Καλοκαίρι χωρίς ραστώνη. Τα καλοκαίρια «μας» -κάποτε- ξεχείλιζαν από την ανεμελιά, τον σχεδιασμό επί χάρτου των διακοπών, με φιλοδοξία να αποστραγγίξουμε το νέκταρ των «διακοπών».
Απλωμένοι στις παραλίες να ακούμε το κύμα, να τουρτουρίζουμε από το βοριαδάκι, να ξεσκαλώνουμε νότες μελωδικές και, με κλεισμένα μάτια, να παραδινόμαστε -εν λευκώ- σ’ αυτόν που μας μεταμορφώνει σε βασιλιάδες. Στον ήλιο.
Σκαρφαλωμένοι στα βράχια, αδειάζαμε το μέσα μας, στεγνώναμε το δέρμα, μέχρι να γίνουμε βράχοι. Κάτι σαν πύρινη στολή παραλλαγής. Ο ιδρώτας ανάβλυζε από το βαθύ κορμί που ακουμπούσε στη γη και λύτρωνε το σώμα από τα ανθρώπινα άλγη.
Η ραστώνη απλωνόταν γλυκά σαν μέθη, της απλώναμε το χέρι και βάζαμε το μυαλό στο ρελαντί.
Όλα αυτά κάποτε. Πριν κάποιος άνεμος μας κάνει ομαδικό σουρωτήρι των εννοιών και της «ιερής» μνήμης μας.
Για παράδειγμα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και η μάνα μου τον δικό της εαυτό, η λέξη και το σύνθημα «Μπροστά» ή « Να κοιτάζουμε εμπρός» αποτελούσαν την ατμομηχανή της γήινης ζωής μας.
Τι ορίζαμε ως μπροστά; Μάλλον την οικονομική προκοπή – και τη δική μας και του τόπου.
Όταν λέγαμε παραλίες, εννοούσαμε τις δικές μας παραλίες.
Αυτές που στα παιδικά χρόνια ένα μικρό λοφάκι άμμου για μας ήταν βουνό. Με κραυγές παραβγαίναμε στην κατάκτησή του.
Οι αμμουδιές «μας». Αυτές που στρώναμε ένα τραπεζομάντιλο κάμποτο και η μάνα μας φάνταζε νεράιδα, όταν μας κέρναγε τηγανητά κεφτεδάκια κι ας φορούσε μια αλατζαδένια ποδιά.
Οι παραλίες «μας»· αυτές που από την κορφή του αμμόλοφου κυλούσαμε στη θάλασσα και πλημμυρίζαμε από τη χαρά των ναυτικών πληρωμάτων.
Κουπιά τα χέρια μας, σκαρί το κορμάκι μας, τιμόνι το κεφάλι μας
Ο συρμός της νεωτερικότητας -από μακριά- σφύριζε στ’ αυτιά μας κι εμείς ξετρελαμένοι, πότε επιβάτες, πότε θεατές χωρίς απορίες και ερωτήματα, βαλθήκαμε να προλάβουμε «το μαγικό μπροστά».
Η ατμομηχανή μάς μάγεψε. Κι όταν μαγεύεσαι, ακόμη και το ξύπνιο σού μοιάζει με λήθαργο βαθύ.
Μπροστά σήμαινε γκρεμίζω. Αυτό δεν το είχαμε προβλέψει….
Γκρεμίδι στο γκρεμίδι, το νέο δεν ήταν νέο. Πάλιωνε και ασχήμαινε.
Δεν μας άρεσε. Μάλλον -κάπου σ’ αυτό το σημείο- μπερδέψαμε οθόνες μικρές και μεγάλες, παραχώσαμε τα όνειρά μας και τις αγωνίες μας.
Ξεμπλέξαμε. Πατσίσαμε με την ασχήμια της «κατάκτησης» του μέλλοντος που δεν ήταν όμως μέλλον, ούτε και νέο.
Άλλωστε, με τα όνειρά μας καταχωνιασμένα στις κρύες οθόνες, θαρρείς και τα παραδώσαμε στην εντατική.
Μείναμε ρέστοι. Εμείς και τα ρούχα μας. Τα οράματα να σπαρταράνε σε λάμπες νέον.
Βρόμαγε φορμόλη από ξεχασμένα κομπογιαννίτικα κόλπα μιας άλλης άρρωστης εποχής.
Βέβαια, θα αναρωτηθούμε, ποια εποχή είναι υγιής;
Νομίζω αυτή που όταν σε σκοτώνουν, το ξέρεις.
