Γενάρης
ΜΙΑ ΦΟΡΑ κι έναν καιρό ζούσε ένας
άνθρωπος που δεν πέθαινε ποτέ. Ο Χρόνος.
Αυτός ο Χρόνος είχε δώδεκα παιδιά.
Πρώτο και καλύτερο ο Γενάρης,
που είχε δυο κεφάλια. Το ένα κοιτούσε μπροστά,
όσα ερχόντουσαν, και έλαμπε σαν ήλιος.
Το άλλο κοιτούσε πίσω, αυτά που έφευγαν,
κι ήταν χλομό, σαν φεγγάρι.
Σαν Ρήγας της τράπουλας ήταν ο Γενάρης
με τα δυο κεφάλια του. Στο χέρι κρατούσε
μια αρμαθιά κλειδιά και αντικρύ του βρισκόταν
μια μεγάλη πόρτα. «Άνοιξέ μας να μπούμε»
φώναζε όλος ο κόσμος. – «Άνοιξέ μας να βγούμε»
του φώναζαν τα έντεκα αδέρφια του.
Ο Γενάρης περίμενε τριάντα μία ημέρες,
διάλεξε ένα κλειδί και λευτέρωσε
τους φυλακισμένους αδερφούς του.
Φλεβάρης
ΕΙΜΑΙ ο Φλεβάρης με το κουτσό
ποδάρι. Κοντός και κακομούτσουνος,
με τη μισή μου καρδιά καλή και την
άλλη μισή κακή. Πίνω κόκκινο κρασί
και κατουριέμαι. Η δουλειά μου πειρατής. Γυρίζω όλο το χρόνο μες στη μαύρη
νύχτα κι όλο και κλέβω κάτι από
τους άλλους μήνες. Όταν γυρίζω πίσω,
αδειάζω τις τσέπες μου πάνω
στα κεφάλια σας: Καταιγίδες, χιόνια
κι αστραπές, καθαρό ουρανό, ήλιο
κι άνθη αμυγδαλιάς. Πίσω απ’ τ’ αφτί μου
το φεγγάρι. Μπρρρ! Κρυώνω και φοβάμαι
τον ίδιο μου τον εαυτό. Είκοσι οχτώ μέρες είναι αυτές, αλλά τι μέρες! Μείνετε
στα σπίτια σας, είμαι ο Φλεβάρης!..
Μάρτης
ΠΕΤΑΕΙ, πετάει ένας χαρταετός.
Είναι κίτρινος, πράσινος κι άσπρος.
είναι λίγο – πολύ απ’ όλα τα χρώματα.
Πάνω από τα δέντρα και τα χιόνια,
πάνω από τις πολυκατοικίες και τις κεραίες
της τηλεόρασης ο χαρταετός.
Δίπλα του τ’ αεροπλάνα, οι πύραυλοι
κι οι κοσμοναύτες. Δίπλα του τα πουλάκια
κι οι αληθινοί αϊτοί. Πιο ψηλά απ’ όλους,
πιο όμορφος απ’ όλους αυτός.
Μια τον φυσάνε δυνατά οι άνεμοι,
μια ησυχάζει, μια πέφτει ξαφνικά προς
τα κάτω και πάλι ξανανεβαίνει. Πίσω του ο ήλιος,
κάτω απ’ αυτόν τα σύννεφα. Να τος πάλι,
φτιαγμένος από ουράνιο τόξο. Όλο και ξεμακραίνει.
Η άνοιξη κρατάει το σκοινί του.
Πώς λέγεται αυτός ο χαρταετός; Μάρτης!
Απρίλης
ΑΠΡΙΛΗΣ: Τι είν’ η αγάπη;
ΕΓΩ: Είν’ ο ήλιος που μας ζεσταίνει
και νιώθουμε όμορφα.
ΑΠΡΙΛΗΣ: Και τι χρώμα έχει;
ΕΓΩ: Όλα τα χρώματα.
ΑΠΡΙΛΗΣ: Α, έτσι, ε; Και πώς μυρίζει λοιπόν;
ΕΓΩ: Σαν και σένα.
ΑΠΡΙΛΗΣ: Και ποια είναι η ηλικία του;
ΕΓΩ: Είναι και μικρή αλλά και μεγάλη.
