Η ναυτιλία και το διαμετακομιστικό εμπόριο ήταν από τους κυριότερους παράγοντες στους οποίους αποδίδεται η οικονομική άνθιση της Ευρώπης τον όψιμο Μεσαίωνα: μια πραγματική επανάσταση, όπως την αποκάλεσε ο Roberto S. Lopez! Στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, κι ενώ η Ευρώπη γνώριζε μια αργή αλλά σταθερή πληθυσμιακή αύξηση, ο «Μαύρος Θάνατος» (όπως ονομάστηκε η επιδημία της βουβωνικής πανώλης που τόσο ορμητικά εξαπλώθηκε στην ευρωπαϊκή ήπειρο) αποδεκάτισε στην κυριολεξία τον πληθυσμό: περισσότεροι από 20 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους…
Η επιδημία ξεκίνησε από την Ανατολή περικυκλώνοντας την Κασπία θάλασσα κι έπειτα κατευθύνθηκε νότια προς τη Μέση Ανατολή. Το 1347, οι Μογγόλοι που πολιορκούσαν την αποικία των Γενοβέζων στον Καφά, στη Μαύρη θάλασσα, εκσφενδόνισαν πάνω από τα τείχη της πόλης σωρούς ανθρώπων που είχαν μολυνθεί. Οι συνέπειες τραγικές: οι ναυτικοί που βρέθηκαν στις γενουατικές γαλέρες που επέστρεφαν από την Κριμαία, ανάμεσα στα πολύτιμα φορτία, μετέφεραν και τον βάκιλο της πανώλης (Yersinia pestis: πρώην γνωστό Pasteurella pestis).
Οι γαλέρες, που είχαν προορισμό τη Γένοβα, προσέγγισαν το λιμάνι της Κωνσταντινούπολης και ο «Μαύρος Θάνατος» ναυλόχησε στην πόλη. Οι ανάγκες ελλιμενισμού σε παράκτιες πόλεις συνέβαλαν στο να εξαπλωθεί η αρρώστια με γρήγορο ρυθμό αρχικά στη Μεσσήνη της Σικελίας, στην Κατάνια και από εκεί στη Σαρδηνία, στην Κορσική, στη Γένοβα και πριν το τέλος του χρόνου τη Μασσαλία. Στις αρχές του 1348, ο λοιμός είχε ενδημήσει στην Πίζα και στο εσωτερικό της Τοσκάνης, στη Βενετία και σε άλλες πόλεις. Το «κύμα θανάτου» είχε κυριολεκτικά οργώσει την Ιταλία, μεγάλο μέρος της Γαλλίας και της Ιβηρικής χερσονήσου. Αργότερα πέρασε στην Αγγλία κι έπειτα στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, στην Ελβετία, στην Αυστρία και στην Ουγγαρία, στη Σκανδιναβία και στα λιμάνια της Βαλτικής.

«Αυτές οι καταραμένες γαλέρες των γενουατών…», έγραφε ένας χρονικογράφος της εποχής, ενώ ο φλωρεντινός Giovanni Villani (που ήταν ανάμεσα στα θύματα της πανώλης) στο Χρονικό του αναφέρει: από τις οκτώ γαλέρες των γενοβέζων που βρίσκονταν στη Μεγάλη θάλασσα […] δεν επέστρεψαν παρά τέσσερις γαλέρες γεμάτες με μολυσμένους, πεθαίνοντας συνεχώς· κι εκείνοι που έφτασαν στη Γένοβα, σχεδόν όλοι πέθαναν, και μόλυναν τον αέρα όπου έφταναν.
Ο Ιωάννης Βοκκάκιος (1313-1375) υπήρξε καρπός μιας παράνομης σχέσης ανάμεσα σε μια άγνωστη γυναίκα (όπως αναφέρουν διάφορες αφηγήσεις) και σε έναν έμπορο από το Certaldo, μια πολίχνη κοντά στη Φλωρεντία. Σε νεαρή ηλικία μετοίκησε στη Νάπολη με σκοπό να ενταχθεί στον κόσμο των εμπόρων κι επέστρεψε στη μητρόπολη Φλωρεντία, το 1340, όταν πτώχευσε η εταιρεία για την οποία εργαζόταν.
