Η Πόλις
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις–
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
Κ. Π. Καβάφης
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Στις μέρες μας είναι δύσκολο να ζητάς καλυτέρευση. Σε οτιδήποτε. Είναι τέτοια η ατμόσφαιρα που είμαστε προετοιμασμένοι για τα χειρότερα.
Μοιάζει λοιπόν περίεργο και αφελές το να ζητάς καλύτερη πόλη, καλύτερη ζωή. Και όμως δεν είναι λίγα αυτά που μπορούν να γίνουν. Είναι θέμα οπτικής, διάθεσης, μελέτης και σκέψης.
Η Πόλη είναι το κέλυφος της Ζωής έλεγε κάποιος διανοούμενος. Η Πόλη είναι η συμπύκνωση της Ιστορίας ενός τόπου, οι παρεμβάσεις του οργανωμένου Κράτους και η κίνηση των ανθρώπων της σε ενεργό χρόνο. Αυτά τα τρία στοιχεία, Ιστορία, Κράτος, άνθρωποι δημιουργούν την Πόλη.
Σήμερα τι αλήθεια συμβαίνει στην περίπτωσή μας; Η ιστορική μνήμη πάσχει από κοινωνικό αλτσχάιμερ. Το κράτος πρωτοστατεί σε αυτό. Από την ιστορική μνήμη δανειζόμαστε ό,τι και όπως θέλουμε στις δύσκολες στιγμές αλλά δεν την εντάσσουμε δημιουργικά στην καθημερινότητά μας. Το οργανωμένο κράτος ασχημονεί στην μνήμη. Ο μέσος άνθρωπος απλώς παρευρίσκεται και ξεχνά.
Οι παρεμβάσεις του κράτους, όταν δεν δημιουργούν πρόβλημα, είναι τις περισσότερες φορές άστοχες, νεοπλουτίστικες, απαίδευτες. Ένας πακτωλός χρημάτων σπαταλιέται σε κάθε λογής φαεινή με ή χωρίς ΜΚΟ…
Στην πραγματικότητα δεν αξιοποιούμε τόπους, ιστορία, μα πάνω από όλα τους ίδιους τους ανθρώπους μας.
Κτήρια, γειτονιές, ανθρώπινο δυναμικό, μνήμη, ιδέες ένας αστερισμός από δυνατότητες. Μία Πόλη διασπασμένη σε περιοχές. Μία κατευθυνόμενη κατανάλωση σε συγκεκριμένα σημεία. Μία ερήμωση και παραίτηση στην υπόλοιπη Αθήνα.
Αν θες να είσαι ρεαλιστής περισσότερα μπορείς να περιμένεις από την την κίνηση των ανθρώπων σε ενεργό χρόνο, δηλαδή από όλους εμάς. Είτε πρόκειται για την συλλογική δράση ομάδων νέου τύπου μακριά από τις κομματικές καρικατούρες του παρελθόντος, είτε από την προσωπική στάση που ανιδιοτελώς συμβάλλουν στο “κέλυφος’’ και στην “ψυχή’’.
Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, τουλάχιστον εμείς δεν τις έχουμε. Παρακάτω παραθέτουμε απόψεις. Φαινομενικά αταίριαστες μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα όμως κυκλώνουν το πρόβλημα, προσθέτουν μικρές αλήθειες και προβληματισμούς.
Στο τέλος μένει κάτι πολύ πιο πραγματικό, υγιές και ελπιδοφόρο από πολλά που τάζουν τον επίγειο Παράδεισο.
“Ας φτιάξουμε ένα κοινό παραμύθι”
Μάριος Στρόφαλης
Εσύ που γεννήθηκες, μεγάλωσες, σπούδασες και συνεχίζεις να ζεις στην Αθήνα, ή ίσως ήρθες μικρός, ή έφυγες για λίγο και ξαναγύρισες, αλλά τώρα πλέον μένεις στην Αθήνα, πες μου ειλικρινά, όταν περπατάς στην Αθήνα πόσα «γιατί;» σου έρχονται συνέχεια στο νου;
Γιατί αυτό να είναι έτσι, γιατί το άλλο ξέμεινε, γιατί το άλλο τ’ άφησαν και καταστράφηκε, γιατί να γίνει η ανάπλαση στο πεδίον του Άρεως, γιατί να γίνει η Αθηνά super market, γιατί να καεί το Μινιόν, γιατί να μην είναι η Ομόνοια στρογγυλή με γρασίδι και χιλιάδες άλλα τέτοια γιατί.
Πόσες φορές βγαίνεις από το σπίτι σου και λες, να πάρω την Ηπείρου ποδαράτο για να βγω στην Πατησίων ή την Ιουλιανού, όπου τα αυτοκίνητα κατεβαίνουν και δεν έχει καυσαέριο. Ανεβαίνεις κι επιλέγεις μάλλον την Ηπείρου γιατί εκεί έμενε ο Νίκος αλλά και η Σοφία. Αυτοί έκαναν καλά πάρτι και τα αναπολείς.
Σηκώνεις λίγο το κεφάλι και κουτσοβλέπεις λίγο Λυκαβηττό. Ξέρεις ότι πιο πάνω είναι ο κήπος του Μουσείου. Εκεί είχες και το πρώτο ραντεβού. Συνεχίζεις αλλά στην Γ’ Σεπτεμβρίου στρίβεις. Σε τραβάει η πλατεία της εφηβείας μας. Η Βικτώρια.
Όλα μπορεί να αλλάξουν αλλά όχι η νοσταλγία μας. Θυμάσαι συμμαθήτριες, συμμαθητές και πάρτι. Τους καφέδες στο maxim αλλά και τους λουκουμάδες στο perfeto. Όχι μη σκύψεις το κεφάλι. Λίγο ακόμα και βγαίνεις στην περατζάδα του Σαββατόβραδου.
Στην δική σου Πατησίων. Εκεί όπου όταν περνάς στη νησίδα μην ξεχνάς να κοιτάζεις δεξιά ψηλά τον Παρθενώνα. Μα που πήγαν τα θέατρα, που πήγαν οι κινηματογράφοι. Όχι μη είσαι σκυθρωπός. Η Πατησίων είναι εκεί. Ξανακοίτα ψηλά κι όπου να ‘ναι βγαίνεις στα πάρτι της Φωκίωνος.
Για θυμήσου πριν λίγα χρόνια τα ίδια σκεφτόσουν στην Αγίου Κων/νου. Αναρωτιόσουν: Πότε θα δω το Εθνικό θέατρο έτοιμο κι κείνο τον Άγιο Κων/νο χωρίς σκαλωσιές; Τα είδες. Τα βλέπεις και τα χαίρεσαι κι αν σηκώσεις ψηλά το κεφάλι θα δεις και λίγο Λυκαβηττό. Αυτός κι η Ακρόπολη ευτυχώς είναι πάντα εκεί.
Το μυαλό μου ταξιδεύει πια σε όλο το μήκος της Πατησίων μέχρι τους Αέρηδες. Που υπάρχει αλλού στον κόσμο αυτός ο δρόμος;
Μα που πήγαν όλοι οι φίλοι. Παλιά περπατούσα και συναντούσα πολλούς γνωστούς. Τώρα κανέναν. Μα που πήγαν όλοι οι γνωστοί είναι πιο ορθό.
Σκέφτομαι ότι τα τελευταία χρόνια έχω κάνει πολλούς καλούς φίλους και ακόμα καλύτερους συνεργάτες και η διάθεσή μου ανεβαίνει.
Μετράω τους ταλαντούχους Αθηναίους, Έλληνες και μη, που γνωρίζω και περνάνε κάμποσα λεπτά. Είναι πολλοί.
Απαριθμώ όλους μου τους συνεργάτες στο μικρό Παρίσι των Αθηνών. Είναι ένας κι ένας και είναι πολλοί και ταλαντούχοι.
Παλινδρομώ στην αναπόληση και στην προσδοκία για ένα παραμυθένιο αύριο. Επίσης σκέφτομαι την κίνηση στους δρόμους του κέντρου τα παλιά τα χρόνια που δεν υπήρχε το μετρό. Σκέφτομαι τον πολιτικό διχασμό της 10ετίας του ‘80 και μιζερεύω.
Σταματώ να αναπολώ, κοιτάζω γύρω μου. Κοιτάζω βλέμματα, κοιτάζω τα κτίρια, κοιτάω ψηλά, γυρεύω το αφήγημα που θα πω στον εαυτό μου, θα το πιστέψω, θα νιώσω χαρούμενος και αμέσως θα μοιραστώ την χαρά μου και μ’ άλλους.
Ωραία κτίρια έχει το κέντρο αλλά μια πόλη είναι κυρίως οι άνθρωποι της. Απλοί άνθρωποι, όλων των ηλικιών, που παλεύουν να επιβιώσουν, που δημιουργούν, που ο νους τους ταξιδεύει.
Τι ζητάμε όλοι; Mια καλύτερη ζωή σ’ αυτήν την πόλη που επιλέξαμε ή μας επέλεξε. Σκέφτομαι πως αν μ’ ένα ραβδί μπορούσα να χαρίσω το συναίσθημα της ευτυχίας στους γύρω μου κι αυτοί το μετέδιδαν σε άλλους, η ζωή θα γινόταν καλύτερη για όλους σ’ αυτήν την ίδια μας την πόλη.
Φαντάσου, αν γινόταν να γεμίσουμε με δημιουργία, τέχνη και ομορφιά ξεχασμένους θησαυρούς της Αθήνας, όπως το πεδίον του Άρεως ή το ξενοδοχείο Ακροπόλ, τι αύριο θα φτιάχναμε.
Κι όμως, βρέθηκα σε πολλές συζητήσεις για το πως θα αξιοποιήσουμε πολλούς χώρους τα τελευταία χρόνια. Πάντα έφευγα με βαρύ φορτίο θλίψης. Δεν μου πήρε πολύ καιρό να καταλάβω πως δεν έχει κανένα νόημα να αξιοποιήσεις κτίρια αν πρώτα δεν αξιοποιήσεις τους ανθρώπους.
Πόσο αναξιοποίητο είναι στ’ αλήθεια το ταλαντούχο ανθρώπινο δυναμικό αυτής της πόλης;
Πολύ και η πολιτεία δεν είναι σε θέση να το αξιοποιήσει. Η λέξη που μου έρχεται στο μυαλό είναι η αυτο-αξιοποίηση. Ας φτιάξουμε ένα κοινό παραμύθι, ας αξιοποιήσουμε οι ίδιοι τα ταλέντα μας, ας ενώσουμε τις δεξιοτεχνίες μας κι ας βελτιώσουμε με ομαδικότητα, όραμα και συνέπεια το δημιουργικό κομμάτι της ζωής μας στον ελεύθερό μας χρόνο κατ’ αρχήν και μετά βλέπουμε.
Η ελπίδα δεν θα έρθει επειδή μας την υπόσχονται οι πολιτικοί ως καραμπόλα μιας οικονομικής ανάτασης. Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι. Την ελπίδα πρέπει να την φτιάξουμε, να την πλάσουμε, να την μπολιάσουμε με φίλους και συνοδοιπόρους και να τολμήσουμε να συνδημιουργήσουμε. Όποιοι μπορούμε. Σιγά σιγά κι άλλοι θα ακολουθήσουν.
Το αφήγημα κρύβει μέσα του χαρά και πιστέψτε με, πετυχαίνει.