ΑΠΡΙΛΗΣ: Και τι δουλειά κάνει;
ΕΓΩ: Δεν κάνει καμιά δουλειά, χαζέ! Όταν
αγαπάς, δε δουλεύεις. Αγάπη είναι η τεμπελιά.
ΑΠΡΙΛΗΣ: Όλα τα ξέρεις εσύ. Πραγματικά,
η αγάπη είναι όλα, είναι λίγο απ’ όλα.
Κι όμως, υπάρχει κάτι που δεν το ξέρεις:
Πως η αγάπη λέει πολλά ψέματα.
Σαν και μένα. Περισσότερα κι από μένα!
Μάης
Ιούνιος
ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ τέλειωσαν. Τα παιδιά
βγήκαν στους δρόμους να παίξουν. Αμέσως
τα πλησίασε ο Ιούνης και τους είπε: «Όποιος θέλει
να του δείξω τη Χώρα των Παγωτών να έρθει
μαζί μου». Όλοι μπήκαν στη σειρά και,
μπροστά ο Ιούνης, πίσω τα παιδιά, άρχισαν
να τρέχουν. Στη στροφή του μεγάλου δρόμου
φάνηκε η πιο όμορφη χώρα του κόσμου, η Χώρα
των Παγωτών. Όλα εκεί – τα αυτοκίνητα,
τα σπίτια, τα δέντρα και τα πουλιά – ήταν
φτιαγμένα από παγωτό κρέμα, σοκολάτα,
φράουλα, μπανάνα, φιστίκι, ανανά και παγωτό
παρφέ. Οι πέτρες ήταν κεράσια και τα ποτάμια
βυσσινάδα. Στα σύνορα καθόταν ένας παγωμένος
στρατιώτης. Όταν τα παιδιά μπήκαν μέσα,
ο Ιούνης τους είπε:«Για να ξαναβγείτε τώρα,
πρέπει να φάτε ό,τι βλέπετε γύρω σας».
Ποιος τον άκουγε όμως; Όλοι είχαν αρχίσει
να τρώνε, να τρώνε, να τρώνε.
Ιούλιος
ΜΙΑ ΦΟΡΑ κι έναν καιρό έκανε τόση ζέστη,
που ακόμα κι ο τζίτζικας σώπασε και δε μετρούσε
πια τις ώρες που έφευγαν. Μόνο ένας άνθρωπος
προχωρούσε συνέχεια. Τα μαλλιά του ήταν στάχυα
και τα γένια του τρίχες καλαμποκιού. Ήταν καμιά σαρανταριά χρονών και λεγόταν Ιούλης.
Καλά, βρε παιδιά, δε ζεσταινόταν αυτός ο άνθρωπος;
Ή μήπως ήταν αυτός που είχε φέρει τούτη
τη φοβερή ζέστη; Απ’ όπου περνούσε ψοφούσαν φίδια, μυρμήγκια, σαύρες και χελώνες. Μόνο ένας βάτραχος
ήταν ζωντανός πάνω σε μια γκρίζα πέτρα.
Σταμάτησε ο Ιούλης και του είπε: «Πάω στη ρίζα
εκείνου του βουνού, να νικήσω το Δράκο
του Κακού Καιρού, να λευτερώσω μια νεράιδα,
τη Δροσιά. Μετά θα πάω να μείνω σε κείνο
το άσπρο σπίτι, στην κορυφή του βουνού.
Εκεί, δίπλα στον ήλιο, μέσα στα πλατάνια,
η Δροσιά είναι πιο όμορφη. Αυτό να πεις
στους ανθρώπους». Αυτό τραγουδάει κάθε νύχτα
ο βάτραχος, αλλά ποιος τον πιστεύει;
Αύγουστος
Ο ΧΡΟΝΟΣ απ’ όλα τα παιδιά του περισσότερο
αγαπάει τον Αύγουστο. Πρώτ’ απ’ όλα γιατί έχει
στην αγκαλιά του απ’ όλα τα καλά και δεύτερο
γιατί δεν τα κρατάει για τον εαυτό του, αλλά
τα μοιράζει σ’ όλα τ’ αδέρφια του. Οι έντεκα μήνες,
κάθε τέτοιο καιρό, αφήνουν τις δουλειές τους
και μαζεύονται στο σπίτι του Αυγούστου.
