Στο χωριό των καλικαντζαραίων, τα τρία μικρά αδερφάκια, ο Τάμπι, ο Σάμπι και ο Λάμπι ανυπομονούν να κόψουν τη βασιλόπιτα για να πετύχουν το φλουρί.
Ο καθένας για το δικό του λόγο. Ο Τάμπι θέλει απλά να έχει γούρι, ο Σάμπι θεωρεί ότι αν κερδίσει το φλουρί θα είναι καλός οιωνός για να κάτσει με τη Σαμπίνα στο ίδιο θρανίο και ο Λάμπι για να λάβει τη χρυσή λίρα από τον πατέρα καλικάντζαρο, ως είθιστε.
Κοιτούν τη βασιλόπιτα προσεκτικά: μπόλικη ζάχαρη άχνη, καλοψημένη ζύμη, ωραία μυρωδιά. Σίγουρα θα είναι και γευστικότατη αφού την αγόρασαν από τον πιο γηραιό καλικάντζαρο του χωριού. Που μπορεί να ξεχνάει πότε πότε, αλλά τα υλικά της συνταγής δεν του ξεφεύγουν.
Στην αλλαγή του χρόνου, ο πατέρας κόβει την πίτα. Ονοματίζει τα κομμάτια. Κι εκεί που τρώνε όλοι λαίμαργα, ο Σάμπι αναφωνεί: “Να το το φλουρί!”. Ο Λάμπι γουρλώνει τα μάτια: “Μα έχω κι εγώ!”. Ο Τάμπι τότε: “Ρε παιδιά, εγώ το βρήκα!”.
Τι συνέβη και ποιος έχει το αυθεντικό φλουρί;
Απάντηση
->
–>
—>
—->
Και τα τρία είναι αυθεντικά. Ο ξεχασιάρης ζαχαροπλάστης ξεχνούσε ότι έβαζε φλουριά.