Από τη συλλογή υπό έκδοση “ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ, ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ”
Ένας ακόμη χειμώνας ψευτοχαμογελούσε έξω από ένα θαμπό παράθυρο της οδού Ορφ. Θα έμπαινε το δίσεκτο σε λίγους μήνες και η Ωντίλ ήταν σχεδόν σίγουρη πως ότι ως τώρα είχε γίνει ήταν καλώς γινομένο.
Πάμε;
Είχε παντρευτεί κι είχε χωρίσει σαράντα χρόνια πριν. Τον άχρηστο που φορτώθηκε στα νιάτα της, στα νιάτα της τον ξεφορτώθηκε, μην βρεθεί να πρέπει να γηροκομήσει έναν παλιόγερο που μάλλον θα σιχαινότανε. Το όνομα αυτού Μισέλ, μπας και χρειαστεί πουθενά.
Μετά, τι δώρο απ’ το Θεό, παιδιά δεν είχε, ούτε μ’ αυτόν, ούτε με κανέναν άλλον, ανίκανο σύζυγο ή πατέρα, ανίκανο σύντροφο, ανίκανο εραστή, ανίκανο άνθρωπο.
Όσο για την αδελφή της την είχε ευτυχώς βάλει στην θέση της από πολύ νωρίς. Και στην ζωή της και στην πολυκατοικία, την είχε ακριβώς από κάτω. Εκείνη, η Ωντίλ, στο ρετιρέ και η άλλη, η Νενέ, η δύσκολη, η ξινή, η γεροντοκόρη στον τρίτο, χωρίς μεγάλο μπαλκόνι, χωρίς γλάστρες και χωρίς γατιά.
“Να ζει κανείς με αυτό που διάλεξε, είναι ευτυχία” έλεγε πικρά αλλά με χαμόγελο, όλο νόημα, στην καρκινοπαθή φιλενάδα της από το Παρίσι που μιλούσανε πότε – πότε από το τηλέφωνο για να πει η μια στην άλλη “καλημέρα”. Μπηχτή ήταν η λέξη “Ευτυχία”. Που η άτυχή Ντοντό γέρναγε εξίσου μόνη, αλλά δυστυχισμένη, με κλονισμένη υγεία και λίγα λεφτά. Η Ντοντό ήταν 30 χρόνια αλκοολική και το αλκοόλ τώρα την τιμωρούσε.
“Τα διαλέγουμε τα τυχερά που μας συμβαίνουν, Ντοντό μου” της τόνιζε. “Ποιο το νόημα να κλαιγόμαστε μετά; Τις επιλογές μας λουζόμαστε”. Κι όταν έκλειναν το τηλέφωνο η Ντοντό θύμωνε κι έπινε πάλι κι η Ωντίλ, αυτό το ήξερε… Αλλά δεν μπορούσε να την λυπηθεί. Γιατί για κανέναν δεν ένοιωθε λύπη η Ωντίλ. Ίσως πρόσφατα να λυπήθηκε, για την τελευταία της γάτα που την χτύπησε ένα μοτοσακό. Και πριν πολλά – πολλά χρόνια για τον χαμό του μπαμπά της. Άντε να μην το κρύψουμε και για το Θέατρο. Αλλά καμιά λύπη ως τώρα δεν την νίκησε. Δεν το επέτρεψε, δηλαδή.
Για παράδειγμα, το Θέατρο, το είχε εγκαταλείψει πολύ νέα, όχι φυσικά επειδή ήταν μια μέτρια ηθοποιός – “ας έρθει κάποιος να πει ποιος είναι μέτριος σε αυτήν την ζωή και ποιος δεν είναι, αφού πρώτα καλά κοιτάξει μέσα του” – αλλά επειδή το Θέατρο είναι μια πολύ τοξική τέχνη, γεμάτη αντιζηλίες και τρικλοποδιές. Ναι! Το θέατρο δεν θα της έλειπε ποτέ πια, έπεισε τον εαυτό της πριν 30 χρόνια η Ωντίλ και έζησε καλά και χωρίς αυτό. Δεν απομακρύνθηκε ωστόσο και πολύ από το επάγγελμα. Φρόντισε να γίνει δασκάλα Ορθοφωνίας – και καλή δασκάλα – και να έχει στο Κονσερβατουάρ μια μόνιμη θέση, επαρκή για να ζει. Τις συναδέλφους ηθοποιούς τις κοιτούσε από μακριά, μέσα στις λιγότερο ή περισσότερο λαμπρές τους καριέρες και ξεφυσούσε με ανακούφιση.
