Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
όμως η μοίρα μας πάντα νικά
και τα σαρώνει και μας σαρώνει
και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.
Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες, αισθήματα, πέπλα, στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγές
ριγμένα ανάκατα μαζί μ’ εμάς
(πες μου που πάμε; πες μου που πας;)
πάνω απ’ το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα
γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα
(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν;)
και τεντωμένα σαν τις χορδές
μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Δες
και την καρδιά μας∙ ένα σφουγγάρι,
στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή.
Μέση Ανατολή, Αύγουστος ’43
Γιώργος Σεφέρης «Θεατρίνοι, Μ.Α.»
Αν μπορούσε όλη μου η ζωή να περιστρέφεται γύρω από το θέατρο, θα ήμουνα πάρα πολύ ευχαριστημένη.
Δυστυχώς, η πεζή πραγματικότητα με κάνει πολλές φορές να ξεχνάω όλη αυτή τη μαγεία που περικλείει ουσιαστικά η λέξη και η έννοια θέατρο. Πλησιάζεται λίγο στις πρόβες, αλλά και πάλι…
Για να … πλησιάσω λοιπόν ξανά σε αυτή τη μαγεία, εκτός του ότι βλέπω συχνά κι άλλες παραστάσεις, στις οποίες δεν παίζω, τον ελεύθερο (ελάχιστο) χρόνο που μου απομένει, διαβάζω ό,τι έχει σχέση με αυτό.
Ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία (το οποίο δεν το έχω τελειώσει και αυτό συμβαίνει επίτηδες διότι δεν θέλω να τελειώσει) είναι το: “Ο Ηθοποιός” του Ζαν Ντιβινιό.
Στόχος της μελέτης του Ντιβινιό είναι να ανασυνθέσει την εξέλιξη της επαγγελματικής πορείας του ηθοποιού και να εξετάσει τη θέση του και το ρόλο του θεάτρου στις ιστορικά δοσμένες κοινωνικές δομές.
Ουσιαστικά, να ενώσει το θέατρο με τον κόσμο.
Ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου έχει τίτλο “ο ηθοποιός νομάς και ο ηθοποιός υπάλληλος”. Αυτός ακριβώς ο τίτλος (και όχι ακριβώς το περιεχόμενο) μου έδωσε και το έναυσμα ώστε να ασχοληθώ με ένα θέμα για το οποίο ελάχιστα γνωρίζουμε, ειδικά η γενιά μου.
Και αυτό δεν είναι άλλο από τα θεατρικά μπουλούκια που όργωναν την Ελλάδα από τις αρχές της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους, ιδιαιτέρως από το β’μισό του 19ου αιώνα και μετά!
Ο Ορισμός
Η λέξη μπουλούκια προέρχεται από την τούρκικη λέξη bölük. Και σημαίνει ουσιαστικά ομάδα ανθρώπων. Συγκεκριμένα για το θέατρο, η λέξη μπουλούκι περιγράφει μία ομάδα ηθοποιών, έναν μικρό περιφερόμενο θίασο, ο οποίος ταξίδευε είτε με μέσα είτε με τα πόδια για να παρουσιάσει μία παράσταση από τη μία άκρη της χώρας σε μία άλλη.
Η ιστορία τους
Ο Θέσπις ήταν Έλληνας ποιητής και θεωρείται συνήθως ο ιδρυτής του δράματος αφού ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε στα έργα του υποκριτή, παράλληλα με το χορό και τον κορυφαίο. Ο Θέσπις περιέφερε τους ηθοποιούς του με ένα κάρο («άρμα Θέσπιδος») το οποίο χρησίμευε και ως σκηνή. Έτσι, το ελληνικό θεατρικό μπουλούκι είναι μάλλον απευθείας απόγονος του «άρματος Θέσπιδος».
Η άνθησή του ξεκίνησε γύρω στο 19ο αιώνα, λίγο μετά από την ίδρυση του επίσημου ελληνικού κράτους.
