Από τη συλλογή υπό έκδοση “ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ, ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ”
Πόσες φορές δεν κοιτάχτηκα σε αυτό το καθρεφτάκι και πόσες φορές είδα έναν άλλον μην το ρωτάς…
Σήμερα μόνο άλλαξα τέσσερα πρόσωπα: του εραστή, του πρεζάκια, του κλέφτη και μόλις του ψεύτη.
Με αυτό, το τελευταίο μου πρόσωπο κάθισα στο πεζοδρόμιο. Άναψα ένα τσιγάρο με ένα ακόμη σπίρτο που παραλίγο να μου κάψει τα δάχτυλα. Κι έβαλα τα κλάματα.
Γιατί τα κάνω αυτά; Αν ζούσε η μάνα μου μπορεί και να μην τα έκανα, όλα αυτά που κάνω. Μπορεί και να δούλευα στην οικοδομή. Μπορεί και να είχα παντρευτεί και ταπεινά εκείνη να μεγάλωνε το εγγόνι της, μπορεί και να μην ψωνιζόμουνα ποτέ στους δρόμους. Αλλά πάλι ψέματα λέω. Αν ήταν το ψέμα νερό θα είχα πνιγεί μέσα του.
Σαν εραστής τα πάω συνήθως καλά. Αλλά δεν φιλάω στο στόμα. Αυτό μου το χρεώνουν. Το ξεπερνώ γιατί εγώ το φιλί δεν το καταλαβαίνω, μου είναι ξένο, περιττό και άχρηστο.
Σαν πρεζάκι πείθω χωρίς προσπάθεια. Πίνω ότι πίνεται. Από σκόνες. Προδίδω κάθε Θεό. Άριστα λέμε.
Σαν κλέφτης δεν έχω και πολλές αποτυχίες. Κλέβω με ευκολία γιατί κλέβω μόνο ότι είναι εύκολο να κλαπεί. Κλέβω αδύναμους και δεν μου βάζω δύσκολα γιατί δεν παίρνω ρίσκα.
Μόνο σαν ψεύτης γίνομαι χάλια. Κάθε λεπτό που παραποιώ την αλήθεια, αρρωσταίνω. Γεννήθηκα όμως έτσι. Αντιλαμβάνομαι την ζωή σαν ένα κουτό αστείο. Και την παγιδεύω στις αντανακλάσεις της, στα ψέματα, δηλαδή.
Λέω “Καλημέρα” και θα έπρεπε να πω “Στο διάολο όλοι”. Λέω “Σε αγαπάω” και θα έπρεπε να πω “Σε χρειάζομαι”. Λέω “Ευχαριστώ” και θα έπρεπε να πω “Στ’ αρχίδια μου”. Το ψέμα δεν είναι πράξη, ούτε λόγος είναι. Τρόπος να επιβιώνω είναι, αφού όλοι ψέματα θέλουν. Αν τους πεις την αλήθεια σε διώχνουν. Βρες μου έναν να μην θέλει το παραμύθι του. Εγώ κανέναν δεν ξέρω. Φτιάχνει ο άλλος μια εικόνα για σένα. Κι αν του την χαλάσεις το πληρώνεις ακριβά.
Σήμερα όμως ξεπέρασα την κόκκινη γραμμή. Το ψέμα μου σήμερα ήταν τεράστιο. Γιατί; θα με ρώταγε ο άνθρωπος αν μπορούσε να μιλήσει. Αλλά μετά το κρεβάτι, τον έδεσα, του βούλωσα το στόμα με μια μαξιλαροθήκη και τον έκλεψα. Στο τέλος του είπα: “Αυτό αξίζεις”. Και τον άφησα εκεί μέσα στο μπάνιο δεμένο, να τον βρούνε οι καμαριέρες το πρωί, που θα πάνε να καθαρίσουν.
Εγώ βγήκα με το ρούχο και το πορτοφόλι του στο δρόμο. Είχε μια φθινοπωρινή δροσιά και το μπουφάν του ήταν ότι καλύτερο. Πολύ ακριβό. Και μου πάει. Σταμάτησα μπροστά σε μια βιτρίνα με παπούτσια. Αύριο μόλις ανοίξουν τα μαγαζιά σκέφτηκα θα έρθω να πάρω αυτό το ζευγάρι μποτάκια. Με τα λεφτά του. Και δεν θα έχω ούτε τύψεις, ούτε τίποτα.
Ο τύπος ήθελε να μου κάνει σκόντο. Εγώ δεν δέχομαι εκπτώσεις στις υπηρεσίες μου. Όποιος με νοικιάζει για λίγο πληρώνει πρώτη ποιότητα. Το λέω από την αρχή. Κι αν θέλει έρχεται. Αυτά σκεφτόμουν όταν με πλησίασε ο Άγγελος.
Κατάλαβα αμέσως πως δεν ήταν άνθρωπος. Από την βιτρίνα. Με την άκρη του ματιού μου το είδα. Δεν φαινότανε μέσα. Και φυσικά δεν ήταν δαίμονας. Τους ξέρω αυτούς, κάθε μέρα τους νταραβερίζομαι. Και κάθε μέρα τους κερδίζω για πλάκα. Όχι αυτός ήτανε Άγγελος και τον έστειλαν να με μαζέψει.
“Που πας τώρα” μου είπε καθώς απομακρυνόμουν βιαστικά. “Σπίτι” μουρμούρισα και επιτάχυνα. “Πίσω θα πας” μου είπε αυστηρά, “Σπίτι δεν έχεις… Μπρος!”