“Είναι θαυμάσια η ζωή χωρίς την Σκηνή να σου καθορίζει κάθε χειμώνα, αν θα ΄σαι φέτος μέσα σε κάποιον θίασο ή όχι, αν θα πρέπει να περιοδεύσεις και αν θα σου τύχει να ξεβολευτείς, αν θα κοιμάσαι, χωρίς να τρέμεις μήπως ξυπνήσεις και σου ανακοινώσουν ότι το όνομά σου μπήκε δεύτερο ή τρίτο στην πρόσοψη του Θεάτρου”. Αν, αν, αν….
Το σπίτι που έφυγαν και τα 70 ως τώρα χρόνια της ζωής της ήταν πάντα ένα. Το ρετιρέ της Οδού Ορφ, στο κέντρο της πόλης, κληροδοτημένο από τον λατρευτό της πατέρα που έχασε νέα. Τον μοναδικό ίσως άντρα που άξιζε τον χρόνο της, τον Καθηγητή Πιάνου, Ανρί Φουρμί.
“Η Ωντίλ θα μένει επάνω και θα αγοράσουμε για την Νενέ, τον από κάτω όροφο, να είναι κοντά – κοντά τα κορίτσια, όταν πεθάνουμε εμείς” είχε πει στην γυναίκα του ένα βράδυ πρωτοχρονιάς, ο μπαμπάς κι η Ωντίλ κρυφάκουγε.
– Πφφφ, έκανε η μητέρα της…
– Γιατί ξεφυσάς Μαρί; ρώτησε ο μπαμπάς.
– Κοντά – κοντά κι αλάργα, γέλασε η Μαρί. “Είσαι γάτος, Ανρί! Αυτές, ειδικά η μεγάλη, δεν είναι για πολλές οικειότητες… καλύτερα η κάθε μια στο σπίτι της. Σκυλόπετσες κόρες”. Μισογέλασε κι ο Ανρί.
– Και να πεις πως δεν τα αγαπήσαμε αυτά τα κορίτσια… είπε εκείνος κι έβαλε να παίζει το αγαπημένο του πιάνο στο πικάπ. Το Fur Elise του Μπετόβεν.
Τσουγκρίσανε τα ποτήρια τους και φιλήθηκαν στο στόμα. Πολύ της άρεσε κι αυτό της Ωντίλ όταν το κρυφοκοίταξε. Δύο υπερήλικες να είναι ακόμη ερωτευμένοι και τόσο δεμένοι, την έκανε να νοιώθει πλήρης και αυτάρκης. Πήγε μετά στο δωμάτιο της αδελφής και της είπε σκληρά αντί για “Καλή Χρονιά, Νενέ” το αμίμητο που η Νενέ θα το θυμόταν μέχρι να πεθάνει: “Θα είσαι πάντα κάτω από μένα, Νενέ. Ο μπαμπάς κι η μαμά το ανακοίνωσαν μόλις.” Κι έκλεισε την πόρτα.
Το 1968, κάπου κοντά στα γεγονότα του Μάη, έφυγε ο μπαμπάς. Τον μετέφεραν στο Παρίσι αλλά δεν τον πρόλαβαν. Η μαμά τον ακολούθησε με ύποπτη χαρά, πεθαίνοντας χαμογελαστή στον ύπνο της, χωρίς να πάσχει από κάτι, στα μέσα του Καλοκαιριού και τα κορίτσια έμειναν μόνα 20 και 18, η μια από πάνω, η άλλη από κάτω, και κυρίως και οι δύο, κάτω από την σκιά ενός πολύ ταιριαστού ζεύγους γονέων που η μεταξύ τους συμβατότητα θα τις στοίχειωνε.
Η Ωντίλ σπούδαζε τότε την δραματική τέχνη στο Εθνικό και η Νενέ, μόλις έμπαινε ως αριστούχος στο Υπερεθνικό Ινστιτούτο Μετάφρασης και Διερμηνείας.
Στην κηδεία της μαμάς ίσα που βρέθηκαν για τα διαδικαστικά. Ξαναμιλήσανε το 1974 που η Ωντίλ παντρεύτηκε και στο τέλος του ’80 που η Ωντίλ χώρισε. Τον Μισέλ, τον άχρηστο. Στο Μιλλένιουμ περάσανε τις Γιορτές μαζί αλλά το βράδυ της Πρωτοχρονιάς η Νενέ πριν αλλάξει ο χρόνος κοπάνησε την πόρτα του διαμερίσματος της Ωντίλ φωνάζοντας: “Εύχομαι να ψοφήσεις κι εσύ κι οι γάτες σου, αύριο κιόλας”.
