Η ιδέα για αυτό το αφιέρωμα προέκυψε από δύο λόγους. Πρώτο, ένα απόσπασμα σε κείμενο του Μίμη Χριστοφιλάκη που δημοσιεύθηκε στο τεύχος που ήταν αφιερωμένο στην Καισαριανή και είχε μία αναφορά που την παραθέτουμε αυτούσια.
Ο εξαίρετος Καισαριανιώτης συγγραφέας Μάριος Χάκκας σε συνεδρίαση του Δήμου Καισαριανής το 1964 πρότεινε: «“Κύριε Δήμαρχε, κύριοι συνάδελφοι, ασφαλώς θα γνωρίζετε πως μεταξύ των Ελλήνων που εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο, υπήρξαν και μερικοί σαλταδόροι. Παρακαλώ να ληφθεί μέριμνα να κατατεθεί στεφάνι στη μνήμη των”. Φυσικά, μου αφαιρούν τον λόγο, άλλοι με βρίζουν. Σκέφτομαι αυτά τα σκληρά παιδιά που είχανε σύμβουλό τους την πείνα. Έφτασαν κατάμονα μπροστά στον τάφο, χωρίς ελπίδα ότι το κόμμα θα τους κάνει μνημόσυνο… Και πώς να συμπαρασταθείς στη μοναξιά τους. Σε ποιες ιδέες ακούμπησε ο σαλταδόρος;».
Η Ιστορία μερικές φορές είναι άδικη απέναντι στους δεύτερους και τρίτους ρόλους. Έχουμε ανάγκη από Ήρωες, κατανοητό. Αλλά υπάρχουν και ρυάκια, μικρές ιστορίες και είναι δείκτης πολιτισμού να ανιχνεύουμε αυτό που δεν λάμπει αλλά χωρίς την ύπαρξή του ίσως να μην είχαμε και τους Ήρωες.
Ο δεύτερος λόγος είναι η επέτειος του ΌΧΙ που μας έκανε να σκεφτούμε γενικότερα για το ΌΧΙ, την άρνηση, τη μη υποταγή… Κοντά σε αυτά συναντηθήκαμε με τους ανθρώπους του Μικρού Ήρωα, που απλόχερα μας βοήθησαν να παρουσιάσουμε τους δεύτερους… ήρωες.
Όλα αυτά μαζί είναι το αφιέρωμα που θα διαβάσετε στις παρακάτω σελίδες.
Χ.Ξ.
*«Ούπατις ούπατις ουπς»:
Η ιαχή των σαλταδόρων.
Πίκολο, Φιφίκος, Τζίμυς, Βολίδας, Φώντας… πραγματικά ονόματα
και παρατσούκλια κάποιων που έδρασαν εκείνα τα χρόνια.
Προσπαθήσαμε να μιλήσουμε με έναν από τους τελευταίους σαλταδόρους
αλλά δεν τα καταφέραμε, δυστυχώς…
Αετοί και Σπουργίτια
Από τις πρώτες μέρες της γερμανικής Κατοχής, οι κατακτητές διαπίστωσαν ότι είχαν να αντιμετωπίσουν μια απρόβλεπτη μορφή αντιστασιακής δράσης στο πεδίο του αντάρτικου των πόλεων. Και ακόμα πιο απρόβλεπτη ήταν η ηλικία των αντιπάλων τους.
Έφηβοι, χωρίς στηρίγματα στη ζωή, που προσπαθώντας να επιβιώσουν στη μεγάλη πείνα της Κατοχής, αψήφιστα αντιμετώπιζαν τον θάνατο για να… απαλλοτριώσουν από τη γερμανική ιδιοκτησία μόνο και μόνο μερικές κουραμάνες, κάποιες κονσέρβες ή άλλα διάφορα αντικείμενα καθημερινής χρήσης (π.χ. κουβέρτες).