“Ικανοποίηση της δημιουργίας”
Δημήτρης Ανδρεανάκης
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ανθρώπου είναι η ανάγκη του να εκφράζεται μέσα από μία δημιουργική διαδικασία, είτε αυτή αφορά στη δημιουργία ενός στοιχείου που ευχαριστεί τις αισθήσεις (ζωγραφική, μουσική, χορός κλπ) είτε αφορά στην δημιουργία ενός αισθητικά ξεχωριστού αλλά και χρηστικού αντικειμένου (ανάμεσα στα πάμπολλα η υφαντική, η κεραμική και τόσα άλλα…)
Με το πέρασμα των χρόνων και μετά τις αλλαγές που έφερε η βιομηχανική επανάσταση, η αξία της αυτοματοποιημένης παραγωγής υπερεκτιμήθηκε, δόθηκε έμφαση στην ευκολία παραγωγής μίας μεγάλης γκάμας προϊόντων με μηχανικό τρόπο, πράγμα που εξοικονόμησε σαφώς χρόνο και ενδεχομένως και σωματική καταπόνηση από τον άνθρωπο αλλά συνάμα του στερούσε τη χαρά του να βιώνει την δημιουργία μέσα από τον κόπο των χεριών του και την προσωπική του έμπνευση.
Στις μέρες μας όλο και περισσότεροι άνθρωποι στρέφονται προς τα πίσω και αναζητούν τον δικό τους τρόπο δημιουργικής έκφρασης, μέσα από παραδοσιακές αλλά και πιο μοντέρνες δημιουργικές ασχολίες.
Ανάμεσα στις διάφορες τέχνες και τεχνικές που κρατούσαν τους ανθρώπους απασχολημένους αλλά και συνάμα δημιουργικούς, αλλά και που τους πρόσφεραν την χαρά να βλέπουν να ξετυλίγονται μπρος στα μάτια τους τα δημιουργήματα των χεριών τους, ήταν και η υφαντική στον παραδοσιακό αργαλειό αλλά και σε κάθε άλλο μέσο υφαντικής.
Εμείς, οι συντελεστές της επιχείρησης Icarus Looms, ξεκινώντας αρχικά από μία δική μας εσωτερική ανάγκη να διοχετεύσουμε την δημιουργικότητα μας σε ένα χειροποίητο προϊόν, να του δώσουμε «σάρκα και οστά», αλλά και από την άλλη επιθυμώντας να παράγουμε κάτι που θα δώσει και στους συνανθρώπους μας τη χαρά της δημιουργίας, στραφήκαμε στην ποιοτική κατασκευή μίας μεγάλης γκάμας αργαλειών αλλά και άλλων μέσων υφαντικής.
Σήμερα είμαστε στην ευχάριστη θέση να διαθέτουμε έναν μικρό, φιλόξενο και χαρούμενο χώρο στο κέντρο της Αθήνας, γεμάτο από τα «εργαλεία» που θα χρειαστεί κάποιος για να δώσει μέσα από την φαντασία του υπόσταση στη δημιουργική του έκφραση.
Μέσα από την ενθουσιώδη ενασχόληση μας με το χώρο της υφαντικής, έχουμε γίνει αποδέκτες της ανάγκης για δημιουργική έκφραση κυρίως των ανθρώπων που ζουν στην μεγάλη πόλη, μιας επιθυμίας που στα μάτια μας ερμηνεύεται ως πρωταρχική ανάγκη επανασύνδεσης με την παράδοση αλλά και διεξόδου από την επαναλαμβανόμενη ρουτίνα της καθημερινότητα.
Η τέχνη πάντα συμβάλει στο να βιώνουμε την ζωή με μία θετική ματιά!!
Η Icarus Looms ξεκίνησε με ενθουσιασμό να παράγει αρχικά μικρούς λειτουργικούς αργαλειούς (επιτραπέζιους αργαλειούς, τελάρα ταπισερί, inkle loom) αλλά δεν άργησε να συμπεριλάβει στην γκάμα της και πιο στιβαρούς επιδαπέδιους αργαλειούς δικής της κατασκευής, για αυτούς που θα ήθελαν να ασχοληθούν με την υφαντική και σε επαγγελματικό επίπεδο.
Στην συνέχεια ήρθε η φυσική εξέλιξη που είναι αυτή της συνεργασίας με οίκους του εξωτερικού, που πλούτισαν το εύρος των αργαλειών που εμπορευόμαστε, και μας έδωσαν την δυνατότητα να ενισχύσουμε την παρουσία μας με μοντέλα dobby (από την Φινλανδική Toika) αλλά και μικρούς χρηστικούς αργαλειούς «rigid heddle» (από την Πολωνική Kromski).
Οι αργαλειοί μας έχουν ήδη μπει σε σπίτια της μεγάλης μας πόλης, έχουν αρχίσει να χαρίζουν στους χειριστές τους την μεγάλη ικανοποίηση της δημιουργίας και της επανασύνδεσης με την κοινή ανθρώπινη εσωτερική ανάγκη που είναι αυτή της δημιουργίας μέσα από τα ίδια μας τα χέρια.
Η δημιουργία θα είναι πάντα μία «θεραπευτική» διαδικασία, με την έννοια ότι ο άνθρωπος αισθάνεται ικανός να παράγει με τις δικές τους δυνάμεις και δεξιότητες, κι επίσης ότι του δίνει την ικανοποίηση να δει τον οραματισμό του να παίρνει απτή, αισθητική αλλά και χρηστική μορφή.
Η Icarus Looms, έχοντας ήδη αποκτήσει συναίσθηση της σπουδαιότητας της δημιουργίας των ανθρώπινων χεριών επιθυμεί να στηρίξει με όλες τις δυνάμεις της, την προώθηση της τέχνης της υφαντικής, πιστεύοντας πως συμβάλει σε μία καλύτερη ζωή για τους συνανθρώπους μας που ζουν στις μεγάλες πόλεις αλλά και στην επαρχία!
Έχοντας δεχθεί την χαρά των ανθρώπων που έχουν δει τα έργα τους να δημιουργούνται «πόντο με τον πόντο» μπροστά στα μάτια τους, ευχόμαστε με όλη μας την ψυχή οι συνάνθρωποι και συμπολίτες μας να βρουν τις δικές τους δημιουργικές διεξόδους, να δώσουν στην καθημερινότητα τους μέσα στην πόλη το χρώμα της δημιουργίας που τους ταιριάζει!!
Αργαλειός
Ευβοίας 86, Αθήνα
Τ.: 210 8827955
F: Icarus Looms Ελληνικοί Αργαλειοί
S: www.icaruslooms.com/
“Θέλω ντίζελ”
Λάκης
Ξέρω πως πολλοί θα τρελαθούν με τον τίτλο. Αλλά εγώ σας λέω πως το ζήτημα είναι τι πόλη θέλουμε.
Προσέξτε! Διώχνουμε από την πόλη την παραγωγή, διώχνουμε τα γήπεδα, διώχνουμε τα Πανεπιστήμια.
Είναι γελοίο αλλά άκουσα νέους ανθρώπους να μην νοικιάζουν σπίτι γιατί έχει δίπλα σχολείο Δημοτικό και δεν μπορούν την φασαρία.
Μακριά λοιπόν και τα σχολειά και οι Εκκλησίες και όλα. Και αν κάποιοι τσαντίζονται με το ντίζελ εγώ γελάω με τα αποτελέσματα της αποβιοτεχνοποίησης σε συγκεκριμένες περιοχές (μην τις αναφέρω τώρα, δεν χρειάζεται) που άνοιξε τον δρόμο σε γκέτο διασκέδασης!
Όλα τα μαγαζιά να μοιάζουν μεταξύ τους, να μπερδεύονται οι μουσικές, να γίνεται της ηχορύπανσης. Η Πόλη είναι ζωντανή όταν μπορεί να υποδεχτεί, να αγκαλιάσει όλες τις εκφράσεις της ζωής.
Καθόλου δεν με ενοχλεί το τακ-τακ μιας βιοτεχνίας ρούχων, το παιδομάνι που φωνάζει στα διαλείμματα. Ούτε και οι φωνές των φιλάθλων Κυριακή μεσημέρι. Οδηγούμαστε σε πόλεις αποστεωμένες, γκετοποιημένες και κοινωνικά φτωχές! Σε πόλεις που θα επικρατούν οι ΖΩΝΕΣ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗΣ τέλεια καθοδηγούμενες.
Εκατό χιλιάδες θα γυροφέρνουν σε αυτά τα σημεία και όλοι οι υπόλοιποι θα κάνουμε βάρδιες μέσα στο σπίτι μας. Θα κάνουμε μιάμιση ώρα να φτάσουμε στην δουλειά μας. Θα φοβόμαστε να κυκλοφορήσουμε το βράδυ στις γειτονιές μας μιας και όλα θα έχουν μεταφερθεί εκεί που προστάζουν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.
Ποιος υποστηρίζει με σοβαρά επιχειρήματα και όχι με συνθήματα και φωνές πως δεν μπορεί να υπάρχει παραγωγή μικρής και μεσαίας κλίμακας μέσα στον αστικό ιστό; Η τεχνολογία καταπολέμησης ρύπων έχει εξελιχτεί τόσο που πολλά μπορούν να γίνουν.
Ποιος θα ήταν αντίθετος να ξαναλειτουργήσει το Πολυτεχνείο σαν εκπαιδευτικός χώρος και όχι σαν σάκος του μποξ; Ποιος δεν θα υποστήριζε την αξιοποίηση δεκάδων έρημων κτηρίων σε όλη την Αθήνα με μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον και αξία;
Αλλά το βασικό είναι τι είδους Πόλης θέλουμε και τι τρόπο ζωής. Και εδώ ξεκινά μια μεγάλη αντιπαράθεση. Θέλουμε πραγματικές πόλεις που να αντέχουν την ποικιλία και όχι καμένες ελεγχόμενες από την μαφία (οικονομική και μη) περιοχές.
Υ.Γ. και όλοι αυτοί (ΜΚΟ και μη) που ντύνουν με σεμεδάκια δέντρα ας καταλάβουν ότι στην καλύτερη περίπτωση απλώς καταναλώνουν άσκοπα τον χρόνο τους. Εκτός και αν παίρνουν ευρωπαϊκές επιδοτήσεις οπότε αλλάζει το πράμα…
“Μήπως πρέπει να ανακατέψουμε την τράπουλα… εεε… την πόλη;”
Λέανδρος Σλάβης
Όπως υποστήριζε ο Γκουστάβο Τζιοβαννόνι, μία από τις σημαντικές μορφές της ιταλικής πολεοδομίας του μεσοπολέμου, «μία πόλη πρέπει να επιτρέπει στον πληθυσμό να εργάζεται χάρις σε μία λελογισμένη διασπορά των λειτουργιών και των υπηρεσιών».
Μια αντίκρουση της άποψής του δεν θα ήταν εύκολη. Θεωρητικά τουλάχιστον, γιατί στην πράξη η κατάσταση κυρίως στις σημερινές μεγαλουπόλεις πόρρω απέχει από το να είναι συμβατή με αυτήν.
Στις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας (και όχι μόνον) σε πλείστες όσες περιπτώσεις η κατοικία συνδεόταν ακόμα και οργανικά με τον χώρο εργασίας. Εξαίρεση αποτελούσαν οι (εμπορικές κυρίως) δραστηριότητες που αναπτύσσονταν στην “αγορά”.
Στις ευρωπαϊκές μεσαιωνικές πόλεις τον ρόλο της αγοράς για πολλές εμπορικές ή βιοτεχνικές δραστηριότητες και την παροχή ορισμένων υπηρεσιών έπαιζε η “πλατεία”, η “piazza”, η “πιάτσα” της γνωστής έκφρασης. Φυσικά, όσο οι πόλεις μεγάλωναν η “πλατεία” έδινε τη θέση της σε περισσότερες “πλατείες” σε πολυπολικές πόλεις ή, όπου το συγκεντρωτικό πρότυπο επικρατούσε, στη συνύπαρξη μιας κεντρικής “πλατείας” με μικρότερης εμβέλειας περιφερειακές “πλατείες”.
