Η ιδέα του ήρθε μες στην ταβέρνα, που έμενε ανοιχτή ώς πολύ μετά τα μεσάνυχτα, στη συνοικία αυτή που φιλοξενούσε τα τελευταία χρόνια ένα πολυσύνθετο μίγμα ανθρώπων. Παλιούς κατοίκους της πόλης, που είχαν οχυρωθεί στα παλαιά νεοκλασικά –όλα με αυλές– σπίτια τους, καλλιτέχνες που αγαπούσαν τη συνοικία ακριβώς για τη «νεόκοπη» ανθρωπιά της, αλλά και μέτοικους κάθε φυλής και προέλευσης.
Άνθρωποι βιοπαλαιστές, πολλοί από αυτούς κάτω από το όριο της φτώχειας, μέλη μειονοτήτων, που είχαν φωλιάσει σ’ αυτήν την υποβαθμισμένη ώς πριν από λίγο, περιοχή, μετανάστες από χώρες που πρόσφατα πέρασαν και αυτές το κατώφλι της φτώχειας και έστελναν τα παιδιά τους στα πέρατα του κόσμου σε αναζήτηση τύχης, άποροι, που σιτίζονταν σε ένα-δύο εκκλησιαστικά ιδρύματα της συνοικίας, ηλικιωμένοι που δεν είχαν συγγενείς, καλλιτέχνες, νεόπλουτοι που έσπευδαν να επενδύσουν σ’ αυτή την περιοχή που είχε, όπως έλεγαν, «χρώμα» – όπου τα κλαμπ και τα κέντρα ψυχαγωγίας φύτρωναν το ένα δίπλα στο άλλο – φοιτητές και άλλοι νέοι άνθρωποι που ήθελαν να ζήσουν σε μια συνοικία, εκ των πραγμάτων αντικομφορμιστική, τέλος, ναρκομανείς και άστεγοι –ημεδαποί και αλλοδαποί– που κοιμόντουσαν, πρόχειρα σκεπασμένοι, στα παγκάκια ή σε διάφορες γωνιές, στα λίγα πάρκα ή και σε παρατημένες οικοδομές.
Η ταβέρνα έμενε ανοιχτή συχνά ώς λίγο πριν από τα χαράματα για κάποιους εργένηδες της γειτονιάς, σχεδόν μόνιμους θαμώνες της και για κάποιους νέους καλλιτέχνες, που σχολούσαν από τα γειτονικά, μικρά θέατρα ή μπαρ –όπου έδιναν παραστάσεις– αλλά και για κάποιες παρέες φοιτητών που αποφάσιζαν να παρατείνουν την έτσι κι’ αλλιώς ανέμελη –όλο ατέρμονες και θορυβώδεις συζητήσεις– έξοδό τους.
Το επάγγελμά του ήταν συγγραφέας.
Καθόταν, τρώγοντας κάτι απλό και αργοπίνοντας, διαβάζοντας και κόβοντας αποκόμματα από εφημερίδες των τελευταίων ημερών, που γι’ αυτό το σκοπό σχεδόν πάντα έφερνε μαζί του, ή φλερτάροντας οπτικά μια-δυο, άγνωστες σ’ αυτόν, νεαρές κοπέλες, που τύχαινε να είναι σε μια παρέα καλλιτεχνική ή φοιτητική. Άλλοτε πάλι αντάλλαζε χρήσιμες ή κοινότυπες κουβέντες με τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού ή με τους μόνιμους θαμώνες, με τους οποίους, πιο καινούργιος αυτός στη συνοικία, είχε πια γνωριστεί.
Ήταν η παραμονή μιας από τις δυο επίσημες εθνικές εορτές της χώρας. Την άλλη μέρα θα ήταν αργία και στο κέντρο της πόλης, που στις παρυφές του βρισκόταν αυτή η συνοικία, θα γινόταν η μεγάλη παρέλαση της νεολαίας –των φοιτητών και των μαθητών– γιατί η επίσημη, στρατιωτική παρέλαση θα γινόταν αυτή τη φορά στην άλλη μεγάλη πόλη, την «συμπρωτεύουσα», όπως την αποκαλούσαν, καθώς η κυβέρνηση, για λόγους πολιτικής ισορροπίας είχε σε κάποια στιγμή αποφασίσει στη μια εθνική εορτή η παρέλαση να γίνεται στο νότο της χώρας και την άλλη να γίνεται στο βορά.
Ένας ιδιόμορφος τύπος με γυαλάκια με χοντρούς φακούς, πενηντάρης και κάπως καυχησιάρης, που σχεδόν πάντα ήταν πιωμένος, εκείνη τη στιγμή κόμπαζε ότι λίγο-πολύ παρείχε προστασία ή κάτι τέτοιο, σε κάποια «λεγάμενη», που την περιέγραφε μάλιστα κάπως υποτιμητικά.
Αυτός ο τύπος, που παράλληλα έκανε σε σταθερή βάση κάποια θελήματα, εν είδει βοηθού του μαγαζάτορα, και γι’ αυτό μονίμως καθόταν και έπινε σ’ ένα σκαμπό μπροστά στον πάγκο που χώριζε την κουζίνα της ταβέρνας απ’ την υπόλοιπη αίθουσα, είχε λίγες μέρες πριν φέρει δυο κυρίες, μια ηλικιωμένη και μια μεσόκοπη –που αυτή, τη δεύτερη σίγουρα εννοούσε– και τις είχε βάλει σ’ ένα ξεχωριστό τραπέζι, όπου τις περιποιόταν, όλο πήγαιν’ έλα, σαν σερβιτόρος αλλά και σαν συγγενής τους.