Ένα παιδί ή το πολύ δύο από την ομάδα σάλταραν στην καρότσα του φορτηγού –ενίοτε και σε εμπορικά βαγόνια τρένων– είτε αυτό βρισκόταν εν κινήσει είτε σταματημένο και πετούσαν με γοργές κινήσεις τις κουραμάνες στον δρόμο, όπου τις μάζευαν τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας που ακολουθούσαν τρέχοντας στον δρόμο. Τη λεία τους, κατόπιν, την μοίραζαν στους αναγκεμένους της γειτονιάς τους. Χάρη στα πειρατικά ρεσάλτα τους ονομάστηκαν «σαλταδόροι», ενώ μεταξύ τους είχαν και συνθηματική βαθμοφόρα ιεραρχία. Οι έμπειροι ονομαζόταν «Αετοί» και οι πρωτάρηδες «σπουργίτια».
Μερικές φορές ασχολούνταν και με την απαλλοτρίωση των λάστιχων σταματημένων γερμανικών αυτοκινήτων, πράγμα που εκτός από θράσος, αφοβιά και ακροβατικές ικανότητες, χρειαζόταν και κατοχή και τεχνικών γνώσεων, για να βγάλουν τις σαμπρέλες από τις ρόδες, απαραίτητες για να φτιάχνουν σόλες στα παπούτσια τους.
Οι σαλταδόροι δρούσαν κυρίως στις συνοικίες, με πιο περιώνυμες τις «συμμορίες» του Βύρωνα και του Παγκρατίου από τη μια μεριά, της Κοκκινιάς, του Μεταξουργείου – Αγίου Παύλου, όπου οι διελεύσεις γερμανικών και ιταλικών καμιονιών ήταν για διαφόρους λόγους συχνότερες από αλλού.
Αφότου κόπασαν οι μήνες της μεγάλης πείνας, τα αγόρια της «σάλτας» αναβάθμισαν τις απαλλοτριώσεις τους σε πιο χρήσιμα υλικά, όπως πολεμοφόδια, εισβάλλοντας και σε αποθήκες εξοπλισμού, ενώ εντάχθηκαν και στις αντιστασιακές ομάδες, κυρίως στο ΕΑΜ.
«Ούπατις ούπατις ουπς», για να θυμηθούμε και την προσευχή-σύνθημα των σαλταδόρων, πριν από το «ντου» στην καρότσα με τα λάφυρα.
Στον ελληνικό κινηματογράφο υπάρχουν σκηνές με σαλταδόρους στις ταινίες Ξυπόλυτο Τάγμα και Ματωμένα Χριστούγεννα.
Γιώργος Βλάχος
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Ξενοφών (Φώντας) Φιλέρης, Οι Σαλταδόροι του Βύρωνα
– Δ. Παλαιολογόπουλος, Το Παγκράτι στην Εθνική Αντίσταση σελ.56
– Κ. Χατζηπατέρας & Μ. Φαφαλιού-Δραγώνα, Μαρτυρίες 1941-44, Η Αθήνα της Κατοχής τόμος Β΄: Η αργκό των σαλταδόρων σελ. 20 και διάφορες μαρτυρίες σε πρώτο πρόσωπο έως και σελίδα 28.
– Περιοδικό ΕΑΜ-ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ άρθρο Χαράλαμπου Ρούπα, Σαλταδόροι, ένας πρωτότυπος και γραφικός τρόπος αντίστασης.
– HELLAS SPECIAL blog της Τέτης Σώλου, «ΟΙ Σαλταδόροι»
Παρών και εδώ
Ο ευθυτενής Καισαριανιώτης Γιώργος Δρακόπουλος, που κουτσαίνει λίγο από το δεξί του πόδι και όταν περπατά μου φέρνει στο μυαλό σημαία που ανεμίζει ελαφρά, είναι σήμερα ενενήντα χρονών. Τον Ιούνιο του 1943, ήταν σταθμευμένο στην αρχή της Υμηττού, ένα γερμανικό όχημα. Ο δεκατετράχρονος Γιώργος, με ένα σουγιαδάκι,πήγε σκυφτός και τρύπησε το ένα λάστιχο.
