Άνοιξε τυχαία το συρτάρι ενός ντουλαπιού, στην κρεβατοκάμαρά του, όπου αποθήκευε, “πέταγε κυριολεκτικά” – ή, έστω, εναπόθετε – δεκάδες ανομοιογενή πράγματα,
–άδειες πλαστικές θήκες από διάφορα αντικείμενα, κινητά τηλέφωνα, μια φωτογραφική μηχανή, ένα μέτρο, ένα μονό γάντι, ένα στρογγυλό, σιδερένιο κουτί με παραμάνες, βελόνες, δείγματα από κλωστές, ένα μπρελόκ, αχρησιμοποίητα κορδόνια παπουτσιών, πάνινες θήκες από φθηνές κινέζικες ομπρέλες, ένα παλιό, μικρό σεσουάρ, ανταλλακτικά που κάποτε περιείχαν αντικουνουπικό υγρό, μια αχρησιμοποίητη λαμπάδα του Πάσχα, μια-δυο ή και περισσότερες τσατσάρες, περισσευούμενους κρίκους από μια πλαστική κουρτίνα μπάνιου, θήκες γυαλιών…
…ένα κομμάτι σπασμένου κεραμικού από ένα ιδιόχειρο, σύγχρονο βάζο που του είχε χαρίσει ένας φίλος του καλλιτέχνης, ένα διακοσμητικό μπουκαλάκι, ένα σφιγκτήρα λάστιχου για πότισμα, το πόμολο ενός συρταριού, μια κλειδαριά χωρίς το κλειδί της, δυο-τρεις σακουλίτσες δώρων, μια μικρή, ξύλινη κρεμάστρα χωρίς το άγκιστρό της και άλλα.
Παλιά, σ’ αυτό το συρτάρι έβαζε πράγματα που τα χρησιμοποιούσε συχνά, όπως ένα πιεσόμετρο ή ένα φακό, αλλά σιγά-σιγά αυτό έγινε, με μια-δυο εξαιρέσεις, μια αποθήκη ξεχασμένων, αποσπασμένων και αποκομμένων πραγμάτων.
Δεν μπορούσε να διανοηθεί, ότι πιθανώς κάποια στιγμή θα μπορούσε να πετάξει όλα αυτά τα πράγματα.
Ορισμένα θα μπορούσε να ξαναβρούν το ταίρι τους, να χρησιμοποιηθούν κάποτε και να δικαιωθεί έτσι η συνεχής διατήρησή τους. Αν αντίθετα τα πετούσε, τότε ίσως και να έψαχνε κάποια απ’ αυτά, ίσως να του ήταν ξαφνικά αναγκαία, να τα επανανακάλυπτε.
Το ίδιο ίσχυε και για μερικά ακόμα σημεία στο υπόλοιπο σπίτι, όπως οι απόμερες γωνιές σε ορισμένα δωμάτια ή η επάνω μεριά ενός επίπλου.
Στην αποθήκη, για παράδειγμα, όπου είχε τοποθετήσει με τάξη και λογική πράγματα που του χρησίμευαν κατά περιόδους –το δέντρο και τα χριστουγεννιάτικα στολίδια, τα είδη εξοχής, τα εργαλεία, τις μπογιές, κάποια κλειδιά, τις εφεδρικές λάμπες καθώς και έπιπλα και αντικείμενα που απλώς δεν χωρούσαν στο υπόλοιπο σπίτι– ακόμα κι εκεί υπήρχαν ένα-δυο συρτάρια που κανείς δεν ήξερε πώς γέμισαν, με αυτά τα παρατημένα, υποβαθμισμένα, κάθε λογής απαξιωμένα είδη.
Είδη γραφείου, σελιδοδείκτες, αχρησιμοποίητες μπαταρίες, κλειδιά, μικρές βούρτσες, καλώδια, dvd που τελικά ποτέ δεν είδε κανείς, θήκες, εγχειρίδια οδηγιών, ένα νόμισμα βασιλόπιτας, περίεργοι συνδετήρες, καρμπόν, φάκελοι, ασφράγιστα γραμματόσημα, στυλό, μολύβια, παλιοί φορτιστές…
Όλα τα αντικείμενα ενός σπιτιού μπορείς, αν θέλεις, να τα τακτοποιήσεις και να τα ταξινομήσεις. Αυτά όχι. Σα να ανήκαν στον εαυτό τους και πουθενά αλλού, καθώς βρίσκονταν εκεί από καιρό, το ένα δίπλα στο άλλο, “μονά”, ξεχασμένα.
Ίσως και μέσα στο μυαλό του, σκέφτηκε, εκεί όπου όλα είναι ταξινομημένα ή μπορούν να συνδυαστούν, να ανακληθούν ή να ανασυντεθούν, στον ακαθόριστο και απρόσιτο γι αυτόν, αλλά τόσο λειτουργικό “χώρο” της μνήμης,
– το χώρο της σκέψης και της επαγωγής, της βούλησης, της λογικής και των συναισθημάτων, κυρίως όμως της φαντασίας, ίσως να υπάρχουν κι εκεί κάποια “συρτάρια”, που μέσα τους βρίσκονται πεταμένα, αποκομμένα, “θαμμένα” κάποια υπολείμματα σκέψεων, ενεργειών ή ερεθισμάτων.