Η ελληνική οικονομία στηριζόταν τότε σε αγροτικές εργασίες, στην οικοτεχνία και τη μικρή βιοτεχνία. Η επαρχία είχε πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό, σε αντίθεση με τις μεγάλες πόλεις. Έχοντας στο αίμα μας το θέατρο, ο πολιτισμός «ζητούσε» να ανθίσει παντού.
Η έλλειψη υποδομών μακριά από τις πόλεις (από τότε!) δεν επέτρεπε την ίδρυση μόνιμων θιάσων με σταθερή έδρα. Ετσι, εμφανίζεται το φαινόμενο των μπουλουκιών. Επιπλέον, τα ελάχιστα αστικά θέατρα, αδυνατούσαν να απορροφήσουν πολλούς ηθοποιούς. Βασικός λόγος λοιπόν που οι ηθοποιοί έγιναν «μπουλουξήδες» ήταν η … επιβίωση.
Οι θεατρίνοι των μπουλουκιών έπαιζαν ακόμα και για να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαγητό. Υπήρχε εισιτήριο της τάξεως των 2-5 δραχμών, αλλά στα πολύ μικρά χωριά δεν υπήρχε ούτε αυτό! Ο κόσμος πλήρωνε με ….τον τρόπο του: ψωμί, ζώα, αυγά κλπ κλπ.
Τα έξοδα μετακίνησης καλύπτονταν, καθώς ταξίδευαν με όποιον τρόπο μπορούσαν: ωτοστόπ, τρένα και λεωφορεία με τις φθηνότερες θέσεις, με γαϊδούρια και πολλές φορές, με τα πόδια!
Με ελάχιστα μέσα, πρόχειρα σκηνικά, φτωχικά κοστούμια, αλλά με πολλή αγάπη και με στόχο να προσφέρουν θέαμα στον κόσμο, οι μπουλουξήδες περιφέρονταν σε κωμοπόλεις και χωριά της επαρχιακής Ελλάδας.
Έπαιζαν σε καφενεία, αποθήκες, πλατείες, σχολεία ή και ακόμη και σε σκηνές/τσαντίρια που οι ίδιοι έστηναν. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από την εφημερίδα ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ στις 9 Μαρτίου 1883:
«Εν Βόλω δίδει παραστάσεις θίασος υπό τον κ. Ανδρονόπουλον όστις ήρχισε δια του Οθέλλου. Ως θέατρον διεσκευάσθη προσηκόντως του καφενείου Ζαλούχου».
Ο βίος τους, πλανόδιος & νομαδικός, τους έκανε να φτάσουν εκεί όπου δεν έφταναν μεγάλοι και αναγνωρισμένοι θίασοι της εποχής. Αυτό δε σημαίνει ότι όποιος θίασος περιόδευε ήταν «μπουλούκι».
Μπουλούκια ήταν θίασοι αυτόνομοι και αυτάρκεις από άποψη στέγασης και εξοπλισμού, με σταθερή σύνθεση και ρεπερτόριο.
«Κλασικά» έργα μπουλουκιών θεωρούνταν μεταξύ άλλων: «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας», η «Γκόλφω», «Η ωραία του πέραν», «Ο κουρσάρος», «Εσμέ η Τουρκοπούλα» «Μαρία Πενταγιώτισα», «Η Κασσιανή», «Η Γενοβέφα», «Αι δύο Ορφαναί».
Βασικό μέρος το ρεπερτορίου δε, αποτελούσαν «νούτικες κωμωδίες» (από το νου). Οι κωμωδίες αυτές δεν είχαν καθόλου κείμενο: βασίζονταν στον αυτοσχεδιασμό του ηθοποιού, έχοντας βέβαια μια «ραχοκοκκαλιά» ώστε να μην χάνεται η υπόθεση, και άλλαζαν λόγια και καταστάσεις, ανάλογα με τις συνήθειες της περιοχής ή της επικαιρότητας.
Όσο μεγαλύτερο ρεπερτόριο είχε ο θίασος, τόσο περισσότερο μπορούσε να μείνει σε ένα μέρος ,αλλάζοντας έργο κάθε βράδυ. Γιατί οι «μπουλουξήδες» δεν σταματούσαν πουθενά! Μπορούσαν κάθε βράδυ να παίζουν κάτι διαφορετικό!
