Kαι από εδώ αρχίζει το παραμύθι για μένα και για χιλιάδες παιδιά της εποχής. Θυμάμαι πηγαίναμε στο Μινιόν και έμπαινες από τη μεγάλη είσοδο επί της Πατησίων.
Μόλις έμπαινες μέσα (Χριστούγεννα ήταν) σε χτύπαγε στο πρόσωπο μια ζεστασιά από το μαγαζί, αλλά και από τον κλιματισμό. Στην είσοδο ήταν γεμάτο στολίδια και η μουσική ήταν χριστουγεννιάτικη έτσι ώστε να σου έρχονται στα μάτια δάκρυα χαράς.
Πού ήμουν; Στον παράδεισο έλεγα από μέσα μου και παρακάλαγα να μην ξαναβγώ.
Ο Άγιος Βασίλης εκεί ο ίδιος, ο αληθινός, να σε αγκαλιάζει, να σε ρωτάει κλασικά αν ήσουν καλό παιδί.
Έπαιρνες κάτι σιδερένιες σκάλες που σε ανέβαζαν στους άλλους ορόφους.
Τι εμπειρία και αυτή… να βλέπεις το ισόγειο να κατεβαίνει μπροστά στα μάτια σου και κάθε όροφος που ερχόταν να έχει πράγματα πολύχρωμα.
Τα λαμπάκια να αναβοσβήνουν και η μουσική… αχ αυτή η μουσική η χριστουγεννιάτικη να ηχεί στα αυτιά σου και να ανατριχιάζεις. Ναι, είχαν έρθει τα Χριστούγεννα.
Και ξαφνικά άρχιζα να αγοράζω παιχνίδια, ναι παιχνίδια με τα λεφτά που μου είχε δώσει ο παππούς Περικλής για μένα, για την αδελφή μου και για τα ξαδέλφια μου. Βγάζαμε και φωτογραφίες με έναν φωτογράφο που ήταν ντυμένος ξωτικό, αλλά δυστυχώς δεν τις έχω.
Τα χρόνια περνάνε και στο γυμνάσιο με τις καθιερωμένες κοπάνες, πηγαίναμε στην καφετέρια του Μινιόν που ήταν στον τελευταίο όροφο και είχε μία είσοδο από τον πλαϊνό δρόμο και κάθετο της Πατησίων, όπου είχε ένα ασανσέρ που έκανε το δρομολόγιο ισόγειο – 7ος όροφος. Εκεί πρώτο ήπια στιγμιαίο καφέ με τοστ.
Όταν περιδιάβαινες το κατάστημα στους ορόφους σε κάποια σημεία έπρεπε να ανέβεις ένα δύο σκαλοπάτια ή να τα κατέβεις. Αυτό γινόταν γιατί άλλαζες κτίριο, καθότι το Μινιόν ήταν δυο κτίρια ενωμένα στους ορόφους.
Ελλάδα, Ευρώπη, Αμερική
Πολυκατάστημα ΜΙΝΙΟΝ
Πώς μπορούσε να πιστέψει ο 13χρονος Γιώργος όταν έφτανε στην Αθήνα το 1926 ότι μια μέρα θα έκανε αυτή την πόλη να μιλάει γι’ αυτόν και για το κατόρθωμά του.
Ο Γιώργος Γεωργακάς γεννήθηκε σε χωριό της Ολυμπία το 1913 από φτωχή οικογένεια και όπως γινότανε τότε, έφυγε για την Αθήνα για να αναζητήσει την τύχη του, αλλά και για να στέλνει χρήματα στην οικογένειά του στο χωριό.
Στην αρχή θα εργαστεί σαν παραγιός στο μπακάλικο του θείου του και στη συνέχεια σαν σερβιτόρος στην πλατεία Βάθη, καθώς και σε πρατήριο τσιγάρων. Επίσης θα γίνει και τσιλιαδόρος ενός παπατζή.