Η Ωντίλ δείπνησε μόνη στον ερχομό της νέας χιλιετηρίδας και κοιμήθηκε σαν πουλάκι ανάμεσα στις 4 τότε γάτες της. Με την κρίση της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, δοκίμασαν πολλές αποτυχημένες ανακωχές. Αλλά το μόνο που λύγισε κάπως την Ωντίλ δεν ήταν οι αποτυχίες επανασύνδεσης με την Νενέ αλλά που ένα – ένα τα γατιά της μεγάλωναν, αρρώσταιναν και πέθαιναν.
Τα χρόνια που το ρετιρέ της έσφυζε από γατιά είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Πάντως την τελευταία τριετία – τι σύλληψη; – η Ωντίλ προτίμησε να αντικαταστήσει τα αληθινά γατιά με ψεύτικα. Λούτρινα. Πονάνε οι αποχωρισμοί και οι απώλειες και για την Ωντίλ η μόνη καλή της σχέση με τον πόνο, ήταν όταν η ίδια τον προκαλούσε στους άλλους. Για την ίδια και ο πόνος, η φθορά, η ασθένεια και τα γηρατειά ήταν οι μεγάλοι εχθροί. Και τους εχθρούς ή τους νικάμε ή τους αποφεύγουμε. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο.
Και να! προ των πυλών ο φαρμακερός δίσεκτος νέος χειμώνας. Στην κηδεία της Ντοντό τον Οκτώβριο δεν πήγε. “Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς” μονολόγησε το επόμενο βράδυ, σχεδόν την ίδια ώρα που πάντα μιλούσαν στο τηλέφωνο. Πήρε ένα λιτό βραδινό και ξάπλωσε. Με κάτι αγγουράκια στα μάτια για τις ρυτίδες. Και με ωτοασπίδες μιας χρήσης. Στον ύπνο της είδε την Ντοντό να κλαίει. Ξύπνησε, μες το άγριο χάραμα και πήγε στον υπολογιστή της. Έστειλε ένα συλλυπητήριο μέιλ στους συγγενείς και έσβησε το τηλέφωνο της φίλης της από τις επαφές.
Μέσα στον Νοέμβρη έμαθε πως ο Μισέλ που είχε κρατήσει επαφή κυρίως για να μπορεί να ξεσπάει σε κάποιον όταν θύμωνε, δολοφονήθηκε άγρια στο πατρικό του σπίτι. Ο Μισέλ είχε κάποιες ιδιαιτερότητες, όπως το να συναντάει κρυφά τις νύχτες νεαρούς μετανάστες για σεξουαλική συντροφιά. Η Νενέ ανέβηκε κλαίγοντας για να της ανακοινώσει τα φρικτά νέα. Η Ωντίλ, που είχε να μιλήσει με την αδερφή της από πρόπερσι της είπε ωμά στην πόρτα χωρίς να της επιτρέψει την είσοδο: “Τον είχα προειδοποιήσει. Το κακό τέλος ήταν θέμα χρόνου.”
Πιο πολύ ταράχτηκε που η Νενέ έκλαιγε λες κι ο Μισέλ ήταν κάποτε δικός της άντρας παρά για το γεγονός καθ’ αυτό.
Αρχές Δεκέμβρη, απογευματινή ώρα, πριν καλά – καλά σκοτεινιάσει η Νενέ ξαναχτύπησε την πόρτα της Ωντίλ.
– Μπορώ να περάσω; ρώτησε με το βλέμμα στα πόδια της Ωντίλ.
– Τι τρέχει;
– Κοίτα… η τράπεζα μου παίρνει το σπίτι. Χρωστάω 150.000. Μη με ρωτήσεις πως και γιατί. Απλά δεν υπάρχει κανείς που θα μπορούσα απόψε να πάω να το πω αυτό και αισθάνομαι παντελώς ανυπεράσπιστη.
– Ξέρεις έχω μάθημα τώρα. Είναι μέσα ένας μαθητής μου από το Εθνικό που δίνει πτυχιακές πριν τις Γιορτές στο τραγούδι. Θα σου χτυπήσω εγώ πιο αργά.