Το μοντέλο αυτό, όμως, δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες που προέκυψαν, κυρίως (αλλ’ όχι μόνον) ως συνέπεια της βιομηχανικής επανάστασης. Οι πόλεις γιγαντώθηκαν και οι μετακινήσεις από το ένα σημείο τους στο άλλο κατέστησαν ιδιαίτερα χρονοβόρες.
Παράλληλα, πολλές μεταποιητικές μονάδες επιζητούσαν να εγκατασταθούν ή να μεταφερθούν μακριά από το κέντρο σε σημεία που προσφέρανε παραγωγικά πλεονεκτήματα (π.χ. κοντά στις πηγές των πρώτων υλών ή στα σημεία που εξυπηρετούσαν καλύτερα τα μεταφορικά μέσα).
Αργότερα δε οι κάτοικοι των πόλεων αισθάνθηκαν την ανάγκη να απαλλαγούν από τις ρυπογόνες βιομηχανίες με τις οποίες γειτνίαζαν και τις εξοστράκισαν σε απόμακρες θέσεις.
Η ανάγκη προσαρμογής στις νέες συνθήκες ευνόησε εξελίξεις. Κάποιες δρομολογήθηκαν τρόπον τινά αυθόρμητα, δηλαδή από περίπου ομοιόμορφη αντίδραση ομάδων ανθρώπων.
Έτσι, πολλές οικογένειες εργαζομένων σε μονάδες που βρίσκονταν έξω από τα αστικά συγκροτήματα μετακινήθηκαν, συχνά άναρχα και παραβλέποντας τις συνέπειες στην υγεία, σε ακατοίκητες εκτάσεις κοντά στον τόπο εργασίας τους παρασύροντας και τις αναγκαίες δραστηριότητες εξυπηρέτησης των νέων οικισμών (όπως, χαρακτηριστικά στα καθ’ημάς, το προσωπικό της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης του Περάματος).
Άλλες πάλι προτίμησαν κάπως πιο οργανωμένες οικιστικές ζώνες και σχηματίσανε τις αποκαλούμενες “πόλεις-υπνωτήρια” (“villes dortoirs” στα γαλλικά, “dormitory town” ή “bedroom community” στα αγγλικά/αμερικάνικα), καθώς δεν προσφέρανε παρά τις στοιχειώδεις ανέσεις διαβίωσης: διατροφή, ύπνο, άντε και κάποια ερασιτεχνική ενασχόληση με έναν κηπάκο.
Ευπορότερες πληθυσμιακές ομάδες, πάλι, αναζήτησαν μία οικιστική ουτοπία, μία “προαστιακή ουτοπία” (“subtopia” διεθνώς) στο μεταίχμιο της αστικής με την αγροτική ζώνη, όπου θα συνδύαζαν τα πλεονεκτήματα της ζωής κοντά στη φύση χωρίς να στερηθούν τις ανέσεις και την ψυχαγωγία των αστικών κέντρων.
Άλλες προέκυψαν ως αποτέλεσμα πολεοδομικού/χωροταξικού σχεδιασμού. Οι κυβερνήσεις ή οι αρχές της κατά τόπους τοπικής αυτοδιοίκησης χωροθέτησαν ειδικές περιοχές για την εγκατάσταση βιομηχανικών ή/και βιοτεχνικών μονάδων (όπως οι ελληνικές ΒΙ.ΠΕ.) έξω από τα αστικά κέντρα για να τα αποσυμφορήσουν και να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης σε αυτά.
Γενικά δεν επιχείρησαν μία περιχαράκωση λειτουργιών (κατοικίας, εμπορίου, ψυχαγωγίας κ.λπ.) σε αμιγή ή μεικτή μορφή σε ανεξάρτητους αστικούς και περιαστικούς πόλους.
Ενώ, όμως, στην αρχή φάνηκε ότι αυτές οι επιλογές τελεσφορούσαν, στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι ανέκυπταν νέα προβλήματα. Το κυριότερο από αυτά οφειλόταν στο ότι η χωροταξική απομάκρυνση των δύο βασικών χώρων όπου βρίσκεται σχεδόν καθημερινά ένα άτομο (κατοικία – χώρος εργασίας) είχε ως αποτέλεσμα την ανάγκη μετακινήσεων σε μεγάλες αποστάσεις που δεν ήταν εφικτό να πραγματοποιούνται πεζή με την αναγκαία συχνότητα (δύο ή και τέσσερις παλιότερα φορές την εργάσιμη ημέρα).
Η προσφυγή σε μηχανοκίνητα μέσα ήταν αναπόφευκτη. Αυτή, όμως, απαιτεί θηριώδεις δημόσιες επενδύσεις σε οδικές υποδομές για την εξυπηρέτηση των ιδιωτικών μετακινήσεων και υποδομές τόσο οδικές όσο και μέσων σταθερής τροχιάς (σιδηρόδρομος, τροχιόδρομος…) κυρίως για τις δημόσιες συγκοινωνίες, στις οποίες πρέπει να προστεθεί τόσο το κόστος προμήθειας, λειτουργίας και συντήρησης των οχημάτων καθεμιάς όσο και οι κρατικές ή δημοτικές επιδοτήσεις για να κρατηθεί χαμηλά η τιμή του κομίστρου.
Αλλά και σε χώρους στάθμευσης ιδιαίτερα στους προορισμούς.
Πρόσθετα, αυτές οι μετακινήσεις κοστίζουν ανθρωποώρες εργασίας στην οικονομία, ενώ αφαιρούν ζωτικό ελεύθερο χρόνο από τους εργαζόμενους. Τόσο από τους ασθενέστερους οικονομικά, οι οποίοι συνωστίζονται σε βραδυπορούντα οχήματα εφόσον δεν αντέχουν την πολυτέλεια του ιδιόκτητου μέσου, όσο και από υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων για τα οποία το “ωράριο” ηχεί ως μία ακατάληπτη έννοια.
Ήδη το 1902(!) ο σημαντικός γερμανός φιλόσοφος Γκεόργκ Ζίμμελ επεσήμανε σε κείμενό του σχετικά με τις μεγαλουπόλεις «το μέγεθος των αποστάσεων, που μετατρέπει κάθε αναμονή και κάθε αχρείαστη μετακίνηση σε χάσιμο αναντικατάστατου χρόνου»!
Η παρεπόμενη ανάγκη εξοικονόμησης χρόνου επέβαλε στη συνέχεια την προσφυγή σε ταχύτερα μέσα μετακίνησης, τα οποία συνεπάγονται μεγαλύτερες επενδύσεις.
Το πλέον – αν όχι το μοναδικό – πρόσφορο μέσο για υφιστάμενα πολεοδομικά συγκροτήματα είναι φυσικά το μετρό. Τα υπόλοιπα, όπως το τραμ, είναι «ιστορίες για αγρίους» σε πόλεις με ανεπάρκεια υποδομών, δρόμων με μεγάλο πλάτος και ελεύθερων χώρων, όπως η Αθήνα!
Η έλλειψη επαρκούς ελεύθερου χρόνου, με τη σειρά της, είχε ως συνέπεια την αδυναμία εξυπηρέτησης άλλων αναγκών του ατόμου, κατά κύριο λόγο των αγορών κάθε είδους αγαθών – και κυρίως των αγαθών καθημερινής ανάγκης (τρόφιμα, είδη οικιακής χρήσης) – και διαφόρων συναλλαγών (πληρωμές λογαριασμών, γραφειοκρατικές διαδικασίες).
Η αντιμετώπισή τους απαίτησε την επέκταση του ωραρίου λειτουργίας καταστημάτων και γραφείων εξυπηρέτησης του κοινού (άνοιγμα τραπεζικών καταστημάτων το Σάββατο, λειτουργία θυρίδων εξυπηρέτησης κοινού ως αργά το βράδυ κ.λπ.).
Τουλάχιστον στις χώρες όπου το κράτος σέβεται τον πολίτη και όχι στο Ελλαδιστάν όπου προέχει η καλοπέραση του Δημοσίου (και άλλων προνομιούχων τομέων, π.χ. τραπεζικός τομέας) σε βάρος τόσο της οικονομίας όσο και της ψυχικής υγείας των πολιτών.
Ουσιαστικά, η νέα κατάσταση της πόλης έπαψε να ανταποκρίνεται στο πρόσταγμα του Τζιοβαννόνι «να επιτρέπει στον πληθυσμό να εργάζεται χάρις σε μία λελογισμένη διασπορά των λειτουργιών και των υπηρεσιών».
Το εμπόριο, από την πλευρά του, αντέδρασε με την μετακίνησή του κοντά στους νέους τόπους κατοικίας και την συγκέντρωσή του σε μεγάλες πολυδύναμες μονάδες. Έτσι, άρχισαν να φυτρώνουν τα διάφορα εμπορικά κέντρα σε προνομιούχες τοποθεσίες κοντά σε σταθμούς μετρό και σε οδικές αρτηρίες που οδηγούν σε προαστιακούς ή/και περιαστικούς τόπους κατοικίας.
Αυτή η εξέλιξη ακύρωσε κατά μεγάλο μέρος την αρχική τάση διατήρησης των εμπορικών δραστηριοτήτων στο κέντρο των πόλεων (το “εμπορικό κέντρο”). Με αυτόν τον τρόπο, όμως, επήλθε μία σταδιακή ερήμωση των κέντρων, την οποία επέτεινε η απομάκρυνση της κατοικίας από αυτά, καθώς τα άτομα δεν είχαν είτε την διάθεση είτε τον αναγκαίο χρόνο να (επαν)έλθουν σε αυτά μετά την επιστροφή τους από την εργασία.
Προτιμούσαν κατά κανόνα είτε την απομόνωση (μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες – τους “boop tubes” κατά την αμερικανική έκφραση της δεκαετίας του ’70) είτε την ψυχαγωγία που προσφέρουν γειτονικοί χώροι (κατά κανόνα κινηματογράφοι που άνοιξαν στα πολυσύχναστα εμπορικά κέντρα τύπου “mall”), η οποία, σημειωτέον, είναι χαμηλής έως μέσης ποιότητας.
Η προτίμηση αυτή είχε αρνητική επίπτωση στις πολιτισμικές εκδηλώσεις υψηλότερου επιπέδου που παραμένουν αναγκαστικά στο κέντρο γιατί απευθύνονται στο σύνολο της κοινωνίας του πολεοδομικού συγκροτήματος και όχι σε μερικά προνομιούχα στρώματα.
Παράλληλα, η σταδιακή ερήμωση του κέντρου έδωσε ελεύθερο χώρο σε οχληρές λειτουργίες, οι οποίες το έκαναν ακόμα πιο αφιλόξενο για μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές προσπάθειες να δοθεί εκ νέου ζωή στο κέντρο μιας πόλης – και όχι μόνον στην Αθήνα – έπεσαν στο κενό, δεν είχαν, δηλαδή, τα επιθυμητά αποτελέσματα. Άλλωστε, δεν πρόκειται για αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο.
Για παράδειγμα, σε μία πολύ πρόσφατη κοινή έρευνα της Γενικής Επιθεώρησης Οικονομίας και του Γενικού Συμβουλίου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης της Γαλλίας διαπιστωνόταν «μία δομική εμπορική παρακμή των κέντρων της πόλης».
Από μία άλλη σκοπιά, η “φυγή” προς διαφορετικούς προορισμούς των κοινωνικών στρωμάτων είχε σημαντικές αρνητικές παρενέργειες. Όπως, έναν εντονότερο ταξικό διαχωρισμό καθώς αλλού κατευθύνθηκαν τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα και αλλού τα ισχυρότερα, ενώ πρωτύτερα επικρατούσε μεγαλύτερος συγχρωτισμός τους. Έτσι, όμως, εξασθενίζει η κοινωνική συνοχή που επικρατούσε άλλοτε.
