Ο άντρας που καθόταν σ’ ένα τραπεζάκι, δίπλα στα ηλεκτρονικά παιγνίδια, στο Kafe 29, στην οδό Αλκιβιάδου, λεγόταν Άνταμ Κοσέφσκι και ήταν Πολωνός. Είχε φτάσει μόλις πριν από μια βδομάδα στην Αθήνα με ένα από τα πούλμαν που διέσχιζαν πέντε χώρες και φέρναν τουρίστες για λιγοήμερες εκδρομές στην Ελλάδα. Πολλοί γύριζαν μ’ ένα απ’ τα επόμενα πούλμαν. Άλλοι όχι. Έψαχναν εδώ την τύχη τους.
Ο Άνταμ είχε έρθει γι’ άλλο σκοπό. Ένα γράμμα από την Αθήνα – του φίλου του, Μάρεκ Σόβα – που είχε φτάσει πριν από είκοσι μέρες στο Κρόσνο, τάραξε την ησυχία του, που μόλις και με πολύ κόπο είχε βρει. Ο Μάρεκ – του έγραφε – είχε δει τη Μποζένα στην Αθήνα. Τυχαία, στην κεντρική πλατεία της πόλης, την Ομόνοια. Τον είδε κι εκείνη, αλλά δεν τού μίλησε. Φάνηκε ταραγμένη. Μπήκε σ’ ένα ταξί κι έφυγε.
Η Μποζένα ήταν η γυναίκα, ας πούμε, του Άνταμ. Πέντε χρόνια μαζί. Από παιδιά, στην τεχνική σχολή, στο Κρόσνο. Πώς τα πήγαιναν; Και καλά και άσχημα.
Πέρσι, τέτοιο καιρό, εκείνη εξαφανίστηκε. Ο Άνταμ, την έψαξε στο χωριό της, αλλά οι δικοί της του είπαν να μην περιμένει άδικα. Έφυγε, τον διαβεβαίωσαν, στην Αμερική.
Μια δύσκολη χρονιά κύλησε. Οι πληγές, όμως, κλείνουν. Αρκεί να μην ξανανοίξουν.
Ο Άνταμ το αποφάσισε. Ζήτησε άδεια από το εργοστάσιο, ετοίμασε ένα σακ βουαγιάζ και πήγε στην Κρακοβία. Από κει έφευγαν, δυο φορές τη βδομάδα, τα πούλμαν για την Ελλάδα.
Οι τρεις πρώτες μέρες δεν είχαν αποτέλεσμα. Ο Άνταμ έμενε στο ξενοδοχείο Ελ Γκρέκο, στην οδό Αθηνάς. Από κει ξεκινούσε κάθε πρωί για μια εξερεύνηση στα στέκια των Πολωνών, που από την πρώτη μέρα του έδειξε ο Μάρεκ. Καταστήματα, καφετέριες, κάποια μπαρ, δυο ντισκοτέκ. Μερικά γύρω από την καθολική εκκλησία. Μιχαήλ Βόδα, Σμύρνης, Χαρίσσης, Αλκιβιάδου. Άλλα κοντά στο σταθμό Λαρίσης, την πλατεία Βάθης, την Ομόνοια, την Κουμουνδούρου.
Σύχναζε άραγε η Μποζένα σε κάποιο απ’ αυτά τα στέκια; Μπορεί να ψάχνεις κάποιον για το καλό του, σκεφτόταν ο Άνταμ. Μπορεί, όμως, και όχι. Δεν έπρεπε να γεννήσει υποψίες.
Έντεκα το πρωί. Έστριψε από την Αχαρνών στο στενό δρόμο, που έγραφε, την ένδειξη SMIRNIS. Βάδισε στο κατάστρωμα. Λίγο πιο κάτω, ένα παλιό τριώροφο σπίτι. DOM POLSKI. Κάτι σαν οίκος φιλοξενίας άστεγων Πολωνών. Προσπέρασε την Αλκιβιάδου. Αριστερά του, άρχιζε ο περίβολος του Χριστού Σωτήρα. Απέναντι από τα σκαλιά της εκκλησίας, ήταν ένα ημιυπόγειο κατάστημα. Πολωνέζικος τύπος, δίσκοι, μικροδώρα. Έριξε μια ματιά από το τζάμι. Προχώρησε.
Στη Μιχαήλ Βόδα, η Σμύρνης τελείωνε. Απέναντι από την είσοδο της Καθολικής Φοιτητικής Εστίας, ήταν ένα ακόμα μεγάλο κατάστημα. Είχε ξανάρθει εδώ, με το Μάρεκ. SKLEP POLSKI. GAZETY – KSIAZKI – MUZYKA – FILM.