Φυσικά αυτό δεν έγινε ποτέ. Την παραμονή των Χριστουγέννων ένα ασθενοφόρο μετέφερε την μισοπεθαμένη Νενέ στα επείγοντα. Είχε καταπιεί μια χούφτα ηρεμιστικά με πολύ αλκοόλ και την βρήκε στο πάτωμα η γυναίκα που της καθάριζε μια φορά τον μήνα το σπίτι. Την Νενέ την προλάβανε μα όταν βγήκε το διαμέρισμα του τρίτου στην οδό Ορφ είχε σφραγιστεί. Η Νενέ μετακόμισε στο σπίτι μιας φίλης της και ανάρρωσε εκεί. Η Ωντίλ την επισκέφτηκε μόνο μια φορά όσο ακόμη ήταν στην Εντατική. Κι ήταν η τελευταία φορά που οι αδελφές Φουρμί συναντήθηκαν.
Μπήκε το δίσεκτο. Στα γενέθλιά της η Ωντίλ δεν δέχτηκε παρά ευχετήρια μέιλ από τον διευθυντή του Κονσερβατουάρ και κάποιους λίγους μαθητές της. Ήταν μια Κυριακή στα μέσα του Γενάρη και είχε φωτίσει το αχανές διαμέρισμα των παιδικών της χρόνων από άκρη σε άκρη. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν το είχε ακόμη ξεστολίσει, παλαιά συνήθεια των γονιών της να το κρατάνε μέχρι την μέρα που η Ωντίλ θα μεγάλωνε ένα χρόνο ακόμη.
Είχε παρατάξει τα λούτρινα γατιά στον καναπέ να την κοιτάνε καθώς η ίδια θα έκοβε την μικρή της τούρτα με το ένα κεράκι. Δύο από αυτά τα σκέπασε με μια κουβέρτα και τα έβαλε να κοιτάνε αγκαλιαστά την βροχή που έπεφτε έξω από το παράθυρό της εκείνο το βράδυ. Ακατανόητο, αλλά για την Ωντίλ αυτό είχε μιαν εξήγηση. Τα λούτρινα αυτά τα ονόμαζε Ανρί και Μαρί. Όπως τον μπαμπά και την μαμά. Που συχνά στέκονταν στο μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στην κατάφωτη οδό Ορφ.
Έτσι πλυμένος από την βροχή ο δρόμος, με τους γονείς της να κοιτάνε τόσο ερωτευμένοι έξω και με το Fur Elise του Μπετόβεν να ξεχύνεται από τα ηχεία του μικρού της στερεοφωνικού στο μεγάλο της διαμέρισμα, η Ωντίλ έσβησε το κεράκι των 70 χρόνων της. Μοίρασε την τούρτα σε ισάριθμα πιατάκια όσα και τα γατιά, κι άφησε και δύο πιατάκια πλάι στο παράθυρο για την μαμά και τον μπαμπά.
Μετά έσβησε τα φώτα, έβγαλε από την πρίζα τα λαμπιόνια του δέντρου, έκλεισε την μουσική και ξάπλωσε. Άμα είσαι κακός άνθρωπος έχεις κάθε λόγο να φοβάσαι όταν είναι μια χρονιά δίσεκτη, όταν όμως έχεις την συνείδησή σου καθαρή μπορείς να ζεις την κάθε μέρα σου σαν καινούρια και η ζωή να σου χαρίζει αρμονία, ισορροπία, μακροημέρευση. Σε αυτό το κρίσιμα μεταβατικό βράδυ η Ωντίλ ονειρεύτηκε μια θαυμάσια νέα δεκαετία της ζωής της, από τα 70 στα 80 της.
Ετών 97, η Ωντίλ βγήκε λίγες μέρες μετά τα Χριστούγεννα από το ρετιρέ της Οδού Ορφ, σε οριζόντια θέση, μέσα σε ένα φέρετρο. Στην κηδεία της δεν πήγε κανείς. Ίσως γιατί όλοι που την ξέρανε και τους ήξερε, είχαν πεθάνει νωρίτερα από την τελευταία απόγονο της Οικογένειας των Φουρμί.
Το ρετιρέ της Οδού Ορφ βγήκε σε πλειστηριασμό και δόθηκε με όλες του τις αντίκες σε ένα νιόπαντρο ζευγάρι, τον Ανρί και την Μαρί Ζουστιφιέ. Έζησαν εκεί μέχρι τα βαθειά τους γεράματα, μια πολύ δεμένη σχέση που δεν την τάραξε τίποτα, πέρα από ένα παράπονο, κυρίως της Μαρί, που όμως ξεπεράστηκε με τα χρόνια: ότι δεν έκαναν δικά τους παιδιά. Και ούτε βέβαια, ακόμη και σαν σκέψη φευγαλέα πέρασε ποτέ, από τον λογισμό των Ζουστιφιέ, πως για μερικούς ανθρώπους, ίσως είναι ευλογία που δεν έγιναν ποτέ γονείς.