Σε κάποιες περιπτώσεις, οι ηθοποιοί των περιφερόμενων αυτών θιάσων ήταν μέλη ίδιων οικογενειών.
Για να συνειδητοποιήσουμε πόσο μεγάλο «σχολείο» ήταν τα μπουλούκια για τους ηθοποιούς, αξίζει να αναφέρουμε ότι μέλη τέτοιων θιάσων υπήρξαν αρκετοί γνωστοί και δημοφιλείς ηθοποιοί της νεότερης Ελλάδας όπως η Σπεράντζα Βρανά, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Κώστας Χατζηχρήστος, η Καλή Καλό, ο Κώστας και Γιώργος Γακίδης, ο Στέφανος και η Αλέκα Στρατηγού, καθώς και οι οικογένειες Στέφανου και Κατίνας Καλουτά με τις γνωστές κόρες Άννα και Μαρία, τα γνωστά τότε «Καλουτάκια», την οικογένεια Κοτοπούλη όπου έπαιξε σε ηλικία 12 χρονών στον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας»- η κατόπιν μεγάλη Μαρίκα Κοτοπούλη-, η οικ. Νέζερ, η οικ. Πρεβελέγγιου, ο Βεάκης, ο Μουσούρης, ο Αυλωνίτης, ο Μαυρέας.
Όσοι δηλαδή στην πορεία, αποτέλεσαν την «αφρόκρεμα» του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου.
Γιατί ενώ τα μπουλούκια γνώρισαν μέρες δόξας, σιγά σιγά εξαφανίστηκαν από την παράδοση; Πρώτον, διότι από το 1950 κ.ε. άρχισαν να ιδρύονται περιφερειακά θέατρα (τα σημερινά ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ) και δεύτερον και κυριότερο, από το 1960 άνθισε ο ελληνικός κινηματογράφος.
Παίζονταν παντού ταινίες, ακόμη και σε αυτοσχέδιους κινηματογράφους, ενώ σιγά σιγά έκανε την εμφάνισή της, η τηλεόραση. Έτσι, κάθε σπίτι είχε πρόσβαση στην διασκεδάση και δεν χρειαζόταν πλέον να περιμένουν… τα μπουλούκια.
Το θεατρικό μπουλούκι και η επιρροή στην κοινωνία
Ο «θεσμός» του ελληνικού μπουλουκιού έχει μακρόχρονη ιστορία και αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι της πολιτισμικής διαδρομής της Ελλάδας. Σίγουρα, δεν μπορούν να καλυφθούν τα ιστορικά στοιχεία σε μερικές αράδες. Και σίγουρα, δεν μπορούμε να ξέρουμε και ποια ήταν η συνολική προσφορά τους στη διαμόρφωση της τότε κοινωνίας.
Ταξιδευτές είναι και οι ηθοποιοί: νομάδες και περιπλανώμενοι, από τον ένα ρόλο στον άλλον κι άρα, από τη μία ζωή στην άλλη. Ακροβάτες ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα.
Γνωρίζουμε ότι το πέρασμά τους από την ελληνική επαρχία γινόταν – κατά κανόνα – αποδεκτό με ευχαρίστηση από τον κόσμο. Υπήρχαν ωστόσο μερικές περιπτώσεις που η παρουσία και το θέαμα των μπουλουκιών θεωρούνταν πρόκληση:
οι «θεατρίνοι» προκαλούσαν γιατί άντρες και γυναίκες έμεναν μαζί, έβλεπαν ο ένας τον άλλον γυμνούς για να αλλάξουν ρούχα, τάχα ερωτεύονταν, τάχα παντρεύονταν κ.ο.κ.
Ό,τι κι αν έκαναν οι θιασάρχες (φρόντιζαν τα σχήματα να είναι οικογενειακά και τα υπόλοιπα μέλη να είναι όσο το δυνατόν ζευγάρια για να μην προκαλούν), η προκατάληψη για τα αξιοπερίεργα όντα που λέγονται ηθοποιοί, που έκαναν πως «ζούσαν» άλλες ζωές, ήταν βαθιά ριζωμένη.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η προσφορά του θεατρικού μπουλουκιού στη διάδοση της θεατρικής παιδείας σε όλη τη χώρα, ήταν σπουδαία.
