Όλο και περισσότερο πλήθαιναν οι εικόνες και οι πληροφορίες.
Αυτός κάνει αυτό, εκεί γίνεται εκείνο. Άνθρωποι βοηθάνε ανθρώπους. Έτσι απλά. Χωρίς δημοσιότητα, ανταλλάγματα, στόχους και σκοπούς. Καταλάβαμε λοιπόν, πως δίπλα από την οργανωμένη αλληλεγγύη και σε όλες τις, τις μορφές υπάρχει κάτι άλλο. Βουβό, κρυμμένο, πρωτογενές και σιωπηλό. Είναι το αποτέλεσμα της στάσης που κρατά στην καθημερινότητα ένα μεγάλο κομμάτι κόσμου. Στη γειτονιά, στην παρέα, στην πολυκατοικία, στη δουλειά. Δεν είναι ελεημοσύνη και το κυρίαρχο δεν είναι, ούτε η λύπη, ούτε ο οίκτος. Είναι κάτι πιο βαθύ, πιο δικό μας, πιο σύνθετο. Αν και εμφανίζεται τόσο απλά και τόσο μετρημένα. Τα ονόματα είναι ενδεικτικά και είναι κάποιες περιπτώσεις από τις χιλιάδες που συμβαίνουν γύρω μας.
Ελένη
/φοβάμαι λιγότερο και τολμώ περισσότερο/
Η Ελένη αφιερώνει το χρόνο της στο κοινωνικό φαρμακείο αλληλεγγύης και είναι από εκείνους τους ανθρώπους που σου ανοίγουν ένα νέο παράθυρο στον κόσμο. Καθ’ όλη τη συζήτηση μας, με κοιτά συνεχώς μέσα στα μάτια, δεν είναι σίγουρη, δογματική, άλλα ούτε και διστακτική ή αβέβαιη. Μου δίνει την αίσθηση του ανθρώπου που έχει τεστάρει τη θεωρία στην πράξη πριν προβεί σε συμπεράσματα, αλλά γνωρίζει και τα δύο εξίσου. Μιλάμε για την ωριμότητα της κοινωνίας του σήμερα. «Αν θέλαμε να κατατάξουμε ηλικιακά την κοινωνία μας θα λέγαμε ότι βρίσκεται στη «λανθανουσα περίοδο». Ο όρος είναι φροϋδικός και αναφέρεται στο διάστημα από 5 ετών μέχρι την εφηβεία. Είναι μια περίοδος στην οποία το άτομο έχει καλύτερη επαφή με την εξωτερική πραγματικότητα, δεν είναι πια εσωστρεφές και εγωκεντρικό, αλλά δεν έχει ακόμα αναπτύξει την αλτρουιστική του διάθεση».
Τη ρωτάω αν ο φόβος είναι κινητοποιητικός παράγοντας. Διακρίνει έναν επικριτικό τόνο στη φωνή μου και το βλέμμα της γίνεται ακόμα πιο έντονο, επιβλητικό. «Μια χαρά συναίσθημα είναι ο φόβος για τη φάση που είμαστε. Πολλές φορές όταν ξεκινάς μια προσπάθεια, δε ξέρεις που θα πάει, πας βήμα το βήμα και εμείς είμαστε σε αυτό το στάδιο. Οι άνθρωποι που ασχολούνται με κάθε είδους πρωτοβουλίες αλληλεγγύης είναι άνθρωποι που αν και πίστευαν ότι θα μπορούσαν να είναι οι επόμενοι δεν έκατσαν στον καναπέ να το περιμένουν να έρθει. Αν είναι να έρθει τουλάχιστον ας είσαι όρθιος»!
Αναρωτιόμαστε πως θα ορίζαμε την αλληλεγγύη και καταλήγει αβιάστα να μου πει: «Η αλληλεγγύη είναι ένα κίνημα, ένα κίνημα αντίδρασης, ένα κίνημα σε πάρα πολλά επίπεδα. Ενάντια στην προσπάθεια να καταρακώσουν την αξιοπρέπεια μας, να αφαιρέσουν τα δικαιώματα που έχουμε σαν άνθρωποι. Το πρώτο που έδωσε αυτό το κίνημα είναι η αίσθηση της ομαδικότητας, κάτι πολύ σημαντικό που είχαμε ξεχάσει. Και ομαδικότητα συνεπάγεται, φοβάμαι λιγότερο και τολμώ περισσότερο».