Ο Γερμανός από απέναντι, στον Άγιο Νικόλαο, τον αντιλήφθηκε, τον πυροβόλησε στο πόδι και μετά έτρεξε και πρόλαβε τον σαστισμένο Γιώργο και τον χτύπησε στο κεφάλι, με την λαβή του όπλου. Πάλι καλά που δεν τον σκότωσε. Εκτός από το τραύμα στο πόδι, που του άφησε μια μικρή αναπηρία, το χτύπημα στο κεφάλι και ο τρόμος του άφησαν τραύμα στηνγλώσσα. Ιδιαίτερα δεν μπορούσε να προφέρει το γράμμα ρο. Ακόμα και σήμερα, τις συλλαβές τις λέει κάπως αργά ,τις χωρίζει και τις προσθέτει σαν ψηφιδωτό. «Τότε η λέξη “καλημέρα”, μου έπαιρνε πέντε λεπτά», μου λέει.
Ο Γιώργος συνελήφθη στο τέλος του 1947 για αναγραφή συνθημάτων στους τοίχους και στάλθηκε εξορία στα Γιούρα. Μετά τον μετέφεραν στη Μακρόνησο και εκεί, εκτός από τα άλλα προβλήματα, είχε και το πρόβλημα της γλωσσικής δυσχέρειας. Ντρεπόταν, μου λέει, πολύ. Για όποιον δεν ντρέπεται, η ζωή είναι εύκολη.
Στο πρώτο πρωινό ονομαστικό προσκλητήριο παρόντων που τους έκαναν στη Μακρόνησο, τον έπιασε άγχος, αν θα μπορέσει να πει το «παρών». Το ανυπέρβλητο πρόβλημα με το ρο. «Μόλις ήρθε η σειρά μου, νόμισα πως βρήκα τη λύση, μου λέει , είπα “εδώ”, λέξη που δεν έχει το ρο.» Χαλασμός έγινε. «“Εδώ, τι ‘ναι αυτό το εδώ, ρε πούστη; Βγες έξω απ’ τη γραμμή” μου φωνάζουν και άρχισε ένα άγριο ξύλο, γιατί το θεώρησαν το “εδώ”, συνθηματικό και ύποπτο».
Στο επόμενο προσκλητήριο, ο Γιώργος –παγωμένος– φώναξε ένα δειλό «παγών» και γλίτωσε. Μετά σιγά-σιγά και χωρίς τα χαλικάκια του Δημοσθένη, αλλά με τη βοήθεια συγκρατουμένων του, κατάφερε να προφέρει ένα κανονικό παρών. Πέρασε και από άλλες φυλακές, Αίγινας, Τρικάλων και μετά, όταν ήρθε η στρατολογική κλάση του, ξανά πάλι στη Μακρόνησο, από όπου και απελύθη το 1954. Σήμερα, η αξιοπρέπεια και η ανθρωπιά του Γιώργου δίνουν ένα ευγενικό και ηθελημένο «παρών», στην πλατεία Καισαριανής και εμείς οι φίλοι του είμαστε εδώ παρόντες, να τον σεβόμαστε και να τον αγαπάμε.
Υ.γ. Ο Γιώργος θυμάται στα Γιούρα, στην πρωινή προσευχή, έναν άγριο λοχία να τους φωνάζει «γιατί δεν κάνετε τον σταυρό σας, γαμώ τον σταυρό σας». Ο θεοσεβούμενος λοχίας, γαμώ τον σταυρό του.