Το ισόγειο ήταν γεμάτο από περιοδικά, εφημερίδες, βιβλία. Κατέβηκε τα σκαλιά. Εκατοντάδες βιντεοκασέτες, στα πολωνικά, η μια δίπλα από την άλλη, σε συνεχείς σειρές, σχημάτιζαν πέντε στενούς διαδρόμους. Μια νέα γυναίκα, καθόταν μπροστά στο κομπιούτερ, που είχε τα ονόματα των πελατών.
Προχώρησε ως το τέρμα της αίθουσας. Στα αριστερά του, σ’ ένα άδειο χώρο, ήταν κολλημένες στον τοίχο δεκάδες αγγελίες. «Ο Χρίστοφ Στέσνι, που έμενε στην Κυψέλη, στην οδό Κερκύρας, παρακαλείται να επικοινωνήσει στο τηλέφωνο 8232616». «Ψέμεκ, τηλεφώνησέ μου. Κρίστα Ζ. 0932-606718». Ο Άνταμ έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί. «Μποζένα, είμαι στην Αθήνα. Αν δεις το σημείωμα, άφησέ μου μήνυμα σ’ αυτό το μαγαζί. Άνταμ Κ.» Το κόλλησε.
Ξαφνικά το βλέμμα του πάγωσε. «…7 maza w Atenach “wieczor Polski” w lokalu Axium …Tadeusz Drozda». Ντρόζντα ήταν το επώνυμο της Μποζένα. Η αγγελία μιλούσε για μια πολωνική βραδιά, που θα γινόταν στις 7 Μαΐου. Ένας γνωστός καλλιτέχνης, ο Ντρόζντα, θα απένειμε διπλώματα σε μέλη της πολωνικής παροικίας.
Χαιρέτησε τη γυναίκα στο ταμείο. Ανέβηκε τα σκαλιά. Αγόρασε μια «Kaurier Atenski». Βγήκε.
Πήρε πάλι τη Σμύρνης. Στην Αλκιβιάδου έστριψε αριστερά. Προχώρησε πενήντα μέτρα. Kafe 29. Μπήκε μέσα. Χαιρέτησε τη γκαρσόνα. «Μια μπίρα με γρεναδίνη», είπε.
Στο Κρόσνο μπορούσες να πιεις ακόμα καλή, γλυκιά μπίρα με δυο ζλότι. Εδώ, με τη διαφορά του νομίσματος, μια ήταν η λύση. Γρεναδίνη. Λικέρ από ρόδι. Ανακατεμένο με μπίρα. Χρώμα γκρενά. Γεύση γλυκόξινη.
Έβγαλε μια φωτογραφία απ’ την τσέπη. Κάθε φορά που ρωτούσε για την Μποζένα, αυτήν έδειχνε. Ήταν όμορφη. Και τα χρόνια που είχαν περάσει μαζί. Όμορφα.
Κοίταξε τα μακρόστενα, μαρμάρινα τραπέζια της καφετέριας. Τους τοίχους, γεμάτους με εικόνες ροκ συγκροτημάτων. Ένα πιάνο. Από πότε είχαν να το χρησιμοποιήσουν;
Η γκαρσόνα ήρθε και κάθισε δίπλα του. Την έλεγαν Γιολάντα. «Από μένα», του είπε και ακούμπησε στο τραπέζι ένα ακόμα ποτήρι μπίρα. «Όμορφη!» πρόσθεσε, βλέποντας τη φωτογραφία.
«Γιατί δεν πας – τον συμβούλεψε – στην πλατεία Βάθης; Πέντε δρόμους από δω. Υπάρχει μια λέσχη. Κάτι φίλοι. Κάνουν λίγο απ’ όλα. Βρίσκουν άτομα, συμβιβάζουν διαφορές. Άμα δουν Πολωνούς με μπλεξίματα, αναλαμβάνουν αυτοί. Για να μην μπερδεύεται η ελληνική αστυνομία. Ζήτα τον Βιέσλαβ. Ή το Ρομάν. Εκ μέρους μου. Θα σε βοηθήσουν».
Του έγραψε τη διεύθυνση.
Ο Βιέσλαβ και ο Ρομάν – οι φίλοι της Γιολάντας – ρώτησαν τον Άνταμ, αν η Μποζένα είχε κάποιο χόμπι. Και βέβαια είχε. Ήταν σινεφίλ. Στο Κρόσνο, όταν ήταν μαζί δεν άφηναν ταινία για ταινία. Γιατί δεν πας, τότε να ρωτήσεις στο Sklep Polski – του είπε ο Ρομάν – αν μια Μποζένα Ντρόζντα νοικιάζει από ’κει βιντεοταινίες;
Πώς δεν το είχε σκεφτεί; Θα του έλεγαν, όμως; «Πες ένα ψέμα», είπε ο Βιέσλαβ. «Πως η Μποζένα είναι συγγενής του Ντρόζντα, που έρχεται για την εκδήλωση της Παρασκευής. Θα κολακευτούν. Και θα σου πουν».