Άνθρωποι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, ηλικιακά, κοινωνικά, ιδεολογικά. Ο καθένας διαλέγει τον τρόπο του και βοηθά. Ή όπως λέει μια φίλη ΣΥΜΠΑΣΧΕΙ. Το έργο που παράγεται δεν μπορεί να μετρηθεί, να υπολογιστεί. Είναι πολυδιασπασμένο και καλά κάνει.
Άννα
/Η αλληλεγγύη δεν ελέγχεται, είναι εχθρός των εξουσιών/
Είναι πιο εύκολο, πολλές φορές, να μιλάς για την ίδια τη δράση της αλληλεγγύης, από το να διακρίνεις τους λόγους, που στην κοινωνία της αδιάφορης ή φοβισμένης σιωπής, κάποιοι επιλέγουν να συμπάσχουν με όσους αντιμετωπίζουν μέχρι και προβλήματα επιβίωσης. Με αυτό το «γιατί», ξεκίνησε μια συζήτηση, που θύμιζε περισσότερο αναστοχαστικό, υπαρξιακό, φιλοσοφικό διάλογο, παρά περιγραφή γνώριμων γεγονότων. «Η σιωπηλή κοινωνική αλληλεγγύη αφορά μεμονωμένα άτομα κι έχει να κάνει, ίσως, με την ασυνείδητη απόφαση να επιλέξει ο κάθε άνθρωπος την πορεία του, ορίζοντας ως τρόπο διαβίωσης την αλληλέγγυα νοοτροπία προς τους άλλους ανθρώπους. Η αλληλεγγύη δεν είναι φιλανθρωπία, γιατί η φιλανθρωπία είναι εγωιστική. Η αλληλεγγύη αφορά στο ότι δεν μπορώ να υπάρξω χωρίς τον άλλον, είναι ενσυναίσθηση. Υπάρχω γιατί υπάρχουν οι άλλοι, κι αυτό συνιστά μια επιλογή, κι όχι εγγενές χαρακτηριστικό». Σε έναν κόσμο ακραίου ατομικισμού, πόσοι άραγε να σκέφτηκαν το εγώ τους μέσα στο εγώ των άλλων; Την ευδαιμονία και την ευτυχία τους μέσα από την ευτυχία των άλλων; «Δεν ξέρω αν πιστεύω, ή αν θέλω να πιστεύω ότι στην Ελλάδα και συγκεκριμένα, στην Αθήνα υπάρχει «σιωπηλή κοινωνική αλληλεγγύη». Δεν ξέρω. Θέλω όμως, να πιστεύω σ’ αυτό, γιατί γνωρίζω άτομα που είναι αλληλέγγυα και πιστεύω ότι υπάρχουν κι άλλοι, πολλοί περισσότεροι. Από την άλλη όμως και το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο». Είναι μεγάλη η δύναμη, καθώς εισπράττεις αυτή την οπτική περί αλληλεγγύης. Γιατί να μην το έχουμε σκεφτεί και συλλογικά έτσι; Η αλληλεγγύη ως δύναμη. Η αλληλεγγύη ως αυτοπραγμάτωση. Ως επιλογή. Ως άρνηση του ατομικισμού και του εγωκεντρισμού. Ως άρνηση του φόβου και της εξουσίας. «Η αλληλεγγύη δεν μαθαίνεται. Δεν πηγάζει από φορείς και κόμματα. Είναι μια εσωτερική πορεία. Η αλλελεγγύη δεν ορίζεται ως τέτοια, είναι η ανάσα μας. Η αλληλεγγύη δεν ελέγχεται, είναι ο εχθρός των εξουσιών. Κι ακόμα πιο σημαντικά, η αλληλεγγύη δεν είναι οίκτος, δεν είναι λύπηση».
Ανδριάννα
/Τα πράγματα δεν είναι όπως στα παραμύθια/
Προχθές ο κύριος Στέλιος έπινε τον καφέ του στο καφενείο της γειτονιάς, συνοδευόμενος από μια νεότερή του γυναίκα. Η ίδια γυναίκα του μαγειρεύει, του δίνει τα φάρμακά του, περνάει τακτικά από το σπίτι του για να βεβαιωθεί πως είναι καλά, τον πηγαίνει στο γιατρό και φροντίζει να είναι το σπίτι του καθαρό. Θα την περνούσα για κόρη του, όμως δεν είναι, είναι απλά μια γειτόνισσά του που τον έχει «υιοθετήσει» και τον προσέχει όπως μπορεί. Θα σκεφτόμουν πως νιώθει, πως αλλάζει τον κόσμο με την προσφορά της, όμως δεν νιώθει έτσι. «Τα πράγματα δεν είναι όπως στα παραμύθια, όλα αυτά είναι απλά σταγόνα στον ωκεανό».