Όταν, όπως λέει ο γάλλος κοινωνιολόγος Ζακ Ντονζελό, «Από τις γειτονιές στις “καλές συνοικίες” περνώντας από τις κατοικίες των μεσαίων τάξεων, υπήρχε ένας δρόμος που έδειχνε ένα εφικτό πέρασμα από τον ένα χώρο στον άλλο, που στηριζόταν κατά κάποιο τρόπο στη σχετική απόσταση μεταξύ τους και δημιουργούσε μία θετική δυναμική.».
Ή την δημιουργία κενών που ήρθαν να καλύψουν, συχνά με την συνέργεια παρεμβατικών επιλογών των αρμοδίων, χρήσεις που όξυναν τα προβλήματα. «Η γειτονιά έχει μετατραπεί σε διασκεδαστήριο», διαμαρτυρόταν προ καιρού εκπρόσωπος κατοίκων του Ρουφ και του Κεραμεικού, συμπληρώνοντας:
«Εμείς δουλεύουμε το πρωί. Δεν μπορούμε ούτε να κοιμηθούμε ούτε να ησυχάσουμε. Η κατάσταση έχει αγριέψει.». Και έχει δίκιο. Μία οχληρή λειτουργία είναι οχληρή για όλες τις υποδιαιρέσεις της πόλης και όχι μόνον για κάποιες προνομιούχες.
Εφόσον, όμως, είναι παράλληλα λειτουργικά απαραίτητη, όπως εν προκειμένω η ψυχαγωγία – διασκέδαση του πληθυσμού, δεν πρέπει να “γκετοποιηθεί” υποβαθμίζοντας γειτονιές και απαξιώνοντας περιουσίες που έχουν αποκτηθεί με κόπο! Αντίθετα, πρέπει να κατανεμηθεί με μέτρο σε όλη την έκταση της πόλης αμβλύνοντας τις ανισότητες.
Μήπως, λοιπόν, μετά από όλα αυτά έχει έρθει η ώρα να γίνει ένα βήμα προς τα πίσω; Να επιστρέψουν τα “φουγάρα” στην πόλη, όσα τουλάχιστον δεν είναι πια ρυπογόνα χάρις στις προόδους της τεχνολογίας, να κερματισθούν οι πόλοι όπου περιορίστηκαν οι διάφορες δραστηριότητες και να διασπαρούν “λελογισμένα” (όπως θα έλεγε ο Τζιοβαννόνι), να έρθουν πιο κοντά (όπως παλιότερα) τα κοινωνικά στρώματα;
“Για τα λεφτά τα κάνεις όλα;”
Σκύρου 35
Αν θέλει κανείς μια καλύτερη ζωή σε μια καλύτερη πόλη πρέπει να βάλει προτεραιότητες και ένα σύνολο από ιεραρχήσεις ώστε να προσδιορίσει ορισμένα ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια για μια αξιοβίωτη ζωή.
Αν μιλάμε για την Αθήνα, τις γειτονιές της, τα προάστιά της θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον υδροκεφαλισμό που έχει από την μια και τις τεράστιες ανισότητες που διαφοροποιούν τα διάφορα μέρη της. Άλλο Εκάλη και Κηφισιά κι άλλο το Μπουρνάζι, η Αργυρούπολη, η Κυψέλη, τα Σεπόλια.
Εδώ και χρόνια πολλοί νόμιζαν ότι όλα έχουν να κάνουν με το οικονομικό ζήτημα και νοιάζονταν μόνο για αυτήν την πλευρά της ζωής, παραμελώντας μια σειρά από άλλες. Η αντιπαροχή που οι νέοι δεν γνώρισαν διέλυσε μεγάλο μέρος κοινωνικότητας μέσα στις γειτονιές και όρθωσε πολυκατοικίες κλουβιά καταστρέφοντας πολλά στοιχεία ομορφιάς που υπήρχαν.
Το ίδιο παραμελήθηκε ο αθλητισμός, ο πολιτισμός, το πράσινο. Η Αθήνα ασχήμυνε κι ευτυχώς έχουν μείνει οι νεραντζιές να ευωδιάζουν την άνοιξη και να μας θυμίσουν ότι η πόλη θέλει να ζήσει. Οι θερινοί κινηματογράφοι κλείσανε, άλλη μια ασχήμια τεραστίων διαστάσεων, ενώ άλλοι χειμερινοί κατάντησαν σούπερ μάρκετ ή άλλου τύπου μαγαζιά. Κι όλα αυτά πολύ πριν την κρίση και τα μνημόνια.
Η επιβίωση τώρα της πόλης και η ποιότητα της ζωής σ’ αυτήν εξαρτάται από το πώς θα επιλυθούν όλα τα προβλήματα και πρώτα απ’ όλα από την κοινωνία, τους ανθρώπους.
Αν δεν μπορεί να ζήσει κανείς με την σύνταξη του παππού και της γιαγιάς και τους υπόλοιπους στο σπίτι άνεργους, αν δεν μπορεί να ζήσει με 240 ευρώ ένας νέος σε μια δουλειά, κι αν την βρει, έτσι θα πρέπει να καταλάβουμε πως δεν μπορεί να υπάρξει «μισή – πόλη» και λιγότερο που να κουτσοζεί και ένα άλλο μισό της πόλης να βυθίζεται στην μιζέρια και την απελπισία.
Ορισμένοι νόμιζαν ότι το παν θα ήταν αν ο βασικός μισθός θα ήταν 1300 ή 1040. Μεγάλες μάχες στους συνδικαλιστικούς χώρους γύρω από το θέμα. Άλλοι κλάδοι νοιάζονταν απλά για ένα παραπάνω επίδομα.
Αυτές οι αντιλήψεις άφησαν ανοχύρωτο τον κόσμο απέναντι σε αυτό που ήρθε και δεν φρόντισε κανείς να μπολιάσει το λεγόμενο κοινωνικό σώμα με μια συνείδηση που να στρέφεται σε μια ποιοτική πλευρά της ζωής.
Όλα ποσοτικοποιήθηκαν όλα έγιναν δυνατά με κάποιο δάνειο, για διακοπές, για σπουδές, για σπίτι, για αυτοκίνητο, για κατανάλωση, για πλάκα, για ταξίδια κλπ και οι περισσότεροι πίστεψαν ότι αυτή η δανεική ευμάρεια οδηγεί στο παράδεισο. Γελαστήκαμε όλοι, μάλλον χάσαμε τόσα και τόσα αφού είχαμε βουλιάξει σε αυτήν την ιδεολογία.
Σήμερα ίσως να τα κάνεις όλα για τα λεφτά, αλλά όχι όπως χτες και προχτές. Μπορεί να υπομένεις τα πάντα, μπορεί να οδηγήσει στην μετανάστευση, μπορεί να υπομένεις εξευτελισμούς κάθε είδους και περικοπές βασικών πραγμάτων φτάνει να έχεις την ψευδαίσθηση ότι εργάζεσαι και ίσως πληρωθείς. Χτες και προχτές νόμιζες ότι όλα θα είναι εύκολα και διαρκώς καλύτερα. Μετά πίστεψες πως το κακό θα κρατήσει για λίγο. Τώρα σε πιάνει απελπισία και είσαι διατεθειμένος να τα κάνεις όλα για λίγα ευρώ.
Κοίτα όμως ότι έτσι διαλύουν την κοινωνία και τον άνθρωπο μαζί. Έχεις τεράστια ανάγκη από τον πολιτισμό και την νεραντζιά, για να αντέξεις και για να παραμείνεις άνθρωπος και να ομορφαίνεις τον τόπο που ζεις, που σπουδάζουν τα παιδιά σου (για πιο μέλλον;) που θα γεράσεις και θα φύγεις μια μέρα. Τι ψυχή θα παραδώσουμε, τι πόλη θα αφήσουμε;
Τι ζωή θα υπάρχει;
Δεν σε νοιάζει; Όχι δα. Σε νοιάζει και σε παρανοιάζει, μην αρνείσαι τον εαυτό σου κι ότι έζησες. Η πόλη αυτή δεν θα πεθάνει αν δεν πεθάνει η ψυχή μας. Δεν είναι ζήτημα απλά χρημάτων και ευρώ.
Θέλω…
“Θέλω καλύτερα πεζοδρόμια… όταν είμαι πεζός. Όταν οδηγώ το αμάξι μου όμως θέλω να παρκάρω πάνω σε αυτά.
Θέλω να είναι όμορφη η πόλη μου… όταν κάνω την βόλτα μου. Όταν θέλω όμως να μπορώ να πετάξω τα σκουπίδια μου, να γράψω πάνω στους τοίχους, να κάνω διαφήμιση όπου και όπως γουστάρω.
Θέλω να πηγαίνουν όλα καλά στη ζωή μου, δουλειά καλή, λογαριασμοί στην ώρα τους, ποιότητα ζωής στην καθημερινότητα, σχέσεις όλα τέλεια, η ομάδα μου να κερδίζει… όταν δεν υπάρχει κρίση. Όταν υπάρχει η κρίση όμως, θέλω να τα παρατήσω, τίποτα δεν αξίζει, για όλα οι άλλοι φταίνε, χάνει και η ομάδα μου.
Θέλω να είμαι σωστός, δίκαιος, ηθικός, γενναιόδωρος… αλλά δεν βαριέσαι. Σ’ αυτήν την πόλη που ζούμε μπορώ να είμαι και λάθος, άδικος, ανήθικος και άπληστος.
Η ομάδα μου να κερδίζει… αυτό είναι που μετράει.”
Θανάσης
“Θέλω μια καλύτερη πόλη για μια καλύτερη ζωή. Οι πρώτες σκέψεις μου στο άνω ερώτημα, θα ήταν προφανώς προτάσεις για την βελτίωση της πόλης.
Λιγότερη κίνηση, καθαρότερος αέρας, περισσότερο πράσινο, περισσότεροι πεζόδρομοι κλπ. Θα μπορούσαμε όμως να πάρουμε ως δεδομένο ότι η πόλη μας, η Αθήνα, έχει ήδη κάποια εξαιρετικά στοιχεία και να εστιάσουμε σε αυτά.
Έχει μνημεία παγκόσμιας εμβέλειας, έχει σημεία σημαντικής ομορφιάς, έχει (ακόμη) ανθρώπινο μέτρο στο μέγεθος των κτιρίων της και στον «ρυθμό» της, έχει οάσεις ηρεμίας και πολιτισμού.
Η αλλαγή της πόλης αυτής καθαυτής, απαιτεί χρόνο, χρήμα και συνδυασμένη δράση χιλιάδων ανθρώπων. Η αλλαγή των «γυαλιών» όμως μέσα από τα οποία ο καθένας μας βλέπει και βιώνει την πόλη και την καθημερινότητα του, είναι άμεση και ανέξοδη. Η κρίση αποτέλεσε αφετηρία προβληματισμού, ενδοσκόπησης και εστίασης σε ότι πραγματικά αξίζει στην ζωή.
Φοράω τους λίγο πιο «αισιόδοξους φακούς» μου, ανακαλύπτω τα καλά της σημεία, επενδύω στις ποιοτικές, αληθινές ανθρώπινες σχέσεις, επενδύω στους φίλους μου και βλέπω μια καλύτερη πόλη. ”
John Chondros
“Ο κάθε ένας αντιλαμβάνεται διαφορετικά το τι σημαίνει ζωή πόσο μάλλον και τι σημαίνει καλή ζωή. Από τη μία, αυτό είναι καλό γιατί φαίνεται να υπάρχει ποικιλία σε απόψεις και οπτικές γωνίες. Από την άλλη φαίνεται να είναι και εμπόδιο όταν ο διπλανός, μας επιβάλλει τον διαφορετικό τρόπος ζωής του!