Ο Άνταμ ξαναγύρισε στη Μιχαήλ Βόδα. Κατέβηκε στο υπόγειο. Έκανε ό,τι του είχε πει ο Ρομάν. Η υπάλληλος συμβουλεύτηκε το κομπιούτερ. Ναι, η Μποζένα ήταν πελάτισσα τους. Περνούσε κάθε Κυριακή. Μετά την απογευματινή λειτουργία. Στις έξι.
Το Σάββατο ο Άνταμ μεταφέρθηκε στο σπίτι του Μάρεκ, στο Νέο Κόσμο. Την Κυριακή, στις τεσσερισήμισι, ξαναπήγε μόνος του στην πολωνική εκκλησία. Κατέβηκε στο μικρό κατάστημα, που ήταν απέναντι. Έκανε πως χαζεύει τα περιοδικά.
Στις πέντε παρά δέκα την είδε. Το πρόσωπό της είχε κάπως αλλάξει. Ήταν πάντα όμορφη. Τη συνόδευε ένας νέος άντρας. Αγκαζέ. Ξανθός, με κοντό μαλλί. Του είχαν γυρισμένη την πλάτη. Έφτασαν στο πλατύσκαλο. Έκαναν το σταυρό τους. Προχώρησαν.
Ανέβηκε και κείνος. Πρώτα τα σκαλιά του μαγαζιού. Μετά της εκκλησίας. Προσπέρασε την κεντρική πόρτα, έστριψε στη γωνία, και προχώρησε σύρριζα τον μακρόστενο τοίχο. Υπήρχαν τέσσερα, μικρά παράθυρα. Ένα κάθε πέντε μέτρα. Κάποιοι παρακολουθούσαν τη λειτουργία από ’κει.
Προχώρησε. Ως το τρίτο παράθυρο. Τότε την είδε. Ήταν γονατισμένη. Και ο ξανθός. Δίπλα της.
«Μακάριοι οι καλεσμένοι στο δείπνο του Αμνού».
…Κηροπήγια… Πλαστικά λουλούδια… Βάζα… Γύψινα αγάλματα αγίων. Η μεγάλη, ξύλινη στέγη της εκκλησίας… Πολυέλαιοι… Μια ζωγραφιά… Το άγαλμα του Χριστού…
«Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ, αλλά πες μονάχα ένα λόγο και η ψυχή μου θα θεραπευτεί…»
Προχωρούν να πάρουν την όστια. Πότε πέρασε η ώρα; Και άλλοι. Πολλοί. Στη σειρά. Ψέλνουν. Φτάνουν στο τραπέζι. Περνούν μπροστά από τον ιερέα. Μεταλαβαίνουν. Βγαίνουν από τη δεξιά έξοδο.
Μόλις που πρόλαβε να φύγει προς τα πίσω.
Πέντε λεπτά αργότερα. Στο υπόγειο του Sklep Polski. Στο βάθος, στον τελευταίο διάδρομο. Ακίνητος. Δεν σκέφτεται τίποτα. Ή μάλλον σκέφτεται. Όλα μαζί.
Μπρος και πίσω του, ανάμεσα στις βιντεοκασέτες, παντού κόσμος. Τραβάει μια κασέτα. Μια χαραμάδα!
Κατεβαίνει. Μόνη της. Πλησιάζει. Ψάχνει τις κασέτες. Τι θα κάνει, όταν τον δει;
Φτάνει στη χαραμάδα. Κοιτάζει.
«Άνταμ!»
«Μποζένα!»
Δίπλα της τώρα είναι κάποιος άλλος. Έχει κοντό, ξανθό μαλλί. «Μποζένα!» Ξεκινάει να φύγει. Όχι ο Άνταμ. Εκείνη.
«…πού πήγαινα αυτή τη μέρα, τι έκανα, δεν ξέρω. Αν εκεί κοντά γινόταν ένα έγκλημα, δεν θα είχα άλλοθι. Ευκολότερο θα ήταν να σκεφτώ ότι πέθανα για λίγο, παρά ότι δε θυμάμαι τίποτα, παρόλο που ζούσα χωρίς διακοπή…» *
Σκότωσε ο Άνταμ τη Μποζένα; Όχι. Ο Βιέσλαβ και ο Ρομάν, κρυμμένοι εκεί κοντά, πρόλαβαν και του πήραν το γεμάτο Τοκάρεφ, που βρέθηκε, άγνωστο πώς, στην τσέπη του. Την άλλη μέρα, τον ανέβασαν στο πούλμαν, παρακαλώντας τον οδηγό, να μην τον αφήσει από τα μάτια του, μέχρι να φτάσουν στην Κρακοβία.
* Στίχοι της Β. Σιμπόρσκα, Νόμπελ Λογοτεχνίας 1996.
Σκίτσα: Ζαχαρίας Ψαράκης