Στο φούρνο της που συναντιόμαστε, το τηλέφωνο δεν σταματάει να χτυπάει. Μου ζητάει ευγενικά συγγνώμη και το σηκώνει, στην άλλη γραμμή μια κυρία, την περιμένει να πάει να της κάνει την ένεσή της. Είναι χρόνια εθελόντρια νοσοκόμα στον ερυθρό σταυρό. Την κοιτάω με θαυμασμό, μου γυρίζει ένα βλέμμα σκληρό, διαπεραστικό. «Ένα κράτος δεν μπορεί να λειτουργεί μόνο από την καλή πρόθεση των ανθρώπων. Άλλωστε τα όρια της ατομικής προσφοράς είναι πεπερασμένα. Όταν κινδυνευει η δική σου ακεραιότητα είναι πολυτέλεια το να βοηθάς τον άλλο. Δεν αρκεί να υπάρχει πρόθεση, πρέπει να υπάρχει και δυνατότητα, άμα σου λείπουν τα απαραίτητα για να ζήσεις δεν μπορείς να βοηθήσεις το διπλανό σου».
Κάνω μια τελευταία απόπειρα, της μιλάω για κοινωνική συσπείρωση, αλληλοβοήθεια, αλληλεγγύη… «Συλλογικότητα δεν υπάρχει, ακόμα τσακωνόμαστε για τα κοινόχρηστα στην πολυκατοικία μας, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στο να βοηθήσουμε έναν άνθρωπο», μου απαντά. Πριν κλείσει τη φράση της με μετρά με τα μάτια της δύσπιστα, όπως κάποιος που έχει δει τη δυστυχία κοιτάζει ένα παιδί που δεν έχει ιδέα για τον κόσμο. Και ύστερα μου λέει «Σαν κοινωνία έχουμε πιάσει πάτο, ο ένας προσπαθεί να βγάλει το μάτι του άλλου, ίσως η σωτηρία μας να είναι διαπλανητική, τύπου Ατλαντίδας…», και ύστερα σιωπά, δεν θα πει άλλα.
Κώστας
/Πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο με το «εμείς»/
Ο Κώστας έρχεται να μας συναντήσει στο περιοδικό. Καθόμαστε αυτός και εγώ πολύ κοντά και μιλάμε σιγανά, σαν συνομώτες που ετοιμάζονται για το έγκλημα. Είναι κάπως σκοτεινά, συννεφιάζει, αλλά αντιλαμβάνομαι το βλέμμα του σταθερό και ήρεμο, καρφωμένο πάνω μου με σιγουριά. «Αξιολογούμε πολύ υπερήφανα σαν κοινωνία το γεγονός ότι είμαστε αλληλέγγυοι», μου λέει, «δεν συνειδητοποιούμε όμως ότι έπρεπε να πράξουμε από πριν. Το θέμα είναι να φτιάξουμε γερά καράβια, όχι το ποιός θα απλώσει το χέρι σε ποιόν. Σκοπός είναι να μην υπάρχουν ναυάγια, να δημιουργήσουμε τις υποδομές στην κοινωνία μας, έτσι ώστε να μην υπάρχουν απόβλητοι άνθρωποι».
Σε όλη την κουβέντα μας μου μιλάει σταθερά, δεν κομπιάζει και δεν πολυσκέφτεται. Όσα συζητάμε τα έχει σκεφτεί καιρό τώρα, δεν τον αιφνιαδιάζουν οι ερωτήσεις μου. «Παρασυρθήκαμε στον ατομισμό και το ωχαδελφισμό, δώσαμε αξία σε άλλα πράγματα, όχι στο διπλανό μας, όχι στο φίλο μας. Κλείσαμε πολύ τον κύκλο μας γύρω από το εγώ μας, ό,τι ακουμπούσε το εγώ μας, την οικογένειά μας, τους στενούς μας φίλους, μέχρι εκεί. Η ζωή μας δεν θα αλλάξει με το να δίνουμε λεφτά σε ένα ζητιάνο και στο επόμενο βήμα να τον ξεχνάμε, να νιώθουμε εξιλεωμένοι. Πρέπει να αλλάξει το όραμα που έχουμε σαν άνθρωποι, να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο με το «εμείς» και όχι με το «εγώ». Αν ο προσανατολισμός σου είναι στο «εμείς» δε θα φτάσει ποτέ να κινδυνεύσει το «εγώ» σου!»