Μίμης Β. Χριστοφιλάκης, 25/2/2019
Το ξυπόλυτο τάγμα
«Ξυπόλυτο Τάγμα» ήταν το όνομα μιας ομάδας περίπου 160 παιδιών, εφήβων και νέων (αγοριών), που τον Απρίλιο του 1941 εκδιώχθηκαν από το Παπάφειο ίδρυμα της κατοχικής Θεσσαλονίκης, ίσως και από άλλα ορφανοτροφεία, γιατί επιτάχθηκαν τα κτίρια από τους Ναζί. Βρήκαν καταφύγιο στα ερείπια του βομβαρδισμένου 424 Στρατιωτικού Νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης και έδρασαν κυρίως στην Άνω Πόλη. Έγιναν σαλταδόροι, όπως πολλοί συνομήλικοί τους «μάγκες» τον ίδιο καιρό.
Λάκης Σοφιανός
Ο Λάκης Σοφιανός ήταν Έλληνας ποδοσφαιριστής, ο οποίος αγωνιζόταν ως επιθετικός για τις ομάδες του Αρίωνα Αγίου Αρτεμίου, του Παναθηναϊκού, του Παναιγιαλείου, του Ολυμπιακού και του Άρη Θεσσαλονίκης. Ο Μιχαήλ Σοφιανός, ή Λάκης, γεννήθηκε το 1932 στη φτωχογειτονιά της Γούβας, στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της κατοχής έγινε σαλταδόρος στα γερμανικά καμιόνια.
Ντου
Στη γωνία των οδών Σταδίου και Αμερικής, εκεί που σήμερα είναι η Τράπεζα Πειραιώς, υπήρχε τότε φυλάκιο Ιταλών. Τρεις πιτσιρικάδες «με τρύπιο παντελόνι» έκαναν ντου και κούρσεψαν το καμιόνι που πήγαινε φαγητό στους Ιταλούς στρατιώτες. Το περιστατικό αυτό έγινε τραγούδι (Ο Φοφίκος) σε στίχους Φιλέρη Ξενοφώντα και μουσική Γιώργου Ζαμπέτα:
Τρεις φίλοι απ’ το Βύρωνα
με τρύπιο παντελόνι
χωρίς να κάνουν σαματά
κουρσέψαν το καμιόνι
και μύρισε Θεούλη μου
ο δρόμος μακαρόνι
Σταδίου κα Αμερικής
μέχρι Κολοκοτρώνη
Ο σπίθας σαν σαλταδόρος
Στο ανάγνωσμα του Μικρού Ήρωα, η αναφορά των σαλταδόρων γίνεται κυρίως μέσω του Σπίθα και μερικών από τα μικρότερα μέλη της παρέας. Ο Σπίθας ιδιαίτερα, είχε ειδικευτεί να πέφτει σε ανοικτά γερμανικά καμιόνια γεμάτα φρέσκες κουραμάνες και σε ελάχιστο χρόνο να τα μετατρέπει σε ανοικτά γερμανικά καμιόνια άδεια από φρέσκες κουραμάνες! -Γιώργος Βλάχος
Ευχαριστούμε τον κ. Γιώργο Βλάχο και τις Εκδόσεις Μικρός Ήρως για το υλικό και τη βοήθεια που μας παρείχαν για το συγκεκριμένο αφιέρωμα.
18 Ήρωες
Με εξαίρεση τον Κεραυνό και τον Αρτέμιο, που ήταν άντρες, καθώς και τον Νίκο Γαλανό, που ήταν συνομήλικος με τον Γιώργο Θαλάσση, μια σειρά δεκατεσσάρων παιδιών από 8 (!) χρονών έως την εφηβική ηλικία, αγόρια και κορίτσια, πλαισίωναν διαδοχικά τη βασική τριάδα του αναγνώσματος.
Το καθένα από αυτά με τη δική του προσωπικότητα, τις δικές του ξεχωριστές ιδιότητες ή «παιδικό» όπλο, με το οποίο αντιμετώπιζε τον εχθρό, έδινε ποικιλία στη δράση και στα επεισόδια του αναγνώσματος, ανανεώνοντας συνεχώς το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού.