Να τοι γύρω γύρω απ’ το τραπέζι. Δέστε τι έχει: Ψάρια και κρέατα, γουρουνόπουλο
φρεσκοσφαγμένο, κυνήγι που φέρνουν οι κυνηγοί,
λαχανικά και φρούτα μπόλικα – σύκα και ροδάκινα,
αχλάδια και σταφύλια – κρασί κάθε λογής.
Οι αποθήκες γέμισαν στάρι, καλαμπόκι, καρύδια.
Αφού έφαγαν καλά οι έντεκα μήνες, σηκώθηκαν:
«Γειά σου, Αύγουστε! Εδώ μαζί σου θα έπρεπε να τελειώνει και ο Χρόνος και όχι το Δεκέμβρη. Τώρα που φεύγουν τα πουλιά και η θάλασσα αρχίζει να θυμώνει, τώρα θα έπρεπε να αρχίζει κι ο καινούργιος χρόνος. Τώρα που οι άνθρωποι που δουλεύουν στην πόλη έρχονται και ζουν μαζί με τα αδέρφια τους
που δουλεύουν στην εξοχή».
Σεπτέμβρης
ΕΔΩ και πολλά χρόνια ζούσε ένας ναυτικός
που είχε δυο γυναίκες. Η μια τον περίμενε το χειμώνα στο νησί και η άλλη ζούσε μέσα στη θάλασσα και τον ακολουθούσε άνοιξη – καλοκαίρι.
Ο ναυτικός αγαπούσε περισσότερο τη γυναίκα
της θάλασσας και κάθε χρόνο, όταν έπρεπε να
την αφήσει, στενοχωριόταν πολύ. Σεπτέμβρης ήταν τ’ όνομά του. Από την πλώρη έβλεπε το νησί.
Τα παιδιά ξαναπήγαιναν σχολείο. Τα πουλιά
έφευγαν για μακριά, τα έντομα ψοφούσαν, τα λουλούδια στους αγρούς μαραίνονταν.
Οι χωρικοί τρυγούσαν, πατούσαν τα σταφύλια, ετοιμάζονταν για τη σπορά. Οι νοικοκυρές ζύμωναν ψωμί κι έριχναν μες στο προζύμι βασιλικό. Μίκραιναν οι μέρες, μεγάλωνανοι σταγόνες της βροχής. Φθινόπωρο. Δυο ορτύκια μάλωναν στο λόφο,
πάνω από το φάρο του νησιού. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι, εκτός απ’ το Σεπτέμβρη. Το καράβι
του πλησίαζε τη στεριά, μα αυτός όλο
και κοιτούσε πίσω του, με λύπη, τη θάλασσα.
Οκτώβρης
Νοέμβρης
Δεκέμβρης
ΗΡΘΕ ο Δεκέμβρης, φεύγει η χρονιά.
Κάνει παγωνιά, μα οι άνθρωποι έχουν
τη φωτιά. Η νύχτα είναι πολύ μεγάλη, μα οι άνθρωποι έχουν το ηλεκτρικό. Ξεχύνονται στους δρόμους με δάφνες, λιόκλαδα, στεφάνια. Λένε τα κάλαντα. Δίπλα στη φάτνη ένα
προβατάκι φυσάει κι αυτό τη φλογέρα.
Μα, ξαφνικά, βγαίνουν στον πάνω κόσμο
οι καλικάντζαροι που όλο το χρόνο πριονίζουν
το δέντρο που στηρίζει τη Γη. Έχουν κόκκινα μάτια, μαύρα νύχια, τραγοπόδαρα και σιδερένια παπούτσια. Παιδιά και μεγάλοι τους κυνηγάνε. «Βρε, γιατί μας κυνηγάτε; Εσείς έχετε κόψει και κάψει τόσα δάση κι εμείς που θέλουμε να κόψουμε ένα δεντράκι…» λένε οι καλικάντζαροι και το βάζουν στα πόδια.
Όλοι γελάνε. Με το τέλος του Δεκέμβρη,
ο ήλιος ξαναγεννιέται.
Η μέρα και πάλι τρανεύει.