Μου συστήνει μια αλληλεγγύη που είναι πάντα εκεί, μέσα στο μυαλό μας, δε γεννιέται επειδή είδαμε το διπλανό να πεινάει και φοβηθήκαμε ότι θα πεινάσουμε και εμείς και να δεν πεθαίνει σε νηπιακή ηλικία όταν οι συνθήκες βελτιώνονται. «Πρέπει να μην αφήσουμε την κοινωνια να καταρρεύσει, να μην αφήσουμε τον εαυτό μας, την ψυχή μας, τι καλές μέρες», μου λέει και μαζεύει τα τσιγάρα του για να φύγει. Πριν κατέβει τη σκάλα γυρίζει και με κοιτάζει «Να επιμείνεις στο “εμείς”», μου λέει, «αυτό είναι το σημαντικότερο» και ύστερα φεύγει.
Στην πραγματικότητα μπορεί να αντιληφθείς πως γεννιέται, μέσα σε αυτή τη δύσκολη περίοδο, μια νέα συνείδηση που αντιστέκεται στην ανθρωπιστική κρίση και στο κοινωνικό βύθισμα.
Καίτη
/Νιώθεις ότι προσφέρεις όταν ξέρεις ότι αυτό που κάνεις πιάνει τόπο/
Η κυρία Καίτη μένει σε ένα σπίτι που έχει στο μπαλκόνι του πολλά λουλούδια και έχει και μια γάτα. Χαμογελάει πολύ και είναι ένας άνθρωπος ευγενικός. Κάποιες μέρες το χρόνο μαγειρεύει για μια οικογένεια. Το ίδιο κάνουν και οι φίλες της, και κάποιες φίλες φίλων της και όλες μαζί έχουν δημιουργήσει ένα ανεπίσημο δίκτυο ανθρώπων που βοηθάει με ποικίλους τρόπους συγκεκριμένες οικογένειες. Η έμφαση μπαίνει στο «συγκεκριμένες» γιατί όπως λέει θέλεις να ξέρεις ότι αυτό που κάνεις πιάνει τόπο.
Η ιδέα γεννήθηκε στην παρέα από την απλή σκέψη: «Για κάθε φορά που συναντιόμασταν να πιούμε ένα καφέ όλοι μαζί, φέρναμε ένα γλυκό ή ένα κρασί ο ένας στον άλλο, θα βάζουμε τα λεφτά αυτά στην άκρη και θα τα διαθέτουμε για αυτούς που τα έχουν ανάγκη». Σε άλλους πάνε έτοιμο μαγειρεμένο φαγητό, σε άλλους τρόφιμα, ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητες καθενός. Άλλοι μαγειρεύουν, άλλοι έχουν προσωπική επαφή με τις οικογένειες και αναλαμβάνουν να τους πηγαίνουν τα φαγητά. «Δεν είναι ωραίο σε έναν άνθρωπο που του πηγαίνεις φαγητό να εμφανίζεται κάποιος άλλος κάθε φορά, πρέπει να μην αισθάνονται ότι είναι στο δρόμο και όποιος περνάει τους δίνει. Οπότε πηγαίνουμε το φαγητό σε μία και αυτή το πηγαίνει στην οικογένεια», μου εξηγεί. Κάποιες, αν ξέρουν μια οικογένεια με παιδιά, τα πηγαίνουν σε παραστάσεις, στο θέατρο, σε παιδικές εκδηλώσεις.
«Μου κάνει εντύπωση η προθυμία με την οποία το κάνει ο κόσμος. Υπάρχει μια αλληλοβοήθεια, η αίσθηση ότι κάνουμε κάτι. Γενικά βέβαια δεν έχει διορθωθεί η κατάσταση. Τις ανάγκες τις συνειδητοποιεί ένα μέρος του κόσμου που τα εισοδήματά του έχουν πάει προς τα κάτω. Αυτοί τους οποίους δεν έχει αγγίξει το πρόβλημα μπορεί να το συνειδητοποιήσουν, μπορεί και όχι.»