Όλα αυτά του δημιούργησαν τη μαγκιά για την μετέπειτα επιχειρηματική του δράση, καθώς όπως λέει και ο λαός όποιος έχει τελειώσει το «πανεπιστήμιο του πεζοδρομίου» δεν πάει χαμένος.
Έχοντας μανία πάντα με τα γράμματα, πηγαίνει σε νυχτερινό σχολείο για εμποροϋπαλλήλους. Βέβαια, δεν είναι τυχαίο για τον άνθρωπο αυτό, το ότι απέκτησε και δυο πανεπιστημιακά διπλώματα ένα στα 45 του και το άλλο στα 83 χρόνια του.
Μετά τον στρατό αρχίζει η εμπορική του δραστηριότητα με το δαιμόνιο μυαλό που διαθέτει, να αναζητά συνέχεια νέες ευκαιρίες.
Ξεκινάει να δουλεύει πλασιέ με το ποδήλατό του προμηθεύοντας μικροπράγματα τα περίπτερα. Ένα όμως τον έχει μαγέψει, και το θέλει, το θέλει πολύ.
Είναι ένα μικρό περίπτερο στα Χαυτεία το επονομαζόμενο και Μινιόν λόγω του μεγέθους του, μια και η λέξη μινιόν σημαίνει μικρό.
Το περίπτερο αυτό διαφέρει από τα άλλα, διότι έχει μέσα μια μεγάλη γκάμα προϊόντων της εποχής όπως τσιγάρα, εφημερίδες, ξυραφάκια, στυλό, γυαλιά, είδη καπνιστού και πολλά άλλα.
Το κατάστημα ανήκει στον Άγγελο Σεραφειμίδη, ο οποίος έχει έρθει από την Αμερική και με τα χρήματα που έχει αγόρασε και δημιούργησε το Μινιόν. Πείθει λοιπόν τον Σεραφειμίδη να γίνουν συνέταιροι με την επιμονή του.
Οι δύο νέοι ιδιοκτήτες ξεκινούν, και με τις ιδέες του Γιώργου Γεωργακά χρησιμοποιούν πρωτοποριακές μεθόδους για εκείνη την εποχή, ώστε να προσελκύσουν πελάτες. Όπως πωλούσαν πακετάκια με δέκα λάμες, αντί να πουλάνε ένα ένα τα ξυραφάκια σε καλή τιμή. Έφθασαν να πουλάνε χίλια πακετάκια την ημέρα, τεράστιος αριθμός για την εποχή εκείνη.
Αμέσως μετά ανοίγουν και δεύτερο περίπτερο και στη συνέχεια λίγο πριν τον πόλεμο και ένα κατάστημα μικρό στα Χαυτεία.
Μετά τον πόλεμο οι συνεταίροι σκέφτονται ότι η Ελλάδα βγαίνει γυμνή από αυτόν και θα υπάρχει μεγάλη ζήτηση σε εμπορικά είδη, έτσι ανοίγουν το 1944 το Μινιόν στην Πατησίων χωρίς τον Σεραφειμίδη, ο οποίος φεύγει για την Αμερική για πάντα. Μόνος του πλέον ο Γεωργακάς αρχίζει να σχεδιάζει τα επόμενα βήματά του και να δείχνει το μεγάλο του ταλέντο στο εμπόριο.
Με τα Δεκεμβριανά το κατάστημα παθαίνει μεγάλη ζημιά και σαν να μην έφτανε αυτό απέναντί του, ανοίγει ένα άλλο μαγαζί που λέγεται «Μπιζού» που έχει εξίσου καλό ιδιοκτήτη, αλλά κλέβει πού και πού τις ιδέες του Γεωργακά. Στη συνέχεια το Μινιόν αντεπιτίθεται, παίρνει άδεια εξαγωγής ελληνικών προϊόντων και αρχίζει τις εξαγωγές εμπορικών προϊόντων.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1950 θα αγοράσει ένα δεκαόροφο κτίριο, πάντα κοντά στην Ομόνοια που την είχε στην καρδιά του και σε ένα χρόνο αγοράζει και το πλαϊνό του. Την εποχή της δικτατορίας το Μινιόν είναι το μεγαλύτερο κατάστημα στην Αθήνα και τις «ημέρες του Πολυτεχνείου», ο Γεωργακάς, όντως Έλληνας και δημοκράτης προσφέρει καταφύγιο σε δεκάδες φοιτητές και τους ντύνει με τη στολή των υπαλλήλων, ώστε να τους προστατέψει.