Μαζί με τον σύγχρονό του ποιητή, τον Φραγκίσκο Πετράρχη, θα οδηγήσουν την ιταλική λογοτεχνία προς την Αναγέννηση. Ο Βοκκάκιος θεωρείται ο πατέρας της νουβέλας και στο σπουδαιότερο του έργο, το Δεκαήμερον (Decameron) που πιθανότατα γράφτηκε ανάμεσα στο 1349 και στο 1350/53, αφηγείται εκατό κωμικοτραγικές ιστορίες που μιλούν για τον έρωτα, για την τύχη, την πονηριά των ανθρώπων κ.α. Το έργο απευθυνόταν κυρίως στο γυναικείο αναγνωστικό κοινό, ενώ πρωταγωνιστές του είναι δέκα νέοι (επτά κοπέλες και τρία αγόρια) που αφήνουν την πόλη για τους λόφους του Φιέζολε κυνηγημένοι από τον Μαύρο Θάνατο… Εκεί, διαμένουν σε μια έπαυλη και στη συντροφιά που δημιουργείται αφηγούνται κάθε μέρα ο καθένας τους από μια ιστορία. Με τα λόγια που ακολουθούν, ο Βοκκάκιος δημιουργεί το πλαίσιο για την εξέλιξη της πλοκής του έργου του. Είναι η αρχή της πρώτης ημέρας του Δεκαήμερου και η Παμπινέα αναλαμβάνει να γίνει η πρώτη «βασίλισσα» της συντροφιάς.

Κάθε φορά, χαριτωμένες αναγνώστριες, που στοχάζομαι πόσο ευαίσθητο, από την ίδια του τη φύση, είναι το φύλο σας, λέω μέσα μου πως τούτο το βιβλίο θα σας κάνει στην αρχή οδυνηρή εντύπωση […] Είχε φτάσει κιόλας το σωτήριο έτος 1348 της καρποφόρας ενσάρκωσης του Υιού του Θεού, όταν, στη Φλωρεντία, την ωραιότερη ανάμεσα στις περίφημες πόλεις της Ιταλίας, χίμηξε άγρια η θανατερή επιδημία. […] Η πανούκλα, είτε στάθηκε έργο της αστρικής επιρροής, είτε αποτέλεσμα των παρανομιών μας […] είχε εκδηλωθεί, μερικά χρόνια πρωτύτερα, στις χώρες της Ανατολής […] Κάθε προφύλαξη αποδείχθηκε ατελέσφορη. Άδικα οι δημοτικοί υπάλληλοι καθάρισαν την πόλη […] Άδικα απαγόρεψαν την είσοδο κάθε αρρώστου στην πόλη και πολλαπλασίασαν τις διατάξεις υγιεινής. Άδικα προσφύγανε […] στις παρακλήσεις και στις προσευχές που συνηθίζονται στις λιτανείες […] Από τις ανοιξιάτικες κιόλας μέρες της χρονιάς […] η φρικτή θεομηνία άρχισε ξαφνικά τις φοβερές καταστροφές της […].
Στην αρχή της επιδημίας, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, φανερώνονταν κάτι οιδήματα […] ο κοσμάκης τα έλεγε «βουβώνες» […] όσο για την θεραπεία της αρρώστιας, δεν υπήρχε αποτελεσματικό φάρμακο […] ο χαρακτήρας της αρρώστια να ήταν τέτοιος; να ‘φταιγαν οι γιατροί; Η επιδημία επιδεινώθηκε από το γεγονός πως οι άρρωστοι, από την καθημερινή επαφή τους με τους υγιείς, τους μόλυναν και αυτούς. Το ίδιο συμβαίνει και με την φωτιά, που θρέφεται από όσες ξερές ή λιπαρές ύλες βρίσκονται εκεί κοντά […] η αρρώστια μεταδιδόταν από τον ένα στον άλλο με τόση ένταση και φυσικότητα […] δεν ήταν μονάχα πως ο συγχρωτισμός και η συνομιλία με τους αρρώστους την μετέδιδαν στους υγιείς, προκαλώντας τον θάνατό τους, αλλά και το ότι η επαφή με τα ρούχα ή με ό,τι είχαν αγγίξει οι πανουκλιασμένοι, φαινόταν να μεταδίδει την αρρώστια […] μερικοί φαντάζονταν πως μία ζωή λιτή και αποχής από κάθε περιττό επιβαλλόταν για την καταπολέμηση μιας τόσο φοβερής επιδημίας […] κλεισμένοι μέσα σε σπίτια όπου δεν υπήρχαν άρρωστοι κι όπου η ζωή περνούσε ευχάριστα, έτρωγαν με μέτρο ελαφρά φαγητά και έπιναν εξαίσια κρασιά […] δεν άφηναν κανέναν να τους μεταδώσει νέα απέξω σχετικά με την αρρώστια ή με θανάτους, και αρκούνταν να περνούν την ώρα τους με μουσική ή με όποια άλλη διασκέδαση μπορούσαν.