Όλοι δίστασαν να μιλήσουν, δε χρειάζεται να λέγονται αυτά. Ούτε να φαίνονται. Ανιδιοτέλεια. Αμηχανία. Σεμνότητα. Δεν πρέπει να θίγεται η αξιοπρέπεια κανενός. Δεν κάνουμε και τίποτα σημαντικό. Αλήθεια, αν αρθροιστούν όλα αυτά;
Σούλα
/Αυτό δεν είναι αλληλεγγύη, είναι ψευδαίσθηση/
Στη γειτονιά τη γνωρίζουν όλοι και έτσι έχουν το θάρρος και της χτυπάνε την πόρτα για μια τυρόπιτα, ένα καρβέλι ψωμί, μερικά κουλουράκια, οτιδήποτε περισσεύει. Και εκείνη δε λέει σε κανέναν όχι, δεν έχει λόγο. Στην κουβέντα μας βιάζεται να μου πει πως αξία έχει να δίνει κανείς από το υστέρημά του, όχι από το πλεόνασμα του και πως εκείνη δίνει από το πλεόνασμά της. «Τσάμπα μάγκες είμαστε! Κάνω εγώ την καλή και δίνω ένα ζευγάρι παπούτσια γιατί έχω 30 στην ντουλάπα. Η μαγκιά θα ήταν στο σπίτι σου να βάλεις έναν άστεγο, να το μοιραστείτε. Εκεί σε θέλω!»
Σκέφτομαι πως ίσως να έχει στο μυαλό της μια αλληλεγγύη που είναι πάντα εκεί, σαν αυτή που μου περιέγραψε ο Κώστας και τη ρωτάω αν έχει δημιουργηθεί κοινότητα. «Ζυμώσεις γίνονται, αλλά αν τα πράγματα ζορίσουν ο σώζων εαυτόν σωθήτω θα γίνουμε. Αυτό δεν είναι αλληλεγγύη, μια ψευδαίσθηση είναι. Είμαστε εμείς καλύτερα και λέμε ένα “κρίμα” για τους άλλους».
Όσο μιλάμε κόσμος μπαίνει κόσμος βγαίνει στο φούρνο. Μου έχει πει νωρίτερα πως γύρω στις 7 αρχίζουν να έρχονται για τα περισσευούμενα. Κοιτάω το ρολόι στον τοίχο της όταν μπαίνει ο πρώτος, είναι πέντε παρά είκοσι. «Madame», της λέει. Μιλάει σιγά, σχεδόν ψιθυριστά, αλλά η Σούλα του απαντάει φωναχτά. Της ζητάει μισό καρβέλι ψωμί και θέλει να το πληρώσει. Το κόβει στη μέση, «θα φάω εγώ το υπόλοιπο» του λέει, παίρνει και τα λιγοστά κέρματα που της δίνει και επιστρέφει σε μένα με ένα κομμάτι ψωμί στο στόμα.
«Ο κόσμος αντιλαμβάνεται την κατάσταση, αλλά φοβάται για τον ευατό του. Όλοι είναι εγκλωβισμένοι στα προβλήματά τους, δεν ξέρουν τι τους ξημερώνει και περιμένουν να γίνει το θαύμα». Για τη Σούλα όσοι προσέφεραν πάντα προσφέρουν και σήμερα. «Και τελικά για φαΐ δεν πεινάει κανένας, από τυρόπιτες είναι όλοι χορτάτοι».
