. Κοιτάει ψηλά και τραγουδάει για τα παιδιά μες στην πλατεία, για μια Ελλάδα με χρυσές ελιές που δεν θα σκοτώνει τα παιδιά της και για τους σκλάβους που μπορούν να βγάλουν στους ώμους τους φτερά. Αφιερώνει στους συγγενείς των θυμάτων τον «Κήπο», απευθύνεται στο κοινό: «Το μήνυμα είστε εσείς και αποδέκτης ο ουρανός» με ένα «Άιντε» μας παίρνει μαζί του στην Κοιλάδα των Τεμπών και των Νεκρών. Αναρωτιέμαι αν θα μπορέσουμε να το ξανατραγουδήσουμε χωρίς να πνίγονται τα λόγια στο λαιμό! Κοιτάζω το πλήθος που χορεύει με χέρια που χαιρετάνε τα άστρα, με μάτια που γυαλίζουν από δάκρυα, αλκοόλ και θύμο. «Άιντε»!
Για να νικήσει η ομορφιά τραγουδάει η Ιουλία Καραπατάκη και τη βλέπω να χαμογελάει. Αυτό πρέπει να κάνουν τα νιάτα. Να χαμογελάνε και να φωτίζεται η πλάση και η ζωή, όχι να χάνονται στις ράγες του «πάμε και όπου βγει»
Ανεβαίνει στη σκηνή ο Θανάση Παπακωνσταντίνου, εμφανώς συγκινημένος. «Μακάρι να ζούσαν οι συνάνθρωποι μας και να μην γινόταν αυτή η συναυλία. San Michele και προσπαθούμε την άκρη του νήματος να πιάσουμε, να κρατηθούμε από ιστορίες, να μην ξεχάσουμε.
Ένα κορίτσι, ένα τόσο δα παιδί, στους ώμους του πατέρα του δακρύζει. Τα παιδιά, πάντα τα παιδία, πλασμένα από φως και αγάπη, οι πιο ευαίσθητοι δέκτες του πόνου και του συλλογικού ασυνειδήτου. Να γινόταν κανένα παιδί ποτέ να μην ξανακλάψει, ούτε εδώ, ούτε στην Παλαιστίνη, ούτε πουθενά.
Ψάχνω σε οικία πρόσωπα στη σκηνή κάποιο από τα γνωστά χαμόγελα που αντάλλαζαν μεταξύ τους όλο καλοκαίρι. Δεν βλέπω τίποτα. Κάτι έχει συμβεί σκέφτομαι, ανόητα. Όλη Χώρα είναι παρούσα, μέσα και έξω από το Καλλιμάρμαρο, το αίτημα για Δικαίωση, απαίτηση κοινή. Γιατί λοιπόν τα μάτια τους είναι σκοτεινά και ο Θανάσης λιγομίλητος και φειδωλός; Μα ότι ήταν να ειπωθεί έχει ειπωθεί. Τα έχουν πει όλα τα τραγούδια. Το είπε ξεκάθαρα το σόλο της Βάσως Δημητρίου, το φώναξε ο Αλέξανδρος Κτιστάκης και ο Γιάννης Λίταινας, το τραγούδησε γλυκά η Μάρθα Φριντζήλα στου δειλινού την άκρη.
Χαρμολύπη που είπε και ένα φίλος. Χαρά για το μαζί των ανθρώπων, για τη διαδρομή που πέρασε από σίδερο και φωτιά μέχρι να φτάσει στο Καλλιμάρμαρο και τη λαοθάλασσα που το πλημμύρησε. Λύπη αβάστακτη για εκείνους που δεν πρόλαβαν να ζήσουν, για τις κενές θέσεις στο τραπέζι και τα κλειστά σπίτια.
Έρχεται η ώρα της Ανδρομέδας. Όλο το καλοκαίρι ο Θ. Παπακωνσταντίνου το αφιέρωνε σε εκείνους που έφυγαν και εκείνους που θα ’ρθουν, τώρα ζητάει να ενώσουν όλοι τις φωνές τους, να φτάσει το τραγούδι στα όντα τα περίεργα και τα ωραία, εκεί μακριά στην Ανδρομέδα. Άνεμος Πεχλιβάνης για το τέλος, με πειραγμένη εισαγωγή και ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη.
Επιχειρώ ένα τελευταίο κλικ από μακριά, μια κοπέλα και ένα νεαρό αγόρι που συνοδεύουν ένα νέο παιδί με κινητικά προβλήματα με παρακαλούν να φύγω από μπροστά τους. Τους βλέπω να τον σηκώνουν όρθιο, να τον στηρίζουν, με τα χέρια και τα κορμιά τους, να τραγουδούν οι τρείς τους αγκαλιασμένοι. Ναι, το φως στο τέλος θα νικήσει, ό,τι και αν γίνει.