Άλλοι περνούσαν διαφορετική ζωή: να παραδίνονται αχαλίνωτα στο πιοτό και τις ηδονές, να τριγυρνούν στην πόλη γλεντώντας και με τραγούδι στα χείλια, να ικανοποιούν όσο περισσότερο μπορούν τα πάθη τους, να γελούν και παίρνουν στο αστείο τα πιο θλιβερά γεγονότα – αυτό ήταν, κατά τη γνώμη τους, το πιο σίγουρο φάρμακο για αυτή τη φριχτή αρρώστια […] πήγαιναν μέρα νύχτα από ταβέρνα σε ταβέρνα, πίνοντας δίχως ντροπή και μέτρο […] οι θεματοφύλακες και οι λειτουργοί του νόμου, ή άρρωστοι ήταν ή είχαν πεθάνει ή είχαν τόσο μεγάλη έλλειψη από βοηθούς, που τους ήταν αδύνατον να ενεργήσουν. Ο καθένας λοιπόν ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει.
Ο Βοκκάκιος, ωστόσο, δεν ήταν ο μόνος λόγιος που αναφέρθηκε στην πανώλη: ο φλωρεντινός λόγιος Πετράρχης, για παράδειγμα, έγραφε: «Ω, ευτυχισμένος ο λαός των επιγόνων, που δεν γνωρίζει αυτές τις δυστυχίες κι ίσως τη δική μας μαρτυρία συναριθμήσει στα παραμύθια», ενώ μια γνωστή επίκληση ανέφερε «Από πείνα, λοιμό και πόλεμο, απάλλαξέ μας, Κύριε». Ο χρονικογράφος Giovanni Villani, γράφει, επίσης, πως τέτοια ήταν η φρόνηση του Θεού για να καθαρίσει τα αμαρτήματα των ζωντανών.
Οι συνέπειες της «Μαύρης Πανώλης» στις μεσαιωνικές κοινωνίες ήταν ίσως βαρύτερο πλήγμα ακόμη κι από τις ανθρώπινες ζωές. Ο φόβος κυριαρχούσε· άνθρωποι τρομαγμένοι άφηναν τις πόλεις για την εξοχή. Η κοινωνία πίστευε πως επρόκειτο για Θεία τιμωρία.

Το Δεκαήμερο θεωρείται ένα από τα κλασικά κείμενα της ιταλικής λογοτεχνίας: διδάσκεται στα σχολεία και στα Πανεπιστημιακά ιδρύματα, ενώ αποτέλεσε και θεματολογία για τον κινηματογράφο. Ο σπουδαίος Pier Paolo Pasolini σκηνοθέτησε μια εκδοχή των ιστοριών αυτών το 1971. Κι εμείς σήμερα, με διαφορά αιώνων, πόσο μοιάζουμε σε πολλά σημεία του κειμένου! Και πόσο δεν πρέπει να επικρίνουμε τον Μεσαίωνα και να προσάπτουμε απερίσκεπτα το προσωνύμιο «σκοταδιστικός»… σε μια εποχή που δεν είχε παρά ελάχιστες ακόμα γνώσεις, αλλά ούτε και τα μέσα για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων!
Πηγές – Αναφορές:
- Η σημαντικότερη και πληρέστερη έκδοση του Decameròn σε επιμέλεια του V. Branca εκδόθηκε στη Φλωρεντία το 1960.
- Για ένα πλήρες βιογραφικό βλ. το λήμμα Giovanni Boccaccio του N. Sapegno στο Dizionario Biografico degli Italiani, τόμ. 10 (1968). Στο διαδίκτυο βρίσκεται στη διεύθυνση: http://www.treccani.it/enciclopedia/giovanni-boccaccio_%28Dizionario-Biografico%29/.
- Γενικά για την πανώλη βλ. O. J. Benedictow, The Black Death 1346-1353: The Complete History, Wiltshire 2004.
- Για το κείμενο που παραθέσαμε βλ. την έκδοση Βοκάκιος, Δεκαήμερον, μετάφραση Κοσμάς Πολίτης, Αθήνα, Γράμματα, 1993, Τόμος Πρώτος, σσ. 23-31.
- Για το χρονικό Βλ. Giovanni Villani, Nuova Cronica, επιμέλεια G. Porta, Fondazione Pietro Bembo/Guanda, Πάρμα 1991.