Γιώργος
/Δεν ξέρεις ποτέ ποιος βοηθάει ποιον/
Είναι νωρίς το πρωί. Ένα ηλιόλουστο πρωί, σε ένα καφέ στο κέντρο της Αθήνας. Σε έναν κεντρικό δρόμο με πολλή κίνηση. Αυτοκίνητα, φωνές, περαστικοί, λίγες «καλημέρες» και χειραψίες. Αναρωτιέται κανείς, αν υπάρχουν κάποιοι που μπορούν να μιλήσουν γι αυτή την πόλη. Αν υπάρχουν κάποιοι που την ξέρουν πραγματικά. Κάτω απ’ τη βιτρίνα και τις μάσκες της. Ο ιδιοκτήτης του καφέ έρχεται προς το μέρος μου. Είναι ολιγόλογος, αλλά φιλικός. Όταν εκφράσω τις επιφυλάξεις μου για την ύπαρξη κοινωνικής αλληλεγγύης, μου λέει: «Στο κέντρο της Αθήνας, ως επί τω πλήστω, δεν μένουν ευκατάστατοι άνθρωποι. Η αλληλεγγύη υπάρχει στις διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά δεν ξέρεις ποτέ ποιος βοηθάει ποιον. Από τη μία, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ανάγκη κι από την άλλη, υπάρχουν επαγγελματίες ζητιάνοι. Κατά την άποψή μου, σε γενικές γραμμές, σαν λαός βοηθάμε, πράγμα που φαίνεται μέσα από τις οικογενειακές σχέσεις. Άρα, σε γενικές γρμμές, και αλληλεγγύη υπάρχει». Όσα λέει του ακούγονται αυτονόητα. Μοιάζει να πιστεύει πως είναι περιττό να ειπωθούν περισσότερα. Για κείνον είναι πράγματα γνωστά σε όλους. Εικόνες κοινές μεταξύ μας. Τον ρωτάω για το δικό του καφέ και τις δικές του εικόνες. Περιγράφει σύντομα και συνεσταλμένα. «Εμείς συνηθίζουμε τα βράδια πριν το κλείσιμο του καταστήματος να δίνουμε ό,τι δεν έχει καταναλωθεί, τυρόπιτες και άλλα συναφή, σε ανθρώπους που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο χρειάζονταν βοήθεια. Το ιδιαίτερο της υπόθεσης ήταν ότι η δράση μας αυτή έγινε γνωστή, με συνέπεια να δεχόμαστε και πολλούς, που γνωρίζαμε, πως δεν βρίσκονταν σε αντίστοιχη οικονομική κατάσταση. Κατά κάποιον τρόπο, εκμεταλλεύονταν τη θέση των υπολοίπων. Έτσι, υπήρξε ένα διάστημα που γίναμε περισσότερο επιφυλακτικοί και περιορίσαμε την ενέργεια που προανέφερα. Παρόλο το αρνητικό της όλης εξέλιξης συνεχίζουμε να προσφέρουμε στο βαθμό που μπορούμε». Τον ευχαρίστησα και έφυγα, καθώς έπρεπε να εξυπηρετήσει κι άλλους θαμώνες του μαγαζιού. Στο δρόμο της επιστροφής κι ενώ σκεφτόμουν τη συζήτηση που προηγήθηκε, θυμήθηκα το Ζητιάνο του Α. Καρκαβίτσα, το λογοτεχνικό εκείνο σχόλιο για την εξαπάτηση των ανθρώπων μέσω του οίκτου. Κάπου έγραφε: «Τι θέλουν και ζουν στον κόσμο…και να λείψη μια για πάντα η δούλη αυτή γενεά μέσ’ από την αγκαλιά της ελευθερίας και του φωτός!»