Το Μινιόν μεγαλώνει και γίνεται γνωστό σε όλη τη χώρα, το 1970 δεν υπάρχει σπίτι σε πόλη, χωριό που να μην έχει μια σακούλα-τσάντα του Μινιόν, δηλαδή που να μην έχουν ψωνίσει από αυτό. Τα παιδιά το αγκαλιάζουν όσο δεν έχουν αγκαλιάσει άλλο κατάστημα λόγω της ευαισθησίας του Γεωργακά για τα παιδιά.
Αρχίζει να πουλάει από καρφίτσες μέχρι ηλεκτρονικά και από κουζινικά μέχρι ρούχα. Το ταλέντο του αρχίζει να ξεδιπλώνεται και όλη η συσσωρευμένη εμπειρία τόσων ετών, αποδίδει ταχύτερα και αποτελεσματικότερα από άλλους ιδιοκτήτες καταστημάτων της εποχής. Το 1970 το κατάστημα Μινιόν είναι ένα μεγάλο πολυκατάστημα και έχει καταλάβει την 11η θέση στην Ευρώπη σε μέγεθος ανάμεσα στα μεγαθήρια της Αγγλίας και της Γερμανίας με ετήσιο τζίρο 1,000,000,000 δραχμές.
Περικλής Φραντζέσκαρος
Τόλμη και γοητεία
Ποιός δεν θυμάται το Μινιόν να δεσπόζει επί της οδού Πατησίων; Στο μυαλό μου ήταν σαν μια παραφωνία σε σχέση με ότι επικρατούσε τότε. Το πρώτο πραγματικά μεγάλο εμπορικό κέντρο. Ήταν; Υπήρχαν άλλα τόσο μεγάλα καταστήματα στο κέντρο; Πραγματικά δεν ξέρω.
Το 1989 ήμουν 11 χρονών και πήγαινα ακόμα έκτη δημοτικού. Ένα μεσημέρι γυρίζοντας από το σχολείο ήταν στο σπίτι μας μια φίλη της μάνας μου. Αφού είχα μπει, την ακούω μετά από λίγο να λέει να ανοίξουμε την τηλεόραση στην ΕΡΤ 1 (τη θυμάστε;). «Γιατί;» της λέμε, «τί θες να δεις;»
«Καλά» μας λέει, «δεν ξέρετε αυτήν την απίστευτη σειρά που έχει ξεκινήσει;». Έτσι ξεκίνησα να βλέπω “Τόλμη και Γοητεία”. Κόλλημα. Κάθε μεσημέρι με το που γύριζα από το σχολείο, τηλεόραση. Ριτζ, Μπρούκ, Θορν, Καρολάϊν και ίντριγκα. Πώς ζουν οι πλούσιοι και τί προβλήματα έχουν οι καψεροί (Εδώ γελάτε!!!).
Και τότε έγινε το θαύμα. Το καλοκαίρι του 1989 ανακοινώνει το Μινιόν ότι θα έρθουν στην Αθήνα για μια μέρα ο Ριτζ, ο Θορν και η Καρολάϊν. Καλά δεν σας λέω τίποτα. Τον σταυρώσαμε τον πατέρα μας με την αδερφή μου να μας πάει (η άλλη ήταν μικρή και δεν την ένοιαζε). Και μας πήγε. Τί να σας πω, δεν είδα τίποτα. Το μόνο που θυμάμαι είναι την Πατησίων κλειστή από κόσμο και το Μινιόν ένα τεράστιο κατάστημα να μου κρύβει τον ουρανό.
Θανάσης