Κοινό γνώρισμα όλων, όπως και των βασικών ηρώων, το ότι ήταν ορφανά και από τους δυο γονείς τους, με εξαίρεση την Κατερίνα που ορφάνεψε αργότερα και τον Σπίθα που είχε μια… γιαγιά στην επαρχία, για τις σεναριακές ανάγκες ενός και μόνο τεύχους.
Δορυφορικοί & Αναλώσιμοι
Τα όχι της ζωής μας
Η άρνηση έχει ενοχοποιηθεί στις μέρες μας. Αυτός που αρνείται συνήθως θεωρείται αντιδραστικός, φοβικός, προβληματικός. Και όμως. Χρειάζεται να δούμε πως κάθε Ναι, κάθε θετική πρόταση, κάθε νέα αρχή και δημιουργία βασίζεται σε μια σειρά από αρνήσεις ενάντια στα Ναι που υπάρχουν.
Αυτές οι αρνήσεις είναι αναγκαίες για να ανοιχτούν νέοι δρόμοι και για να γεννηθεί το νέο και ελπιδοφόρο.
Όταν λες ΌΧΙ, δεν ξέρεις τι θα επακολουθήσει. Δεν είσαι υποχρεωμένος να ξέρεις. Ποιος ήξερε την κατάληξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου; Σίγουρα, αν ζύγιζες ψυχρά τις συνθήκες και τον συσχετισμό, μάλλον ΝΑΙ έπρεπε να πεις.
Τα μίζερα ΝΑΙ δεν γεννούν τίποτα άλλο πέρα από φόβο και χαμοζωή.
Τα ΌΧΙ είναι οι πρώτες ηλιαχτίδες μετά από έναν βαρύ χειμώνα. Τα ΌΧΙ οφείλουν να μετασχηματίζονται σε ΝΑΙ. Έτσι προχωράει η ζωή και η ιστορία.
Απλά χρειάζεται προσοχή στα ΌΧΙ που είναι ΝΑΙ, που λέγονται μόνο και μόνο για να κοροϊδεψουν, να αποπροσανατολίσουν, να μπερδέψουν.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΛΕΣ ΝΑ ΤΟ ΕΝΝΟΕΙΣ.
Χ.Ξ.
Τα όχι που σημαδεύουν
Υπάρχουν μεγάλες αρνήσεις, όχι μόνο αυτές που κάνει κανείς ατομικά, αναγκαστικά ή και με συναίσθηση των πιθανών επιπτώσεων, αλλά αρνήσεις που έχουν ένα συλλογικό υποκείμενο και προβάλλονται σε ιστορικές στιγμές, σε στιγμές που κρίνεται η μοίρα ενός τόπου, ενός έθνους, ενός λαού.
Αρνήσεις διόλου εύκολες και με μεγάλες συνέπειες, αφού συνήθως συγκεντρώνουν τα πυρά, πραγματικά και συμβολικά, και την ιδιαίτερη πίεση είτε με τον οικονομικό στραγγαλισμό ή την εναέρια τιμωρία είτε ακόμα την κατοχή της επικράτειας.
Οι έμποροι των εθνών, οι φιλόδοξοι υποψήφιοι κοσμοκράτορες, οι περιφερειακοί χωροφύλακες δεν σταμάτησαν να εξυφαίνουν σχέδια και επιχειρήσεις άλωσης και κατάκτησης εδαφών κι ό,τι αυτά κουβαλούν και περιέχουν στα έγκατά τους, θαλασσών (τα σύγχρονα «οικόπεδα»), εναέριου χώρου (και διαστήματος), πνευματικών δικαιωμάτων (πατέντες και καινοτομίες) και, φυσικά, συνειδήσεων (κάτι που δεν υπήρχε σε τέτοιο βαθμό κατά το παρελθόν).