Ας εκφράσουμε όμως, τι σημαίνει για τη «Φωτεινή Κυψέλη» η έννοια «καλύτερη ζωή». Τι πιο απλό; Η ζωή με φως, μιλώντας μεταφορικά. Δηλαδή η ζωή της αισιοδοξίας, της ευγένειας και του σεβασμού στις ανάγκες του άλλου. Όχι το σκοτάδι που κρύβει η μιζέρια, η γκρίνια, η αγένεια και το προσωπικό συμφέρον. Γιατί τελικά, όπως είχαμε αναφέρει, ακριβώς ένα χρόνο πριν σε αυτό το περιοδικό:
«Ο ένας είναι ένας μαζί με τους άλλους, μόνος του είναι κανένας» όπως είπε ο Αντόνιο Πόρτσια. Αλλιώς ας μιλήσουμε για επιβίωση και όχι για ζωή.”
Φωτεινή Κυψέλη
“Ήταν Χριστούγεννα του 1991 όταν περπάτησα για πρώτη φορά όλο το μήκος της Πατησίων, από την αρχή της (δηλαδή αυτό που για μένα, μια ζωή κάτοικος Άνω Πατησίων, είναι η αρχή – για τους άλλους είναι το «τέρμα») μέχρι τα Χαυτεία.
Ακόμη και τώρα, 25 χρόνια μετά, η ανάμνηση αυτής της απογευματινής πεζοπορίας παραμένει ζωντανή στη μνήμη μου. Δεν είναι μόνο η νοσταλγία για τα φοιτητικά χρόνια ή η θύμηση της συντρόφου στη διαδρομή εκείνη· είναι η ανάμνηση της απόλαυσης να περπατάς σε φωτισμένους δρόμους, με ανοιχτά καταστήματα, με ανθρώπους να περπατούν μαζί μ’ εσένα ή αντίθετα από σένα στο πεζοδρόμιο.
Πάνω και πέρα από τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, επικρατούσε μια αίσθηση ζωντάνιας. Σε λίγα χρόνια η κόρη μου θα έχει την ηλικία που είχα εγώ τότε. Θέλω να μπορεί να περπατά σε έναν δρόμο με φώτα, ζωή και χαρούμενους ανθρώπους. Και θέλω να μπορεί να το κάνει χωρίς να χρειαστεί να ξενιτευτεί…”
Νικηφόρος Oυρανός
“Αξιοβίωτη είναι η ζωή σε μια πόλη χρωματιστή, φωτεινή, γεμάτη από ανθρώπους που στέκονται «δίπλα» και όχι «αντίκρυ». Η πόλη αυτή έχει σπίτια με πόρτες που «εκβάλλουν» στους δρόμους της σαν ρυάκια. Μέσα από τ’ ανοιχτά της παράθυρα βγαίνουν μουσικές, μυρωδιές, γάργαρα γέλια και φωνές παιδιών. Κι οι άνθρωποι, διαβαίνοντας τις θύρες τους, σπεύδουν να ανταμώσουν…
Οι δρόμοι ετούτης της πόλης είναι ανοιχτοί τόποι συνύπαρξης και περιδιάβασης. Κάπου-κάπου βρίσκουν άλλους δρόμους και τότε φτιάχνουν σταυροδρόμια –όχι «κόμβους»– όπου σμίγουν βήματα και βλέμματα, σιωπές και ήχοι, χρώματα και φώτα, οι εποχές…
Στην πόλη αυτή «διαβάζεις» την ιστορία, ιχνηλατείς τη συλλογική μνήμη και πλάθεις τις ολόδικές σου εμπειρίες, γι’ αυτό και είναι υπέροχο να περιπλανιέσαι μέσα της. Οι δρόμοι της «διαπαιδαγωγούν το βλέμμα» και σε καλούν να τους περπατήσεις – όχι να τους οδηγήσεις.
Τίποτε ασάλευτο δεν υπάρχει σ’ αυτήν την πόλη των ανθρώπων…”
Μαρία Μαυροειδή
“Σάββατο του Ιουλίου στην Αθήνα και αποφασίζω να βγάλω την Καλυψώ βόλτα… και κάπου εκεί αρχίζει το δράμα και η κωμωδία της ζωής στην Αθήνα… Που να πάμε; Και με τι;… ποδήλατο; Καρότσι… πόδια; Βλαστημάω πριν ακόμα βγω από το σπίτι…
Οι παιδικές χαρές κλειστές λόγω ακαταλληλότητας… υπάρχει μια ολοκαίνουργια, λαχταριστή – δίπλα στο δρόμο και την βαβούρα και το καυσαέριο της λεωφόρου Δημοκρατίας βέβαια -αλλά θα την ανοίξουν μετά τις εκλογές…!!!;
Το δεύτερο σενάριο είναι το πάρκο Τρίτση… βρώμα δυσωδία σκόνη και ασχήμια… τι στο διάολο να μάθει το παιδί μου εκεί μέσα; Σίγουρα από πρώτο χέρι, την μαλακία που μας δέρνει….”
Κώστας
“Σενάριο τρίτο και φαρμακερό… βουτάω την οικογένεια και αφού διακινδυνεύουμε την ζωή μας… διασχίζουμε ποτάμι, (ο θεός να κάνει τον Κηφισό, ποτάμι), Εθνική οδό, (χάνουμε την ακοή μας) και καταλήγουμε στον Σκλαβενίτη που και αιρκοντίσιον έχει και κούνιες… ΑΜΕ! Ποιότητά….
Πλησιάζει και ο Σεπτέμβρης και θα πρέπει να αποφασίσω αν η Καλυψώ θα πάει νηπιαγωγείο δίπλα στο εργοστάσιο της ΔΕΗ ή στο σχολείο με τον πυλώνα μέσα στο προαύλιο…
Ε άμε στο γέρο διάολο!!! …
Βαλίτσες εισιτήρια, διαβατήρια θλίψη και κουράγια… και να πως βρεθήκαμε στο Bath… με ένα άι σιχτίρ… και σιγοτραγουδώντας το: μια ζωή την έχουμε…
Ποδήλατο, περπάτημα , σχολείο με τα αυτονόητα… σεβασμός, ευγένεια, ηρεμία… και η λίστα δεν έχει τέλος…
Έκανα έτσι με τα χέρια μου και τίναξα από τον γιακά μου την μιζέρια και την κακομοιριά της Αθήνας…
Φύγαμε, όχι για διακοπές ούτε για ντόλτσε βήτα, φύγαμε γιατί θέλαμε να ζήσουμε σε μια όμορφη πόλη, σε μια οργανωμένη κοινωνία. Αφήσαμε πίσω φίλους, συγγενείς, τα ριζικά μας…
Το κόστος μεγάλο…αλλά και η ζωή μας μικρή…”
Ένιγουέη….
Love
• Οι φωνές των σχολιαρόπαιδων που πάνε περίπατο στο άλσος. Τετάρτη πρωί και ξυπνάς με τον σαματά από το δρόμο. Γέλια, στριγκλιές, μουσική και βουητό. Το σχολειό της γειτονιάς βγήκε περίπατο.
• Τα μικρά μαγαζιά που εμπορεύονται πράγματα που δεν είχες φανταστεί ότι υπάρχουν. Στις στοές, στα σοκάκια στα ισόγεια και τα ημιυπόγεια εδράζουν μάστορες πάσης φύσεως που ακονίζουν ψαλίδια, πουλάνε μπαχαρικά, φτιάχνουν σφραγίδες και ανανεώνουν ταπετσαρίες
• Τα παλιά νεοκλασικά που κρύβουν ιστορίες. Πίσω από τα ερειπωμένα τείχη μαντεύω σκαλιστά στολίδια και δρύινα πατώματα πλησιάζω και σχεδόν ακούω το πιάνο να συνοδεύει μια γυναικεία φωνή σε ένα παλιό ρομάντζο.
• Τα hotspot κουλουριών σε σταθμούς και πλατείες. Πεινάς και η λύση είναι μια. Η μάλλον 3: πολύσπορο, κλασσικό ή στριφτό. Γιατί κανένα έδεσμα δεν αντικαθιστά το κουλούρι.
• Τα φώτα της νύχτας που αγκαλιάζουν την πόλη. Ανάβουν τα παράθυρα και οι βιτρίνες, τα φώτα των αυτοκινήτων αφήνουν φωτεινές γραμμές πίσω τους. Ένα καλειδοσκόπιο από πυγολαμπίδες.
• Τα ευφάνταστα γκράφιτι που ντύνουν βαρετούς τοίχους. Σταματάω και παρατηρώ και χαμογελάω ή αναστενάζω. Μου θυμίζουν ότι δεν είμαι μόνος στην πόλη, ότι είναι και άλλος που είδε προοπτική για τον γκρίζο τούτο τοίχο.
• Την αίσθηση οικειότητας και ανωνυμίας ταυτόχρονα. Όλα γνωστά, και χάνομαι στο πλήθος. Στη γειτονιά είμαι επώνυμος, στο κέντρο τουρίστας.
• Τις μυρωδιές από φούρνους, μεζεδοπωλεία και καφεκοπτεία. Κάποιος ψήνει στο μαγκάλι, κάποιος στο ξυλόφουρνο και κάποιος αλέθει αρωματικό καφέ. Όλοι μαζί συνθέτουν το άρωμα του δρόμου.
• Τη διαφορετική θέα της Ακρόπολης από κάθε ταράτσα. Ανεβαίνεις και ψάχνεις να προσανατολιστείς με βάση τον ιερό βράχο. Και αν στον κρύβει η πολυκατοικία δίπλα, θα έχει πάντα τον Λυκαβηττό.
• Τις ουρές έξω από τα σινεμά και τα θέατρα το βράδυ. Χειμώνα- καλοκαίρι, καλοντυμένα ζευγαράκια και ηλικιωμένοι σινεφίλ δημιουργούν μια σειρά από μαύρες σιλουέτες μπροστά στις αφίσες και τα τις φωτεινές επιγραφές.
• Τις διαφορετικές γειτονιές με τους διαφορετικούς ανθρώπους. Διαφορετικές προφορές, ηλικίες και επαγγέλματα και σπίτια. Αλλού καλλιτέχνες, αλλού επαναστάτες, αλλού οικογενειάρχες, αλλού συντηρητικοί. Χιλιομετρικά κοντά, κοινωνικά αλλού για αλλού.
Hate
• Τα δακρυγόνα, τα μπλόκα και το κλειστό μετρό. Κάθε διαμαρτυρία και πόλεμος, μεταξύ των ίδιων και των ίδιων. Ένα παιχνίδι που κουράζει και εξοργίζει. Μόνιμη ασθενική κατάσταση μεταξύ καταστολής και εξέγερσης.
• Την αρχιτεκτονική που δεν εξυπηρετεί τον κάτοικο. Μεγαθήρια χωρίς γκαράζ, μνημεία αρχιτεκτονικής χωρίς κανένα νόημα, οικοδόμηση που “κλείνει” και άλλο τα μικρά σπίτια και καταβροχθίζει τους κοινόχρηστους χώρους.
• Τους λαθροπαρκαριστές των πεζοδρομίων. Δεν φτάνει που δεν ξέρουν τον ΚΟΚ, δεν νοιάζονται για κανέναν και τίποτα, είναι συνήθως εκείνοι που το αμάξι τους το εκτιμούν πιο πολύ και από τον σύντροφο.