Σίγουρα, αναβαθμίστηκε το πολιτιστικό επίπεδο των ανθρώπων της υπαίθρου. Επιπλέον, οι μεταφερόμενοι θίασοι ήταν ένας βασικός τρόπος διάδοσης των νέων από τη μία περιοχή στην άλλη, ενώ τους έφερναν και σε επαφή με έναν κόσμο, που ίσως ήταν αρκετά «ξένος» και απομακρυσμένος από αυτούς: η μόδα, η αστική τάξη και η συμπεριφορά της κ.α.
Ένα απλό μέσον ψυχαγωγίας αποτέλεσε για παραπάνω από μισό αιώνα κομμάτι της ιστορίας.
Οι μπουλουξήδες κράτησαν ζωντανό το πλανόδιο θέατρο, διέδωσαν την τέχνη σε κάθε απόμακρη γωνιά της Ελλάδας και κατάφεραν, παρόλα τα στοιχειώδη μέσα που διέθεταν, να αποτελέσουν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία του επαγγελματικού θεάτρου.
Πολύ περισσότερο δε, αποτέλεσαν βασική αισθητική και θεματική επιρροή για τον εμπορικό κινηματογράφο και την επιθεώρηση.
Όσο για σήμερα, ίσως η φράση «μπουλούκι» έχει πάρει αρνητική χροιά. Θα διαφωνήσω με όσους το χρησιμοποιούν αρνητικά και θα παραθέσω τα λόγια του Κ. Γεωργουσόπουλου, που βρίσκονται στο πρόγραμμα μιας εκδήλωσης πρίν μερικά χρόνια:
«Η αστική μας σοβαροφάνεια και ένα σύνδρομο μιας ηθικολογούσας σεμνοτυφίας, που κυριαρχεί ακόμα και στον κόσμο του θεάτρου, οδήγησε σε μια περιφρόνηση, ακόμη και από την πλευρά των ιστορικών και των θεωρητικών του νεοελληνικού θεάτρου, του φαινομένου που ονομάστηκε με απαξίωση “θεατρικό μπουλούκι”. Προσωπικά, και το έχω δημόσια και πολλές φορές διατυπώσει, είδα πολύ θέατρο και έμαθα την αλφάβητο του θεάτρου από περιοδεύοντα μπουλούκια που συγκροτούσαν μεγάλοι μαστόροι, υπεύθυνοι σκυταλοδρόμοι της αδιάκοπης πορείας των αγίων μίμων μέσα σε σκοτεινές ή ημιφωτισμένες ατραπούς».
Η Ελένη Ζαφειρίου
Και η Ελένη Ζαφειρίου ανήκε σε οικογένεια μπουλουξήδων και έπαιξε και πολλές φορές ως παιδί, μέχρι που έγινε ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Στο βιβλίο της: «Τι να σου πρωτοθυμηθώ βρε μάνα» (εκδ. Πανός, Αθήνα 1991) περιγράφει πώς αποφάσισε να γίνει ηθοποιός και μέσα σε όλα, μεταφέρει συνειδητά ή ασυνείδητα, τη διαφορά μεταξύ θεάτρου και μπουλουκιών:
«Θα έχω να το λέω ότι οι ηθοποιοί των μπουλουκιών ήταν υπέροχοι άνθρωποι. Ήταν αγνοί, τρυφεροί, καλόκαρδοι, δεν τσιγκουνεύονταν να εκφράσουν τα ευγενικά αισθήματά τους ακόμα και με προσωπική θυσία, οικονομική και καλλιτεχνική. Αυτός είναι ο λόγος που όταν μπήκα στον κύκλο των μεγάλων καλλιτεχνών ξεχώρισα ελάχιστους με αυτά τα χαρίσματα, και τους λάτρεψα. […]Μια μέρα [ η μάνα μου] μου λέει «αύριο ή μεθαύριο να πάμε να δεις ένα έργο που το ξέρεις κι έχεις παίξει» […] σε λίγο φτάσαμε στο «Εθνικό Θέατρο». […] Θεέ μου, τι έκπληξη ήταν αυτή μόλις αντίκρισα το