Δεν υπάρχει εύκολα μια κοινή συνισταμένη όλων αυτών. Ο ατομικισμός μπορεί να δυναμώσει ξανά; Όταν θα μας ξαναδώσουν πιστωτικές κάρτες και δάνεια; Η τελικά μπορεί να δημιουργούμε (α)συνείδητα κάτι νέο;
Ελένη
/Όταν έχεις πολλή αγάπη πρέπει να την διοχετεύεις προς τους άλλους/
«Το καλύτερο τσάι αγριοκέρασο θα το πιεις εδώ», είπε καλωσορίζοντας με, μ’ ένα χαμόγελο. Ένας άνθρωπος πράος και ήρεμος, γεμάτος ενέργεια. Κάπνιζε μηχανικά, αλλά όχι νευρικά. Με μια ζωντάνια που μεταμόρφωσε το ανοίκειο περιβάλλον γρήγορα σε οικείο. Με μάτια φωτεινά, γεμάτα ενδιαφέρον, που φάνηκαν να σκοτεινιάζουν μόνο καθώς μου έλεγε: «Σήμερα, υπάρχουν κάποιες επίσημες δομές αλληλεγγύης, προκειμένου να βοηθηθοὐν όσοι το έχουν ανάγκη. Το ερώτημα το δικό μου είναι: «Θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν, αν τα πράγματα γίνουν καλύτερα;» Ρωτάω από πεποίθηση ότι ακόμη θα υπάρχουν άνθρωποι που θα πεινάνε και θα χρειάζονται βοήθεια». Η εικόνα της «περιόδου της ευμάρειας» έχω την αίσθηση πως πέρασε αστραπιαία από τα μάτια και των δυο μας. Τότε, που «όλα πήγαιναν καλά». Και «κανείς» δεν πίστευε πως μια ανθρωπιστική κρίση θα ακολουθούσε. «Έχω μια γειτόνισσα. Κάθε μεσημέρι αφήνω ένα κεσεδάκι με φαγητό στο απέναντι καλοριφέρ. Φεύγω και το αφήνω μια συγκεκριμένη ώρα. Εκείνη ανοίγει την πόρτα, το παίρνει και μετά από λίγο το ξαναβάζει στη θέση που το είχα αφήσει». Στο ερώτημα, αν υπάρχει αλληλεγγύη δεν χρειάστηκε να απαντήσει. Οι δράσεις που μου περιέγραψε πλημμύρισαν το κενό που θα άφηνε μια φιλολογική απάντηση. «Στο φαρμακείο της γειτονιάς μαζεύονται φάρμακα, συστηματικά, που αποστέλλονται σε ένα ίδρυμα παιδιών με ειδικές ανάγκες. Το ίδιο φαρμακείο προσφέρει φάρμακα στο κοινωνικό φαρμακείο της περιοχής. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη περίπτωση, ένας χώρος γεμάτος χαρά και ελπίδα. Βλέπεις τους ανθρώπους, κι ειδικά τους ηλικιωμένους, να μπαίνουν μέσα σκεπτικοί και να γεμίζουν χαρά μέσα από το ενδιαφέρον των ανθρώπων του χώρου, που θα τους κάνει να ξεχάσουν για λίγο τα προβλήματα τους. Οι φαρμακοποιοί θα παραπέμψουν στο γιατρό, όποιον το έχει ανάγκη, χωρίς να τον επιβαρύνουν οικονομικά, θα του δώσουν φαρμακευτική περίθαλψη ακόμα κι αν δεν έχει να πληρώσει». Σα να μάντεψε τις σκέψεις μου εκείνη τη στιγμή και προφταίνοντας να μου λύσει τις απορίες, είπε: «όταν έχεις πάρει πολλή αγάπη στη ζωή σου, πρέπει να τη διοχετεύσεις προς τους άλλους. Γιατί να την κρατήσεις για τον εαυτό σου;».
Δέσποινα
/Τι γλυκό να σ’αγαπούν/
Στο φούρνο της κυρίας Σούλας γνώρισα τη Δέσποινα. Μπήκε μέσα σέρνοντας το καρότσι της, γελαστή και κεφάτη. Με σύστησαν. «Καναρινάκι μου» μου είπε και μου άγγιξε το πρόσωπο, πριν έρθει να καθίσει μαζί μας. Η πίστη της στους ανθρώπους ήταν μεγάλη. «Εγώ βλέπω συμπάθεια από τον κόσμο, βοηθάει. Βέβαια όσοι βοήθαγαν πάντα βοηθάνε και τώρα, δεν έχει αλλάξει αυτό».
Σχολιάσαμε τις μπότες της που τις φοράει ξεκούμπωτες. Μας εξήγησε πως της είναι λιγάκι στενές. Πριν από αυτές φορούσε ένα ζευγάρι που είχε αγοράσει από το παζάρι δύο ευρώ, αλλά ήταν μεγάλες, «σαν του παπουτσωμένου γάτου», την είδε μια κυρία να κυκλοφορεί με αυτές και της χάρισε τις δικές της. Φοράει και ένα μάλλινο καφέ καπέλο που της πάει πολύ και μεγάλα κοκάλινα γυαλιά που θυμίζουν δεκαετία του ’80. Συζητάμε για την προκατάληψη που έχει ο κόσμος συχνά, το φόβο πως αυτός που του παρουσιάζεται σαν άπορος προσπαθεί να τον εξαπατήσει. «Το έχουμε δει, το έχουμε ακούσει και σκληραίνει η καρδιά μας» λέει. «Εγώ μια μέρα γυρνώντας από το συσσίτιο συναντάω έναν άπορο στο δρόμο. «Πεινάω» μου λέει. Του προσφέρω το φαγητό μου, είναι απείραχτο, στο ταπεράκι ακόμα. Αρνείται να το πάρει, λέει πως δεν του αρέσει, αλλά επιμένω. Στο τέλος το παίρνει και το βρίσκω αργότερα στα σκουπίδια, δεν το έχει ανοίξει καν. Τελικά πρώτα βγαίνει η ζωή και μετά το λουστρίνι παπούτσι».