• Το στριμωξίδι στα πολυκαταστήματα. Σπεύδουμε όλοι να καταναλώσουμε, μια άμορφη μάζα σακουλιών, χαρτονομισμάτων και καρτών. Λες και δεν είναι όλα τυποποιημένα, ίδια όπως χτες και όπως πέρσι
• Τα ετοιμόρροπα κτήρια. Επικίνδυνα αλλά κυρίως στενάχωρα, στέκουν κοιτώντας με τα άδεια παράθυρα. Που και που ένα ίχνος της παλιάς αίγλης αντηχεί σα μετέωρη κατηγορία.
• Τον γνωστό άγνωστο υπόκοσμο των κοριτσιών, των ουσιών και των συμμοριών. Οι άνθρωποι της νύχτας αλλά και της μέρας, τα σαρκοφάγα που τρέφονται με την ανθρώπινη αδυναμία, τη βία, την αμορφωσιά και τη φτώχεια.
• Τα μέσα μαζικής που δεν έρχονται ποτέ όταν τα χρειάζεσαι. Όσο και αν ακριβαίνει το εισιτήριο, τα ΜΜΜ επιμένουν να σε προδίδουν, λες και είναι συνεννοημένα να μην εξυπηρετούν το κοινό.
• Τον βανδαλισμό του κέντρου. Την πληρώνουν τα πεζοδρόμια και οι στάσεις για τις πολιτικές. Τα τρόλεϊ, οι τοίχοι και τα παράθυρα των υπουργείων. Στοχεύουμε στο περιεχόμενο και στοχοποιούμε το περιτύλιγμα
• Την αύξηση των αυτοσχέδιων κρεβατιών στα πεζοδρόμια. Κουβέρτες διάσπαρτες σα βάρκες κάτω από υπόστεγα και σκιές που κινούνται ανάμεσά τους. Και παραδίπλα άδεια κτήρια. Μυστήριο αστικό πως δεν συναντιέται ποτέ η ανάγκη με την προσφορά.
• Τη σνομπαρία και τον κατακερματισμό των προαστίων. Ο ένας δεν βγαίνει εκεί, ο άλλος δεν πατάει εδώ. Λες και έχει σύνορα και γκέτο η πόλη, λες και δεν βράζουμε όλοι στο ίδιο καζάνι. Αυτοί περιθωριοποιούνται, αυτοί χάνουν.
• Την μοναξιά των γιαγιαδοπαππούδων των πολυκατοικιών. Η ηλικιωμένη κυρία που μιλάει με τα φυτά της, και φτιάχνει δυο καφέδες το πρωί από συνήθεια, και ας μένει ο ένας να κρυώνει δίπλα σε μια φωτογραφία.
• Την ασφυξία και το τσιμέντο που καταπίνει το πράσινο. Τα παιδιά όλο και περιορίζονται, από τις αλάνες στα πάρκα, από τα πάρκα στις πλατείες και από τις πλατείες στην πυλωτή. Αν τσιμεντοποιηθούμε και άλλο θα παίζουν μπάλα μόνα στο δωμάτιό τους με συντροφιά το τάμπλετ.
Για ποιον είναι η πόλη τελικά; –Αγαθή Κάτσια
Ο πολυάσχολος
8.00. Φιλάει τη γυναίκα και τα παιδιά, μπαίνει στο αμάξι και ξεκινάει. Η κάθοδος της Κηφισίας ένα δράμα. Αλεξάνδρας κλειστή. 1 ώρα και 10 λεπτά για να φτάσει στο γραφείο. Συνήθως παρκάρει στον παράδρομο, κοντά σε ένα παλιό άδειο σπίτι. Η θέση κατειλημμένη σήμερα από κάποιον που πρόλαβε.
Πηγαίνει στο πάρκινγκ, πληρώνει τους δασμούς. Η μέρα αρχίζει, τηλέφωνα, συναντήσεις, συνεδριάσεις και υπογραφές. Έρχεται ο πολυαναμενόμενος καφές της γνωστής αλυσίδας, που κάνει τα μάτια να ανοίξουν λίγο. Πίνοντας, παρατηρεί τον καφενέ απέναντι, που συντηρείται με τους 10 ίδιους θαμώνες εδώ και 3 χρόνια. Σταθερά κάθε πρωί, εφημερίδα, τάβλι, κομπολόι και καφεδάκι. Επιχειρηματικά πλάνα σου λέει μετά.
Θυμάται ότι πρέπει να εγκρίνει δυο τρία από δαύτα. Μετά έχει συνάντηση στο υπουργείο. Τέλειωσε κι τούτη η μέρα. Στο δρόμο για να πάρει το αμάξι παρατηρεί τον ανταγωνιστή παρκαρίσματος να μαζεύει σοβάδες από την οροφή του αυτοκινήτου. Ο ίδιος στάθηκε τυχερός μέσα στην ατυχία του σήμερα φαίνεται. Μαζεύει τα παιδιά από την προπόνηση, τα ξαμολάει στο φροντιστήριο και επιστρέφει στο σπίτι.
Σήμερα θα έτρωγαν έξω με φίλους το βράδυ. Αλλάζει, ξανακατεβαίνει, βάζει βενζίνη, πηγαίνει στο φροντιστήριο, παραλαμβάνει τους απογόνους, τους παρκάρει στη γιαγιά, ξεκινάνε για το εστιατόριο. Αλλά είναι Παρασκευή βλέπεις, και δεν είναι οι μόνοι που ήθελαν να φάνε έξω. Η ώρα περνάει, το εστιατόριο δεν κοντοζυγώνει. Τηλεφωνήματα : “Αργείτε; Αργούμε και μεις”.
Ξαφνικά τραβάει μια απότομη τιμονιά, στρίβει στο στενό και επιστρέφει στη γειτονιά του. Η γυναίκα να ωρύεται. Ανενόχλητος βγαίνει από το αμάξι και πηγαίνει στην ταβέρνα της πλατείας. “Πες τους σήμερα τρώμε εδώ”. Τα πιασμένα από το γκάζι-φρένο πόδια ακουμπάνε πάτωμα και ανταποδίδει ένα χαμόγελο στον ηλικιωμένο ταβερνιάρη.
Άντε γιατί μας φάγαν οι δρόμοι.
Η μανούλα
Μαζεύει… καρότσι, πορτοφόλι, κινητό, κουβερτούλα, πάνες, πιπίλες, μπουφάν. Όλα εδώ. Ωχ, το παιδί. Παιδί στο καρότσι, πάει να κλείσει την πόρτα. Αχ, τα κλειδιά! Έτοιμη. Βγαίνουν για τσάρκα, σουπερμάρκετ, μανάβη, και μετά πλατεία. Στο δρόμο χαιρετάνε τον φαρμακοποιό και τη κοπέλα στο φούρνο.
Όλοι μας ξέρουν, όλους τους ξέρουμε. Λίγο στριμωχνόμαστε στα μαγαζιά, αλλά να είναι καλά ο κόσμος, όλοι χαμογελούν και βοηθάνε. Έτοιμα τα ψώνια, βαρύναμε, πάμε τώρα πλατεία να πάρουμε αέρα, μιας και δεν μας βρίσκεται κανένα πάρκο πρόχειρο. Να ‘τες και οι άλλες μαμάδες στα παγκάκια, το απογευματινό παρεάκι.
Η κουβέντα πηγαίνει σε παιδικούς σταθμούς (δημόσιο ή ιδιωτικό; με επιδότηση; κοντά στο σπίτι; θα έχει θέσεις;), στις κούνιες που γκρέμισαν πέρσι για επισκευή, και ακόμα να ξαναστήσουν, στις μπασκέτες που λειτουργούν τώρα σαν κούνιες αλλά ποιος-ξέρει-τι-κόσμο-μαζεύουν-το-βράδυ.
Και που αλλού να πας με το μωρό; Στον ηλεκτρικό το ασανσέρ χαλάει κάθε δεύτερη μέρα. Κουβέντα την κουβέντα πέρασε η ώρα, κοιμήθηκε και ο νεαρός. Πάμε σπίτι. Φορτωμένη με σακούλες, ανεβοκατεβαίνει τα πεζοδρόμια.
Ράμπες πουθενά, και ‘κει που υπάρχουν έχει παρκαρισμένα. Ωχ, ξύπνησε ο μικρός με τα τινάγματα. Ποιος τον ακούει τώρα… και έχει και έργα η ΔΕΗ απέναντι από το σπίτι. ΠΑΛΙ. Προβλέπεται δύσκολο το βράδυ. Αλλά που θα πάει, θα περπατήσει σε λίγους μήνες, θα ξεφορτωθούμε και το καρότσι. Τι να πουν και αυτοί που δεν έχουν αυτή την τύχη…
Ο φοιτητής
Καφές και τυρόπιτα από ξενύχτι, όλη η Αθήνα γυρισμένη με τα πόδια, λίγο νερό στο πρόσωπο, αλλαγή στο μπλουζάκι και έφυγε για τη σχολή. Το πρωί γκρίνια στο λεωφορείο, κάποιο πορτοφόλι λείπει, κάποιος δεν έχει να κάτσει, σε κάποιον πάτησαν το πόδι.
Δεν τον νοιάζει, έχει ακουστικά στα αυτιά, έχει τη μουσική, έχει τη μυρωδιά από το μαλλιά της κοπέλας ακόμα στο πρόσωπό του. Χάζεψε. Χάνει τη στάση, κατεβαίνει τρεχάτος στην επόμενη, ίσα που προλαβαίνει την πρώτη παράδοση, γαμώτο, και είναι υποχρεωτική για το εξάμηνο.
Τρέχει αλαφιασμένος στη Πατησίων, σκοντάφτει επάνω στο χαρτόνι “ΠΕΙΝΑΩ” του ήσυχου θαμώνα των πεζοδρομίων. Δεν σταματά, διασχίζει με κόκκινο, τα αμάξια κορνάρουν, φτάνει έξω από τις πόρτες της σχολής.
Καλώς τα ΜΑΤ, καλώς τα τάγματα ειδικής παρέμβασης. Κυνηγάμε τους πλανόδιους μέσα και έξω από το άσυλο. Ω ρε φίλε, πως θα μπω μέσα τώρα; Ψάχνει μανιωδώς να βρει πέρασμα στον κλοιό. Πέφτει επάνω σε μια αστυνομικίνα. Εκείνη γυρνάει απότομα. Ωπ… τι δουλειά είπαμε έκανε η κοπέλα; “Δεν σου λέω…” είχε πει παιχνιδιάρικα χτες. Του χαμογελάει.
Παρατηρεί ο,τι έχει και κείνη τους ελαφρούς μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Του γνέφει να περάσει και του κλείνει το μάτι. Τρυπώνει μέσα και προσγειώνεται στη καρέκλα δευτερόλεπτα πριν τον καθηγητή. “Που σαι ρε φίλε;” ο διπλανός. “Που να στα λέω… έχει και η πόλη τα τυχερά της…”
Γιατί δεν φεύγω από τα Εξάρχεια
Δημήτρης Δημόπουλος
«Μόνον οι ατομικές ανάγκες με τα δικά τους κίνητρα, σημαδεμένα από τη λεγόμενη καταναλωτική κοινωνία (γραφειοκρατική κοινωνία της κατευθυνόμενης κατανάλωσης) έχουν εξαρθεί: πρόκειται άλλωστε για ανάγκες κατευθυνόμενες μάλλον παρά συνειδητές και αναγνωρισμένες.
Οι κοινωνικές ανάγκες έχουν ανθρωπολογική βάση: αντιθετικές και συμπληρωματικές, περιλαμβάνουν την ανάγκη της ασφάλειας αλλά και της διαφυγής, την ανάγκη της σιγουριάς αλλά και της περιπέτειας, την ανάγκη οργάνωσης της δουλειάς αλλά και του παιχνιδιού, τις ανάγκες πρόβλεψης και απρόοπτου, ενότητας και ποικιλίας, απομόνωσης και επαφής, ανταλλαγών και επενδύσεων, ανεξαρτησίας (βλέπε μοναξιάς) και επικοινωνίας, αμεσότητας και μακροπρόθεσμης προοπτικής.