Πού είναι η παραλία; Αυτή που αποχαιρέτησε την Αργώ ή η άλλη που έσωσε τον ναυαγισμένο Οδυσσέα ή αυτή, που με λίθινη προβλήτα, φιλοξενούσε τα σκαριά που είχαν πάνω τους τα κιούπια και τα ξύλινα μαδέρια με ακουμπισμένα και καλά στερεωμένα αγγεία, γεμάτα ελιές και λάδι
Οι νεότεροι βραχίονες στα λιμάνια; Με τα καράβια και τα ιστιοφόρα που κέρδισαν τους κάθε λογής εχθρούς;
Τα ψαροκάικα, που όργωσαν όλα τα κρυφά και πλούσια περάσματα;
Ψαρόβαρκες σε ήσυχα λιμάνια με τα βραχώδη βάθη, με τους πολύπλοκους υφάλους που τους λέγαμε πάγκους και τα κατεστραμμένα δίχτυα από τις κοφτερές πέτρες, που βυθισμένα, τραγουδούν τη χαρά της ψαριάς, που ακριβώς πήγαν όταν εφορμούσαμε «μπροστά»;
Τα μαγικά πυροφάνια που καλούσαν εμάς, τη μαρίδα, ναύκληρους μιας αξέχαστης βραδιάς. Που πήγαν οι φωτεινοί λύχνοι;
Πού θάψαμε το «μας» όταν φράξαμε με σύρμα αγκυλωτό, κομμάτια γης κι ό,τι απέμεινε το πήραν οι ληστές και οι σύγχρονοι του χρήματος πειρατές;
Ένα χθεσινό παιδί -σημερινός προχωρημένος ενήλικας- δεν έχει θάλασσα.
Γιατί το πέλαγο αγάπη μου τραγουδά και γαληνεύει όλους.
Αν γίνεις αυτοεξόριστος, το πέλαγο δεν είναι πέλαγο
Είναι κάτι άλλο.
Η Θάλασσα όλων μας κινδυνεύει.
Η ομοιομορφία και η μίμηση ενός τρόπου που μετατρέπει το αλμυρό νερό σε εικόνα ξένη, αλλά απλώς άψυχα όμορφη, τότε μετατρέπει την ανοιχτωσιά σε θάλαμο ωραίων και παράξενων εικόνων.
Η θάλασσα είναι μνήμη και χρόνος. Είναι η ιστορία και οι άνθρωποι που μόχθησαν.
Είναι οι τροπίδες των γενναίων και τα κανόνια των ηρώων.
Είναι οι έρωτες.
Όταν λιγωμένη μια γυναίκα από τη σανίδα σε μια παραλία ερημική βράδυ με αχνό φεγγάρι πήδησε στα σπλάχνα της για να δώσει ένα πελαγίσιο φιλί σε κάποιον που την κοιτούσε με όλης της γης τη λαχτάρα.
Εάν δεν ανοίξεις το βλέμμα, ν’ ακουμπήσει η κόρη του ματιού στην ψυχή σου, τότε γίνεσαι εξόριστος.
Το βάθος μας -ενός λαού σαν τον δικό μας- είναι το βάθος των θαλασσών, και το ανάστημα, είναι το ύψος των ουρανών.
Ω! Εσείς οι νέοι. Σκύψτε ν’ ακούσετε τον παφλασμό μια νύχτα ήσυχη.
Κι εσείς οι ώριμοι που έχετε μεγαλώσει με τη θαλασσινή μουρμούρα και έχετε ζήσει τον έρωτα στα θεσπέσια νερά, εσείς που τον παφλασμό τον διαβάζετε με γράμματα και συλλαβές, πάψτε να μοιρολογάτε.
Η θάλασσά μας κινδυνεύει.
Αν την αποξενώσουμε, ο Οδυσσέας θα πνιγεί κι ο Νόστος του καθενός μας θα ματαιωθεί.
Το «μπροστά» είναι παιδί καμωμένο από τα πάντα του κάθε τόπου.
Αλλιώς είναι ένα φρικτό όπισθεν
Άλλωστε ο χρόνος δεν ορίζεται ούτε ευθυγραμμίζεται.
Απλώς βιώνεται.
/ αφιερωμένο σ’ αυτούς που φυλάνε τα θαλάσσια περάσματα
για να μπορούν οι Οδυσσείς αιώνια να πλέουν /
*το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2019