Παίρνει το καρότσι της και μια σακούλα φαγητό από την κυρία Σούλα και ετοιμάζεται να φύγει. «Εσένα σου άξιζε να ζεις έτσι;» της λέει εκείνη. «Είμαι ζωντανή όμως, εντάξει!», μας λέει γλυκά. Την κοιτάζει για λίγο με ένα βλέμμα όλο λατρεία. «Τι γλυκό να σ’ αγαπούν» λέει και ύστερα σέρνει πίσω της το καρότσι και βγαίνει από την πόρτα.
Κατερίνα
/Είμαι αλληλέγγυος;/
Αναζητώ την κοινότητα, τη συλλογικότητα, τη γειτονιά, την αλληλεγγύη και πέφτω πάνω σε όρους φθαρμένους, ιδεολογικά χρωματισμένους, πολιτειακά συσχετισμένους, αναχρονιστικούς. Μου λένε να αλλάξω τους όρους, να τους επαναπροσδιορίσω, να αναζητήσω το άλλο μου εγώ, το φαντασιακό του «εμείς» αλλά αυτό που ψάχνω είναι κάτι άλλο. Ψάχνω μια σχέση φυσική, αυτονόητη, πηγαία, ψάχνω το είμαι αλληλέγγυος γιατί μόνο ως τέτοιο μπορώ να δω τον εαυτό μου. Είμαι αλληλέγγυος; Τι θα πει είμαι αλληλέγγυος; Δε θα έπρεπε να υπάρχει συζήτηση, θα έπρεπε να είναι αυτονόητο και για σένα και για μένα ότι είμαστε σ’αυτό μαζί, σύντροφοι και συνοδοιπόροι και ως τέτοιοι απλώνουμε το χέρι ο ένας στον άλλο κάθε μέρα, είτε έχει ήλιο, είτε χιονίζει. Δεν αναζητάμε καμιά καινούργια ταυτότητα, ήμασταν από απαρχής του κόσμου κομμάτια του ίδιου ζωντανού οργανισμού, και ξέραμε πάντα πως αν πονάς εσύ θα πονέσω και εγώ και αν εσύ είσαι καλά θα είμαι καλά και εγώ, γιατί είμαστε ένα εγώ και εσύ.
Μαριλένα
/Αν…/
Είναι αφόρητη η μοναξιά αυτής της πόλης. Η αγριότητα της αδιαφορίας. Η αγριότητα της αποστροφής. Ο τρόπος που προσπερνάμε όσους εκλειπαρούν για βοήθεια. Η ευκολία, με την οποία τους ξεχνάμε μέσα στο επόμενο λεπτό. Ένας φοιτητής λιποθύμησε μέσα στον ΗΣΑΠ από ασιτία κι έγινε αποδέκτης αυτής της παγερής σιωπής. Ο ίδιος φοιτητής μετά από μερικούς μήνες, όταν δέχθηκε μια βίαιη χειρονομία ενός ελεγκτή των αστικών συγκοινωνιών, υποστηρίχθηκε από τους επιβάτες ενός ολόκληρου λεωφορείου. Κι αν; Αν σταματούσαμε να νιώθουμε μόνοι μας; Αν σταματούσαμε να είμαστε μόνοι μας; Αν ο κόσμος μας ήταν ένα απέραντο δίκτυο σχέσεων; Αν δεν είχαμε αρνηθεί τη βοήθεια σε όποιον μας τη ζήτησε; Αν όπως έλεγε ο Χοσέ Μαρτί «νιώθαμε στο μάγουλο μας το χαστούκι που δέχεται οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος»; Τότε τι; Τότε, παρότι δεν θα κατασκευάζαμε μια κοινωνία αγίων κατά το χριστιανικό πρόταγμα, σίγουρα θα κατασκευάζαμε μια κοινωνία Ανθρώπων.
Discussion about this post