Έκανα τον γερμανό. Με άρπαξε από το μπράτσο. Φορούσε στολή. Σαν μπάτσος ήταν, αλλά δεν ήταν. “Άσε με” φώναξα. Μου έδωσε μια μπουνιά. Με πήραν τα αίματα. Δέρνουνε οι Άγγελοι; αναρωτήθηκα από μέσα μου. Το άκουσε. “Εγώ ναι” μου απάντησε. “Είναι η τελευταία σου ευκαιρία.
Πίσω θα πας. Θα λύσεις τον άνθρωπό που έδεσες, θα του ζητήσεις συγνώμη και θα του δώσεις πίσω ότι του πήρες”. Έκανα τον τρελό. “Είσαι με τα καλά σου άνθρωπέ μου” του είπα. “Μήπως με περνάς για άλλον;” Τρίτη μπουνιά. “Δεν θες απόψε να είναι το τελευταίο σου βράδυ εδώ ε; Κάνε ότι σου λέω. ΤΩΡΑ!”
Βάλθηκα να τρέχω αλλά με πρόλαβε. Παλέψαμε στο πεζοδρόμιο και με κάρφωσε στα τσιμέντα. Σκίστηκε το μπουφάν. Σήκωσε το χέρι του για τέταρτη φορά.
“Θα πάω” φώναξα. “ΣΤΑΜΑΤΑ!”
Κατέβασε το χέρι του, με σήκωσε όρθιο. Με ξεσκόνισε. Μου σκούπισε το αίμα από τα χείλη. “Τράβα” μου είπε ήσυχα μετά.
Μπήκα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ο άνθρωπος είχε συρθεί από το λουτρό στο δωμάτιο κι είχε χάσει τις αισθήσεις του. Ήταν κοντά στα 60. Τον έλυσα. Του έβγαλα την μαξιλαροθήκη από το στόμα και του έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο. Μόλις συνήλθε και με είδε άρχισε να τρέμει σαν το ψάρι. Τον πήρα στην αγκαλιά μου. Τον καθησύχασα.
Τον χάιδεψα. Ήθελα να του πω: “Ήρθε ο φύλακας Άγγελος σου και με βρήκε. Σου ζητάω συγνώμη. Από το πορτοφόλι σου λείπουν μόνο τα λεφτά που ξόδεψα για ένα κουτάκι σπίρτα, τσιγάρα κι ένα σουβλάκι. Όλα τα άλλα είναι εδώ.” Δεν είπα λέξη. Μόνο του ψιθύρισα φεύγοντας: Συγνώμη. Το μπουφάν του το άφησα στο στρώμα με τα τσαλακωμένα σεντόνια. Ανεπαίσθητα σκισμένο. Εκείνος ηρέμησε σιγά – σιγά αλλά με κοιτούσε σαν να έβλεπε ξωτικό.
Όταν βγήκα στον δρόμο κρύωνα πολύ. Άναψα ένα τσιγάρο. Και τρία στενά παρακάτω κάθισα στο κράσπεδο. Εδώ που είμαι τώρα. Η ντάγκλα είχε αρχίσει να υποχωρεί. Δεν ήξερα αν όλα όσα έζησα ήταν πραγματικά ή τα φαντάστηκα. Για ένα ήμουν σίγουρος. Πως σε λίγο θα με έπιαναν πάλι τα στερητικά. Το φθινόπωρο θα γινόταν χειμώνας. Χριστούγεννα. Λαμπιόνια παντού. Και λερωμένο χιόνι. Κι εγώ έτσι καθισμένος εκεί στην άκρη του πεζοδρομίου να κλαίω.
Για την ανημποριά μου να πω την αλήθεια: Πως δεν πήγα απόψε πουθενά, πως τίποτα από όσα έζησα δεν έγινε. Πως είμαι τρεις ώρες τώρα κολλημένος εδώ, φτιαγμένος. Και πως σε λίγο θα τρέμω σαν το ψάρι, σαν τον φουκαρά που ποτέ δεν έδεσα, ποτέ δεν έκλεψα, ποτέ δεν αγκάλιασα. Και πως δεν υπάρχουν Άγγελοι. Τουλάχιστον για μένα.
Άναψα με το τελευταίο μου σπίρτο το τελευταίο μου τσιγάρο. Και πριν αφήσω την τελευταία μου ανάσα στο χιόνι, άστραψε μπροστά μου στα λευκά η μάνα μου, άπλωσε τα χέρια της και μου είπε πιο όμορφη από ποτέ: Μην κλαις αγόρι μου, αύριο θα είναι μια υπέροχη καινούργια μέρα κι εσύ θα είσαι καλά, πολύ καλά. Και δεν θα ξαναπείς ψέματα. Μόνο την αλήθεια. Όλη την αλήθεια.
Έβγαλα από την τσέπη μου το καθρεφτάκι αυτό και λίγο πριν πεθάνω, έσπασα πάνω του μια μισή καβατζωμένη δόση που κράτησα για τα δύσκολα.
Πόσες φορές δεν κοιτάχτηκα σε αυτό το καθρεφτάκι και πόσες φορές είδα έναν άλλον μην το ρωτάς…
Όπου να ‘ναι θα ξημερώσει. Και θα καβαλήσω το άλογο μου που με περιμένει δεμένο εκεί στην γωνία του δρόμου. Και θα τραβήξω καλπάζοντας για το πρωινό δάσος της πάχνης.
Δίχως τσιγάρα, δίχως τα σπίρτα μου και δίχως να έχω ανάγκη κανένα παραμύθι.