Το ανθρώπινο ον έχει ανάγκη τόσο να συσσωρεύει ενέργεια όσο και και να την ξοδεύει, ακόμη και να την σπαταλά στο παιχνίδι. Έχει ανάγκη να βλέπει, να ακούει, να εγγίζει, να γεύεται και την ανάγκη να συνενώνει τις αισθήσεις αυτές σ’ έναν “κόσμο”».
Henry Lefebvre
Δικαίωμα στην πόλη
Χώρος και πολιτική
Τόπος συνάντησης για πάνω από 30 χρόνια ιδεολογικών ρευμάτων και πολιτικών κινημάτων όλων των χώρων.
Πάνω από 20 χρόνια εξειδικευμένο βιβλιοπωλείο στο πολιτικό και φιλοσοφικό δοκίμιο αλλά και σε εξαντλημένα βιβλία.
Χώρος συνάντησης και εκδηλώσεων, φιλοξενίας σεμιναρίων, μουσικών και άλλων εργαστηρίων.
Θα το βρείτε καθημερινά ανοιχτό για οποιαδήποτε πληροφορία και για οποιονδήποτε τίτλο βιβλίου.
Πολλοί φίλοι τα τελευταία χρόνια με παροτρύνουν να μετακομίσω το βιβλιοπωλείο κάπου αλλού. Για πού άραγε;
«Δεν βλέπεις ότι δεν έμεινε τίποτα εδώ;» λένε.
Μετά το 2008 φεύγει σταδιακά ο κόσμος. Οι φοιτητές είχαν ήδη φύγει (δεκαετία του ’80). Ενώ τη δεκαετία του ’90 και του 2000 τα Εξάρχεια ήταν επιλογή τόπου κατοικίας για εκατοντάδες νέους, καλλιτέχνες, διανοούμενους κ.ά., η διαρροή συνεχίζεται με μεγαλύτερο ρυθμό τώρα.
Πολλά μαγαζιά έκλεισαν (36-40%), ενώ οι τράπεζες και ο ΟΤΕ έχουν προ πολλού αποχωρήσει. Η βρομιά και τα σκουπίδια είναι στην ημερήσια διάταξη. Κατ’ αρχάς η πολιτεία, ο δήμος, έχουν αφήσει την περιοχή στην τύχη της, ενώ οι ίδιοι οι κάτοικοι αισθάνονται να βρίσκονται σε ένα είδος ομηρίας αδύναμοι να αντιδράσουν, παρά τις όποιες πρωτοβουλίες.
Μοναδικά κτίρια στη Θεμιστοκλέους, στην Ερεσού, στην Τοσίτσα και άλλους δρόμους έχουν πλέον χάσει τη φυσιογνωμία τους. Τοίχοι, πόρτες, παράθυρα, είσοδοι εξαφανισμένα κάτω από αφίσες και γκράφιτι. Ένα σκηνικό αδιαφορίας και παρακμής. Τα μπαρ, τα καφενεία και τα κάθε είδους φαγάδικα που ξεφυτρώνουν από παντού αλλάζουν το πολιτικό και πολιτιστικό τοπίο.
Η πλατεία μες στο σκουπίδι και την κατάθλιψη των θαμώνων της, παραδομένη στις συμμορίες και στις συμπλοκές για τον έλεγχο των ναρκωτικών. Τίποτα δεν θυμίζει το «παλιό μεγαλείο» της δεκαετίας του ’70 και του ’80, όταν η πλατεία και γενικότερα τα Εξάρχεια ήταν τόπος συνάντησης όλων των πολιτικοϊδεολογικών ρευμάτων και ενός νεολαιίστικου κινήματος που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο.
Σε καμία μεγάλη πόλη του κόσμου το κέντρο δεν αφέθηκε να σβήσει, να αλλάξει χαρακτήρα και χέρια τόσο γρήγορο και με τόσο βίαιο τρόπο. Από τη μια οι κάτοικοι που προτίμησαν τα νότια και βόρεια προάστια, από την άλλη η πολιτεία που επιλέγει και εδώ την αδράνεια και τη μετακύλιση ευθυνών από την ενεργό παρουσία και δράση.
Η γενικότερη παρακμή που σαρώνει τη χώρα δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Και στα Εξάρχεια αυτή η παρακμή εκδηλώνεται με θεαματικό τρόπο. Και λέμε παρακμή και όχι μόνο οικονομική κρίση γιατί όλα αυτά που ζούμε έχουν ξεκινήσει εδώ και δύο δεκαετίες. Απλά ο ναρκισσισμός, ο φιλοτομαρισμός, η αδιαφορία η ευκολία, το βόλεμα δεν μας αφήνουν να κατανοήσουμε τι μας συμβαίνει. Η κατανόηση θα ήταν μια καλή αρχή ώστε να συνδεθούμε με την εμπειρία και την ιστορία αυτού του τόπου και ο καθένας να συνειδητοποιήσει τις ευθύνες του.
Ποιος θα μείνει λοιπόν στα Εξάρχεια αν φύγει ή κλείσει το Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο, το Περιβόλι της Οικολογίας, η Σβούρα, οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, τα μικρά εκδοτικά σχήματα, το Βοξ, τα αυτοδιαχειριζόμενα στέκια, οι διάφορες συλλογικότητες, ο Μάνος, ο Χρήστος, ο Αντρέας, τα τυπογραφεία, τα φροντιστήρια που προσελκύουν ακόμη νέους με άλλα χαρακτηριστικά; Συν τα σχολεία που πρέπει να στηριχτούν και να μείνουν ανοιχτά, όπως έγινε με το Δημοτικό σχολείο της Κωλέττη που δόθηκε αγώνας για να μην κλείσει.
Έχουμε χάσει μία μάχη αλλά όχι τον πόλεμο. Και γνωρίζουμε ότι οι ήττες και οι ματαιώσεις ξεπερνιούνται με καινούργια οράματα, αποφασιστικότητα, επιμονή και δημιουργικότητα. Ειδικά οι νέοι άνθρωποι μπορούν να απαντήσουν σε αυτή τη μιζέρια, αρνούμενοι να είναι καταναλωτές κάθε είδους και κάνοντας με δημιουργικό τρόπο μόδα τα Εξάρχεια.
Εναλλακτικo Βιβλιοπωλεiο
Θεμιστοκλέους 37, Αθήνα
Τ.: 210 3802644
F: Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο
S: www.enallaktikobibliopoleio.blogspot.gr
To πλέξιμο, είναι απλά η αφορμή
Γεωργία και Ειρήνη
Τον τελευταίο χρόνο ένα νέο κατάστημα λειτουργεί στα ‘Ανω Πατήσια. Εχει ένα περίεργο όνομα για το είδος που εμπορεύεται. Ονομάζεται «Sheep and Wolves» και διαθέτει κυρίως νήματα και χειροποίητα πλεκτά.
Εξωτερικά, δεν διαφέρει πολύ από τα καταστήματα παρόμοιου είδους. Πλεκτές δημιουργίες κοσμούν την βιτρίνα ως τυπικό δείγμα για το τι μπορείς να βρεις, εκεί. Εσωτερικά, στη μέση του καταστήματος δεσπόζει ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι με έξι καρέκλες. Σπάνια το βρίσκεις άδειο.
‘Ενα φρεσκοτελειωμένο πλεκτό, ένα κουβάρι που περίσσεψε, ένα καλάθι γεμάτο βελόνες πλεξίματος και βελονάκια, ψαλίδια και κλωστές, καραμελίτσες για τις δύσκολες ώρες.
Σημείο συνάντησης αυτό το τραπέζι. Κατά τη διάρκεια λειτουργίας του μαγαζιού, όλοι θα συγκεντρωθούν γύρω του. Μια φίλη που θα περάσει να σου πει ένα γεια, μια πελάτισσα που έρχεται να σου δείξει με καμάρι την νέα εσάρπα που έπλεξε. Ο καλός γείτονας που θα σου φέρει κουλουράκια για το καφέ σου, αλλά και το σκυλάκι της διπλανής πολυκατοικίας που γυρίζει από τη βόλτα του και ζητάει το καθημερινό του χάδι στη μουσούδα.
Σημείο συνάντησης αυτό το τραπέζι. Εκεί επίσης θα μαζευτούν όσοι εκφράσουν την επιθυμία να μάθουν πλέκουν. Αρχικά, είναι μια τυχαία ομάδα. Εργαζόμενες μητέρες, «νέες» γιαγιάδες, φοιτητές, ιδιωτικοί υπάλληλοι, συνταξιούχοι… ένα μικρό δείγμα από την κοινωνία μας. Με όπλο τις βελόνες, το βελονάκι, ή το knitting loom, θα γίνουν μέλη μιας νέας παρέας που θα σχηματιστεί… με αφορμή το πλέξιμο.
Και το ταξίδι ξεκινά. Είναι πια επιστημονικά αποδεδειγμένα τα οφέλη του πλεξίματος. Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια αποκαλείται ως η “νέα yoga”. Αποτρεπτικό της άνοιας, ο σταθερός ρυθμός των χεριών κατά την διάρκεια του πλεξίματος μειώνει τους καρδιακούς παλμούς και το stress και βοηθά στην συγκέντρωση και την άσκηση του νου. Ισως όμως το πιο σημαντικό όφελος από αυτή την διαδικασία, είναι η κοινωνικοποίηση του ατόμου που συμμετέχει σε μια τέτοια ομάδα…με αφορμή το πλέξιμο.
Πόντο–πόντο, θηλιά με θηλιά, η διάθεση αλλάζει. ‘Όσο το πλεκτό μεγαλώνει, η αυτοπεποίθηση ενισχύεται. Η συζήτηση δεν αργεί να ξεκινήσει. Αρχικά, περιστρέφεται γύρω από το πλέξιμο… τι μπορούμε να πλέξουμε, ποιά νήματα θα ήταν κατάλληλα, ποιά τεχνική απαιτείται…. και όταν αυτό κατακτηθεί, το στόμα λύνεται. Και η ψυχή επίσης.
Δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις την ανάγκη του ατόμου να μιλήσει. Να «αδειάσει» μέρος από τα προβλήματα του. Γιατί ίσως αυτό είναι τελικά το ζητούμενο. Η επικοινωνία. Η «μοιρασιά». Χωρίς κανόνες και ντροπές. Αυθόρμητα, και όπως βγει.
Έχει ακούσει πολλά λοιπόν, αυτό το ξύλινο τραπέζι. Γέλια, φωνές, και αντιρρήσεις .. Παράπονα και διαφωνίες. Προβλήματα που βρήκαν τη λύση τους και προβλήματα άλυτα, βαριά. Όλα ειπωμένα αυθόρμητα, χωρίς παραίνεση. Εξωτερική. Και με απρόσμενη αίσθηση εχεμύθειας. Ανεξαρτήτως φύλου, επαγγελματικής ιδιότητας και πνευματικού επιπέδου, οι «εξομολογήσεις» είναι μέρος του ταξιδιού αλλά και αποτέλεσμα της κατάστασης που βιώνουμε. Και είναι αμφίδρομες αυτές οι εξομολογήσεις. Τις περισσότερες φορές.
Ίσως το πλέξιμο σε κάνει τελικά καλύτερο άνθρωπο..Πως σε εθίζει η σοκολάτα? Έτσι ακριβώς και αυτό. Σε εθίζει να δημιουργείς και να μοιράζεσαι. Να δημιουργείς φιλίες και να μοιράζεσαι όχι μόνο τις δημιουργίες σου αλλά και μέρος του εαυτού σου.