Ξαφνικά, ενώ παρατηρούσε όλ’ αυτά, του ήρθε η ιδέα. Γιατί να μη γινόταν και σ’ αυτή την συνοικία αύριο το πρωί –ή τέλος πάντων κάποια μέρα– μια παρέλαση; Που ή να ήταν ειδική –για κάποιον λόγο, με κάποια ευκαιρία– ή να γινόταν μάλλον έτσι, «αυτοδίκαια».
Ναι. μια παρέλαση. Που θα ήταν μόνο γι’ αυτή τη συνοικία, έκφρασή της. Και που θα την οργάνωναν και θα την χαίρονταν ζηλότυπα, με κατασταλαγμένη αυταρέσκεια, οι κάτοικοί της, ενώ παράλληλα μπορούσε να ήταν απλόχερα ανοιχτή και στο κοινό άλλων, γειτονικών συνοικιών. Σαν να ήταν η «συνοικία Χ», ας την ονομάσουμε έτσι, μια αυτόνομη οντότητα αλλά και κέντρο μιας σημαντικής αστικής έκφρασης και λειτουργίας.
Πώς θα ήταν αυτή η παρέλαση;
Ποιοί θα έπαιρναν μέρος σ’ αυτήν;
Μόνο άντρες ή και γυναίκες;
Θα συμμετείχαν σ΄αυτήν και από άλλες συνοικίες;
Αν όχι, οι γηγενείς θα παρέλαυναν ξεχωριστά ή ανακατεμένοι με τους μέτοικους;
Θα έπαιρναν μέρος και ανάπηροι;
Πολέμου ή ειρήνης;
Αλλοδαπούς θα είχε; ΄Η αυτοί θα κοιτούν μόνο από τα μπαλκόνια και τις ταράτσες των σπιτιών τους;
Αν όχι, καλά.
Αν ναι, θα παρέλαυναν ξεχωριστά τα μέλη κάθε παροικίας;
Οι ναρκομανείς;
Θα πάρουν μέρος κι αυτοί ή θα βλέπουν την παρέλαση ξαπλωμένοι στα πεζοδρόμια;
Και ποιοί θα είναι το κοινό;
Και ποιοί θα είναι στην εξέδρα;
Και προς τα πού θα κατευθυνθεί αυτή η παρέλαση;
Και ποιός θα κρατήσει τη σημαία;
Και ποιά σημαία;
Για ποιάν επέτειο θα γίνει η παρέλαση; Για ποιό αντικείμενο; Θα είναι αργία εκείνη η μέρα ή τα μαγαζιά θα είναι ανοικτά;
Θα κινηματογραφηθεί;
Θα πάρουν μέρος σ’ αυτήν μόνο πεζοί; Ή και αυτοκίνητα; Τα μηχανάκια; Μπροστά-μπροστά;
Θα προσκληθούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης;
Και πες, πως όλα θα πάνε καλά.
Μετά;
Οι καλλιτέχνες; Θα παρελάσουν ξεχωριστά;
Και οι καλλιτέχνιδες;
Οι μουσουλμάνες;
Οι Κινέζοι;
Αυτοί που παίζουνε προ-πό;
Οι άποροι;
Οι φοιτητές;
Οι αναρχικοί;
Θα παρελάσουν κι αυτοί που είναι ενάντια στις παρελάσεις;
Και αν βρέξει;
Κάθε χρόνο ή μια φορά μόνο θα γίνει αυτή η παρέλαση;
Θα προηγηθούν απαγγελίες;
Θα γίνει δοξολογία;
Ομιλίες;
Όσοι συμμετέχουν θα προχωρούν με ίδιο βήμα ή όπως να’ ναι;
Και τα μωρά; Θα παρελάσουν μαζί με τους γονείς τους ή θα μείνουν σπίτι;
Και αν όλοι παρελάσουν, ποιοί θα είναι στα πεζοδρόμια;
Αυτοί που είναι χωρισμένοι θα παρελάσουν; Μαζί ή χωριστά;
Αυτοί που ήρθαν πολύ πρόσφατα στην συνοικία θα είναι σ’ ένα μέρος ή ανακατεμένοι με τους άλλους;
Και οι οπαδοί του Καζαντζίδη;
Και οι θαμώνες των δυο μεγάλων κλαμπ της συνοικίας;
Οι χορεύτριες;
Οι συγγραφείς;
Οι σεκιουριτάδες;
Και ο τύπος που είχε φέρει τις δυο κυρίες στην ταβέρνα πριν λίγες μέρες;
Και αν κάποιος πάθει κάτι στην παρέλαση; Με ποιο νοσοκομειακό θα τον μεταφέρουν; Σε κλινική της συνοικίας ή αλλού;
Θα υπάρχουν και στολές;
Κάπου εδώ κόπηκαν απότομα οι σκέψεις του.
Δεν μπόρεσε ποτέ να τις συνεχίσει.
Αλλά τις κατέγραψε.
Ίσως -σκέφτηκε- ξαναβρεί το νήμα κάποτε.
Σκίτσο: Ζαχαρίας Ψαράκης
Discussion about this post