Ίσως να βρίσκονται εκεί, ανολοκλήρωτα και μεμονωμένα, κάποια στιγμιότυπα, γεγονότα, επιθυμίες, κινήσεις, συναισθήματα και εντυπώσεις, με δυο λόγια αίτια ή αιτιατά, από μεγαλύτερες αλληλουχίες,
μικρά τμήματα ενεργειών και βιωμάτων, αποφάσεων και συγκινήσεων, παρορμήσεων και απολαύσεων, “ρετάλια” εκπλήξεων ή στοχαστικών αναπολήσεων, αντεγκλήσεων και συνειρμικών προσεγγίσεων, επιθυμιών και απογοητεύσεων, αυτόματων αντιδράσεων ή μελετημένων ενεργειών.
Απομεινάρια του παρελθόντος.
Που ίσως ξέρει κανείς πού – αλλά δεν
μπορεί – να τα εντάξει,
να τα επανασυρράψει, δηλαδή, στο γεγονός απ’ όπου προέρχονται, απ’ όπου ξεγλίστρησαν και τελικά αποκόπηκαν.
Και από το οποίο –αν κανείς ήξερε και μπορούσε να το επαναφέρει στη μνήμη του – θα έλειπαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αισθητό και άμεσα αντιληπτό.
Όλα αυτά ήταν αναγκαίοι –κάποτε– κρίκοι, μικροί ή και μεγάλοι, κάποιας διαδικασίας.
Έτσι όπως αποσπάστηκαν, για άγνωστο λόγο, από το σύνολο, όπως ένα καρέ αποκόβεται από ένα κομμάτι ταινίας, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει την έλλειψή τους, μια και το μάτι επαναλαμβάνει και τοποθετεί, στη θέση αυτού που λείπει, το διπλανό του καρέ.
Ένα χάδι.
Μόνο του.
Ένα πλατάγισμα γλώσσας.
Ένα κομμάτι, μικρό, ανέμελου ύπνου.
Ένα ανασηκωμένο χέρι.
Ο φόβος για κάτι.
Το βιαστικό περιδιάβασμα με το μάτι του δωματίου ολόγυρα.
Η ικανοποίηση, άσχετα από την αιτία της, σαν κάτι που το απολαμβάνεις στιγμιαία, αυτονόητα, επειδή απλά το δικαιούσαι.
Το αεράκι.
Ένα κομμάτι αύρας.
Η ζέστη.
Ο ήλιος.
Η ησυχία του χιονιού.
Κάποιος, που ξεσπάει σε γέλια.
Κάποιος, που κινδυνεύει.
Κάποιος, που σηκώνεται.
Απ’ το κρεβάτι;
Απ’ το παγκάκι;
Απ’ το γραφείο;
Απ’ το κάθισμα του λεωφορείου;
Τρεις νότες.
Κρότος.
Ικεσία με μορφή, δήθεν αδιαφορίας, ανεμελιάς.
Ένα μικρό κομμάτι απέραντης αγάπης.
Βάδισμα, που δεν θυμάσαι, που δεν ξέρεις
πότε και πού. Και ποιος.
Πρώτη δαγκωνιά.
Σε μήλο;
Σε στόμα;
Δικό σου;
Ή άλλου;
Μια σκέψη εξορισμένη, εξόριστη, αυτοεξόριστη.
Κάτι που κοίταξες.
Το είδες;
Κάτι που πρόφερες.
Κάτι που άκουσες, που άγγιξες, που μύρισες.
Κάτι που.
Κάτι.
Σε ποιο συρτάρι είναι όλ’ αυτά;
Μήπως ταξιδεύουν;
Απομακρύνονται;
Ποιος θα τα βρει;
Ποιος θα τα ψάξει;
Μήπως είναι εκεί, στη θέση τους, τακτοποιημένα μες στην αλληλουχία τους και εσύ διαλέγεις – για άγνωστο λόγο – μόνον αυτά;
Μήπως στροβιλίζονται με άλλα πολλά;
Με όλα;
Και κάτι ακόμα.
Μήπως όλα ήταν από πριν σε έναν υπερκείμενο χώρο, απ’ όπου κανείς παίρνει ή ίσως και δίνει, και παίρνοντας και συνθέτοντας το δικό του εσωτερικό κόσμο, περίσσεψαν αυτά και εγκλωβίστηκαν μέσα του, στα λιγοστά συρτάρια χαμένων φράσεων, πράξεων, κινήσεων, αισθήσεων και αντιδράσεων;
Και τι σημασία έχει;
Ίσως κάποτε ενταχθούν πάλι εκεί, όπου ανήκαν.
Ίσως όχι.
Αν τα έβρισκε;
Σίγουρα υπάρχουν.
Ξεχασμένα.
Ίσως κρυμμένα.
Από σένα.
Διαφυγόντα.
Απωλεσθέντα.
Αφημένα.
Βρες τα.
Ίσως – κι αυτά – σε ψάχνουν.
Ίσως – κι αυτά – σε χρειάζονται.
Σκίτσα: Ζαχαρίας Ψαράκης
Discussion about this post