Κeep your mind warm, λοιπόν. Μέσα από το πλέξιμο, μια διαδικασία που φαίνεται απλοϊκή και αναχρονιστική, μπορείς να ανακαλύψεις τις δυνατότητες σου, να ανακτήσεις την χαμένη σου αυτοπεποίθηση, να επαναπροσδιορίσεις τους στόχους σου και τις προτεραιότητες σου. Δώσε στον εαυτό σου την δυνατότητα να μοιράζει και να μοιράζεται, να δίνει και να δίνεται, να αποκαλύπτει και να αποκαλύπτεται, να ανακαλύπτει και να ανακαλύπτεται. Γιατί το πλέξιμο είναι απλά η αφορμή !
Την Γεωργία και την Ειρήνη, ψυχές του Sheep and Wolves θα τις βρείτε στα Άνω Πατήσια, στην οδό Ματσούκα 15.
Sheep and Wolves
Ματσούκα 15, Αθήνα
Τ.: 210 2289089
F: Sheep and Wolves
S: www.sheepandwolves.gr
Η πόλη δεν είναι υποχρεωτική
Αγαθή Κάτσια
Πολλή κριτική ακούμε τελευταία για την φουκαριάρα την πόλη μας. Γκρίζα, βρώμικη, ασφυκτική, άβολη, δύσκολη και απάνθρωπη. Κριτική εδραιωμένη και δεκτή, δεν ζούμε δα και σε κανένα θαύμα τεχνολογίας, ρυμοτομίας και οικολογίας. Αυτή είναι όμως η Αθήνα και δεν έχουμε άλλη. Ή μήπως όχι;
Όλοι οι πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς αστοί, λάβαμε την πόλη σα δεδομένο. Την πόλη μας έδωσαν αθηναϊκή, παραφράζοντας τον Ελύτη. Αναπτύξαμε σχέσεις μαζί της όπως με τους γονείς μας.
Πρώτα τη θαυμάσαμε και μας εξέπληξε με τα παραμύθια και τις θέες της, μετά συγκρουστήκαμε μαζί της γιατί αλλού ήταν υπερβολικά σικάτη και αλλού λαϊκιά, μετά σταματήσαμε να της μιλάμε γιατί μας την έδινε στα νεύρα που δεν ήταν όπως εμείς την ονειρευτήκαμε και τελικά συμφιλιωθήκαμε με μια δόση γκρίνιας και ειρωνείας. Ξέροντας ότι άλλη δεν πρόκειται να βρούμε τρώμε μαζί κάθε Κυριακή και πνίγουμε τα καυστικά σχόλια όταν νιώθουμε ότι η γριούλα Αθήνα γίνεται γραφική.
Και η Αθήνα από την πλευρά της μεγαλώνοντας γεμίζει χούγια και προτιμήσεις, λακκούβες και γκρεμισμένα σπίτια, κάνει λάθη οικοδομικά και γίνεται όλο και πιο ιδιότροπη. Και τελικά ως σωστοί νοτιοευρωπαίοι διαιωνίζουμε το οιδιπόδειο μας, συστήνοντας τη στα παιδιά μας μεταξύ γκρίνιας και (α)κατάλληλου λεκτικού στολισμού. Είναι κάτι σαν άβολη κληρονομιά η αστική ταυτότητα, που και να τη δεχτείς κοστίζει και να την αποποιηθείς δεν είσαι έτοιμος.
Αν θέλαμε κάτι να αλλάξουμε, μεταξύ μας, θα το είχαμε κάνει, αλλά το να παραπονιέσαι από τη γαλαρία είναι σαφώς ευκολότερο και λιγότερο χρονοβόρο. Δεν εννοώ να σηκώσουμε τη μπουλντόζα να ανοίξουμε αλάνες (που θα μπορούσαμε στην τελική αν αυτό μας καίει όσο τίποτα). Δεν εννοώ καν να φυτέψουμε λουλούδια στο μπαλκόνι και να κάνουμε επιλογές δημάρχων υπεύθυνα.
Στην τελική, αν τόσο πολύ στριμωχτήκαμε, απηυδήσαμε και βαρεθήκαμε, δεν μας κρατάει κανείς. Η πόλη δεν είναι υποχρεωτική. Επειδή γεννήθηκες Αθηναίος δεν είσαι ταγμένος πολίτης. Η απέραντη επαρχία ανοίγεται μόνο για σένα, χωρίς καμία διάθεση ειρωνείας. Εκεί έξω από τα τείχη, υπάρχουν όμορφα μικρά σπίτια με κήπους, θάλασσες και βουνά, δουλειές λιγότερο ή περισσότερο περίπλοκες. Μα η ανεργία… Η ανεργία στα αστικά κέντρα χτυπάει κόκκινο. Αν υπάρχει διάθεση για άλλο τρόπο ζωής, όλα θα βρεθούν.
Τώρα φαντάζεσαι το σενάριο όπου σε ένα κύμα μαζικής αποαστικοποίησης οι πόλεις αδειάζουν, τα χωριά ανθούν και όλοι ποτίζουμε χαρούμενοι τα παρτέρια μας. Κι όμως και σε τούτη την περίπτωση θα καταλήξουμε πάλι μίζεροι. Θα μας φταίνε τα σινεμά που δεν είναι αρκετά, η μετακίνηση που είναι δύσκολη, ο κόσμος που δεν είναι πρωτευουσιάνος, το σουπερμάρκετ που είναι μακριά. Οι δουλειές θα είναι βαριές, τα χρήματα λίγα και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα περιορίζονται στο σχολείο του χωριού. Στο νησί θα μας φταίει η πρόσβαση. Στο βουνό το κρύο. Στον κάμπο οι αγρότες.
Αυτή η λαγνεία του μακρινού, η νοσταλγία μιας ζωής εξιδανικευμένης είναι που μας καθιστά τόσο υπέροχα γκρινιάρηδες. Είναι πάντα καλύτερα εκεί που δεν είμαστε εμείς. Και όσο και αν είσαι οπαδός της αμπελοφιλοσοφίας και της ευρύτερης δημαγωγικής περί ιδανικού, το έχουμε παρατραβήξει με τα άπιαστα όνειρα. Καταλήγουμε ομαδικά να χανόμαστε σε μια ρέμβη και μια παθητικότητα αρνητισμού. Γονείς δεν διαλέγουμε, επιλέγουμε όμως πόσο και πότε θα τους συναναστραφούμε.
Σπίτι όμως ναι. Τόπο ναι. Τρόπο ζωής επίσης. Και όλες οι επιλογές θα έχουν συνέπειες. Όλες κάτι θα φέρουν και κάτι θα κοστίσουν. Θα ανταλλάξεις το θέατρο με τις φράουλες κήπου και την καριέρα με τα ήσυχα απογεύματα με θέα τη θάλασσα. Ή το αντίθετο. Αλλά διάλεξε. Και δράσε. Και ζήσε. Και χτίσε κάτι, άφησε κάτι πριν πεθάνεις, σε όποιον τόπο και αν είναι αυτό και με όποιο μεταφορικό και μη τρόπο.
Υ.Σ Σταμάτα να γκρινιάζεις μωρέ και τράβα κάνε την πόλη δική σου!
Τα καρέ της πόλης
Μικροσκοπικά σπίτια
Ένα κίνημα στις ΗΠΑ που προωθεί την κατασκευή μικρών, συχνά αυτοσχέδιων σπιτιών με λιγότερο από 10.000 δολάρια. Συχνά χρησιμοποιούν ανακυκλώσιμα υλικά και μια λογική μινιμαλισμού και ελάχιστης κατανάλωσης. Η ιδέα δεν ενθουσίασε τον κρατικό μηχανισμό, που σε ορισμένες πολιτείες εξετάζει την πιθανότητα απαγόρευσης τους, με την πρόφαση ότι δεν είναι κατάλληλα για μόνιμη κατοικία και ότι θα καταστρέψουν την αστική ομοιομορφία.
Έξυπνη πόλη
Η Έξυπνη Πόλη αναφέρεται σε μια σειρά τεχνολογιών και πληροφοριακών λύσεων που κάνουν το αστικό περιβάλλον πιο φιλικό και πιο διαχειρίσιμο παρέχοντας πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο σχετικά με τους πόρους και τις ανάγκες της πόλης. Ένα παράδειγμα: στη Βαρκελώνη, όταν καλείται ένα όχημα έκτακτης ανάγκης, αυτόματα υπολογίζεται αδρά η πορεία του και στέλνεται σήμα στους σηματοδότες κατά μήκος της έτσι ώστε να συναντήσει μόνο πράσινο φως.
Χρώματα
Στο Μαρόκο ολόκληρες πόλεις επιλέγουν ένα χρώμα και ντύνονται αποκλειστικά σε αυτό. Έτσι στο Μαρακές, το επικρατούν χρώμα είναι το κόκκινο, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμα και τα νεόδμητα κτίρια πρέπει να ακολουθούν το χρωματικό κωδικό και να επιλέγουν ερυθρές αποχρώσεις.
Φαντάσματα
Το Σαν Ζι της Ταϊβάν ήταν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο για μια πόλη-θέρετρο με πάρκα διασκέδασης και σανατόρια. Μια σειρά από ατυχείς συμπτώσεις και οικονομικές δυσκολίες έφεραν την εγκατάλειψη του εγχειρήματος και τη δημιουργία ενός κενού αστικού σκελετού που γεννάει πληθώρα μύθων και ιστοριών για αναστημένους νεκρούς και χαμένα πνεύματα.
Ακάλυπτοι
Οι ξεχασμένοι συνοδοί των πολυκατοικιών, που έχουμε μεταμορφωθεί σε αποθήκες αχρήστων και ευφάνταστα γκαράζ ποδηλάτων. Αν ενώναμε τους ακάλυπτους σε κάθε τετράγωνο, τι θα κερδίζαμε άραγε; Έναν κήπο; Ένα υπαίθριο σαλονάκι; Μια αυτοσχέδια παιδική χαρά; Ένα καλημέρα με τους γείτονες;
Πράσινο
Χωρίζεται και σε οριζόντιο και κάθετο μεταξύ άλλων. Το κάθετο πράσινο ή οι λεγόμενοι πράσινοι ή ζωντανοί τοίχοι είναι μια μορφή αρχιτεκτονικής που ανάγεται πιθανότατα στη Βαβυλώνα. Σήμερα χρησιμοποιείται με τη μορφή αναρριχητικών φυτών ή ακόμα και πλαστικών πάνελ με βλαστούς, ώστε να παρέχεται αισθητικό αποτέλεσμα, μόνωση αλλά και περισσότερος φρέσκος αέρας.
Μετρό
Το σχέδιο ανάπτυξης του αττικού μετρό ανήκει και αυτό στις αστικές μας σαπουνόπερες. Θεωρητικά η λογική υπαγορεύει κατασκευή στάσεων σε ισομερής αποστάσεις για την κάλυψη του ιστού της πόλης. Πρακτικά το σχέδιο επέκτασης περιλαμβάνει πολλά ανεξήγητα φαινόμενα όπως μια γραμμή που συνδέει Λυκόβρυση με Πετρούπολη, μέσω Καισαριανής….
Αθηναϊκές κατακόμβες
Οι θρύλοι γύρω από τα υπόγεια περάσματα της πρωτεύουσας οργιάζουν και συνδέουν παλάτια με λιμάνια και εκκλησίες με μασονικές στοές. Στην πραγματικότητα η υπόγεια Αθήνα αποτελείται είτε από εντελώς ασύνδετα αρχαία υδραγωγεία, είτε από κρύπτες εκκλησιών είτε από καταφύγια του Β’ παγκοσμίου, πολλά από τα οποία πλέον είναι αποθήκες καταστημάτων.
Discussion about this post