Πόσο δίκαιη μπορεί να είναι η εφαρμογή της παραγραφής; Ή πόσο άδικη μπορεί να είναι η μη δυνατότητα παραγραφής; Ζητήματα που ανάγονται στη σφαίρα της φιλοσοφίας του δικαίου, έρχονται να μας απασχολήσουν περισσότερο μετά το ξέσπασμα του κινήματος #metoo, που απέκτησε πιο ελληνικό χαρακτήρα με τις πρόσφατες καταγγελίες σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο του θεάματος.
Τι είναι η παραγραφή;
Γνωστή ήδη από το ρωμαϊκό δίκαιο, η παραγραφή, όπως δέχονται ελληνικά και διεθνή δικαστήρια, είναι ένας θεσμός δημόσιας τάξης. Έχει τεθεί υπέρ της λεγόμενης «ασφάλειας δικαίου», δηλαδή της εκκαθάρισης εκκρεμοτήτων με σκοπό την κοινωνική ομαλότητα. Η παραγραφή αρχικά αφορά το αστικό δίκαιο, δηλαδή διαφορές κυρίως οικονομικού περιεχομένου που δεν πρέπει να καθυστερούν απεριόριστα, όμως βρίσκει εφαρμογή και στο ποινικό δίκαιο. Σε αυτό το σημείο προκύπτουν ερωτηματικά και ενστάσεις για τη σκοπιμότητα της ύπαρξης της παραγραφής, ειδικά για εγκλήματα που έχουν τελεστεί πολλά χρόνια πριν, αλλά αφορούν πράξεις προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας.
Πώς εφαρμόζεται η παραγραφή;
Η προθεσμία της παραγραφής υπολογίζεται από την ημέρα τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Ανέρχεται στα 2 χρόνια για τα πταίσματα, στα 5 χρόνια για τα πλημμελήματα, στα 20 έτη για κακουργήματα ισόβιας κάθειρξης και στα 15 έτη για κάθε άλλη περίπτωση. Στην περίπτωση όμως του βιασμού και της σεξουαλικής κακοποίησης εις βάρος ανηλίκου, η παραγραφή του εγκλήματος αρχίζει να μετρά αντίστροφα με την ενηλικίωση του θύματος. Ίσως ο νόμος να αιτιολογεί έτσι τη σιωπή του ανήλικου θύματος, καθώς λόγω της εξάρτησής του -οικονομικής και συναισθηματικής- από ενήλικες δυσκολεύεται να μιλήσει.
Μετά τα 18 χρόνια, η Θέμις, η τυφλή θεά της Δικαιοσύνης, γυρίζει την κλεψύδρα του χρόνου στο ενήλικο πια θύμα, δείχνοντάς του πως ήρθε η ώρα να «ανοιχτεί» δίχως ντροπές και φόβους. Και πάλι όμως μιλάμε για μια ρευστή κατάσταση που δεν επιδέχεται αντικειμενικότητας. Απόδειξη η γερμανική έννομη τάξη, η οποία αναστέλλει την έναρξη της παραγραφής για σεξουαλικά εγκλήματα εις βάρος ανηλίκου μέχρι τη συμπλήρωση των 30ων χρόνων του θύματος. Σε αντίθεση με τον Έλληνα νομοθέτη, ο Γερμανός νομοθέτης τότε θεωρεί πως το θύμα βρίσκεται πλέον σε θέση να μοιραστεί τη δική του αλήθεια. Επομένως, η παραγραφή δεν μπορεί να έχει οικουμενική εφαρμογή, αφού ανάλογα με το κράτος αλλάζουν και τα όριά της. Στην Αμερική, για παράδειγμα, σοβαρά αδικήματα, συμπεριλαμβανομένων των εγκλημάτων σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων αλλά και ενηλίκων, δεν επιδέχονται παραγραφή.
Τα διλήμματα της παραγραφής
Σκεφτόμαστε πως γίνεται να συζητάμε για απόδοση δικαιοσύνης, όταν εγκλήματα, πόσο μάλλον κακουργήματα, αντιμετωπίζονται με το πέρασμα του χρόνου σαν να μην έγιναν. Μήπως έτσι η παραγραφή θέτει περιορισμούς στην απόδοση της δικαιοσύνης; Ίσως η απάντηση βρεθεί αν ιδωθεί από διαφορετική σκοπιά. Η διαιώνιση της ποινικής εκκρεμότητας αποδυναμώνει τον σκοπό της ποινής, καθώς χάνει τον σωφρονιστικό της χαρακτήρα. Ακόμα και το έγκλημα των εγκλημάτων από πλευράς δημοσίου συμφέροντος -η εσχάτη προδοσία- δεν εξαιρείται από την παραγραφή.
Συγκεκριμένα, ο χρόνος της ξεκινά να μετρά από την αποκατάσταση της νόμιμης εξουσίας. Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις των διεθνών εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, όπως η γενοκτονία ή το απαρτχάιντ.
Λέγεται πως μια κοινωνία που ανασκαλεύει εσαεί παλιά τραύματα δεν μπορεί να προχωρήσει μπροστά. Μήπως τελικά ο χρόνος ως γιατρός όλων των πληγών μπορεί να αποτελέσει λύση για την αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης και της ικανοποίησης του αισθήματος δικαίου; Μάλλον όχι, γιατί το πέρασμα του χρόνου δεν μπορεί να σβήσει τη λαχτάρα των θυμάτων για απονομή δικαιοσύνης, αλλά δυστυχώς μπορεί να θάψει τα αποδεικτικά στοιχεία.