σκηνικό![…]Παρακολουθώντας αυτή την παράσταση, νοερώς αποφάσισα να ακολουθήσω το επάγγελμα του ηθοποιού, αλλά σ’ αυτό το χώρο. Στο φινάλε τους αποθέωσαν. Εγώ δεν είχα συνέλθει. Βρισκόμουν μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Όταν βγήκαμε απ’ το θέατρο και πήραμε τον κατήφορο για το σπίτι μας η μάνα μου με ρωτούσε πως μου φάνηκε η παράσταση. […] Ο νους μου ήταν πώς θα μπορέσω να βρω τρόπο να μπω σ’ αυτό το χώρο. Ήξερα ότι η μάνα μου εκτός που δεν ανήκε σ’ αυτό το καλλιτεχνικό περιβάλλον, αλλά και αν ακόμα τους γνώριζε, θ’ αντιδρούσε. Δεν θα με βοηθούσε, γιατί μόνο για ηθοποιό δεν με προόριζε».
«Ο ΘΙΑΣΟΣ» του Θ. Αγγελόπουλου
Η ωραιότερη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Ο Θίασος», αποτελεί μεταξύ άλλων ένα μέσο για να δημιουργήσουμε μια πολύ καθαρή εικόνα της ζωής των μπουλουκιών:
Η ταινία ακολουθεί τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα από το 1939 μέχρι το 1952, ο οποίος προσπαθεί να παρουσιάσει μια θεατρική παράσταση του βουκολικού δράματος του Περεσιάδη, Γκόλφω η βοσκοπούλα. Μπροστά μας ξεδιπλώνεται τόσο η πολιτική ιστορία της Ελλάδας, όσο και η ιδιωτική ζωή των μελών του θιάσου, που είναι ταυτόχρονα και μέλη της ίδιας οικογένειας.
https://www.imdb.com/title/tt0073800/?ref_=ttfc_fc_tt
Ο νομαδικός χαρακτήρας του θεάτρου
«Η θεατρική τέχνη, σε κάθε λογής εκδήλωση της, συνεχίζεται αδιάκοπα. Το θέατρο μεταφέρει τα τσαντήρια του και τα παιχνίδια του από της δωρικές πολιτείες της αρχαίας Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη των τελευταίων Παλαιολόγων αφού πρώτα θρέψει με την ζωντανή του παράδοση της χώρες της Ανατολής και σ’ αντανάκλαση της Δύσης» Αλέξης Σολομός
Από τις λατρευτικές διονυσιακές τελετές μέχρι το άρμα Θέσπιδος, από την κομέντια ντελ’ άρτε στα μπουλούκια, κι από εκεί στα σημερινά θέατρα, αντιλαμβανόμαστε ότι το θέατρο ήταν και είναι μια τέχνη… νομαδική. Αυτή είναι η γνήσια μορφή θεάτρου: ένα ταξίδι στον τόπο και στον χρόνο. Μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Ταξιδευτές είναι και οι ηθοποιοί: νομάδες και περιπλανώμενοι, από τον ένα ρόλο στον άλλον κι άρα, από τη μία ζωή στην άλλη. Ακροβάτες ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα.
Όσο για σήμερα; Ναι, τα πράγματα άλλαξαν. Όλοι οι ηθοποιοί ψάχνουν μια στέγη. Κι αν περιοδεύσουν, πάλι θα το κάνουν υπό άλλες, πιο σύγχρονες συνθήκες.
Και έτσι πρέπει. Τα πράγματα… εξελίσσονται.
Πώς όμως μπορούμε να έχουμε καλύτερες συνθήκες και παράλληλα, να διατηρήσουμε την αυθεντικότητα εκείνων των εποχών; Εκείνων των ανθρώπων; Εκείνων των ηθοποιών; Εκείνων των…. «μπουλουξήδων»;
Discussion about this post