Τα σύγχρονα «Όχι» του ελληνισμού ειπώθηκαν σε στιγμές που ο πολιτικός κόσμος έριχνε την μπάλα στην εξέδρα, μετακόμιζε σε άλλες περιοχές πιο ασφαλείς, εξήγαγε τον πλούτο σε σίγουρα μέρη-παραδείσους ή συνεργαζόταν ανοικτά με τις Κομαντατούρ ή τις τρόικες στο Χίλτον ή ακόμα έπαιρνε τας εντολάς στις πολυτελείς αίθουσες της Μεγάλης Βρεττανίας, στου Ζόναρς και σε άλλα στέκια.
Το «Όχι» του 1940 έδωσε μια εποποιία ανάτασης και συσπείρωσης ενός λαού και γέννησε το ΕΑΜ και τον εθνικοαπλευθερωτικό αγώνα. Μια από τις λαμπρότερες «στιγμές» μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Στις μέρες μας, στο μεταίχμιο δύο αιώνων, ο Ελληνισμός στην Κύπρο αρνήθηκε τη φόρμουλα του σχεδίου Ανάν που υποστήριζαν όλοι οι μεγάλοι και ασκούσαν φοβερή πίεση να αυτοκαταλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία και να μετατραπεί ανοικτά σε ένα προτεκτοράτο, νομιμοποιώντας και την τουρκική εισβολή. Αυτές οι προσπάθειες συνεχίζονται με παντοίους τρόπους και σήμερα. Το «Όχι» εκείνο έδωσε παράταση ζωής.
Αλλά στη δεύτερη δεκαετία του 21ου, ένα άλλο «Όχι» στα τελεσίγραφα της ευρωκρατίας ανέβασε την αξιοπρέπεια του λαού στα ύψη, για μια βδομάδα, και ύστερα με μηχανορραφίες και αφάνταστη μικρότητα των «διαπραγματευτών» που θα έσκιζαν τα μνημόνια, την γκρέμισαν, κατεδαφίζοντας και την ελπίδα ενός λαού. Ακόμα πληρώνουμε αυτήν την οδυνηρή «έξοδο» από τα μνημόνια, ενώ έχει υποθηκευτεί η χώρα για 99 χρόνια (μόνον…). Πληρώνουμε την πλήρη ευθυγράμμιση των εγχώριων ελίτ με ό,τι επιθυμούν Προστάτες (τάχα σύμμαχοι) και Δανειστές.
Αυτά τα «Όχι» δεν ήταν αναμενόμενα. Μάλλον απρόσμενα ήσαν για πολλούς. Και θέτουν ερωτηματικά για το συλλογικό συνειδησιακό φορτίο που υπάρχει σε έναν τόπο που είναι φορτωμένος με ιστορία, με καλές και κακές στιγμές, με μεγάλα κατορθώματα και διαστήματα υποτέλειας και διευρυμένου ραγιαδισμού. Τι σόι πράγμα είναι ο ριζοσπαστισμός που διατρέχει σαν κόκκινο νήμα την ιστορία του τόπου, πώς μετριέται, αν μετριέται, και πόσο υπολογίζεται σαν παράγοντας που μπορεί να συνεισφέρει σε μια μεγάλη διέξοδο;
Τα «Όχι» που σημαδεύουν, πιέζουν για απαντήσεις.
Ρούντι Ρινάλντι
Τα όχι της καθημερινότητας
Εκτός από τα μεγάλα Όχι, που καθορίζουν την πορεία ενός λαού και Έθνους υπάρχουν τα «μικρά καθημερινά όχι». Αυτά λέγονται ή δεν λέγονται ανάλογα τη θέληση, την αντοχή, τη συγκρότηση του ανθρώπου. Η στάση ζωής, τα κριτήρια, οι καταβολές. Τα όρια, οι ανασφάλειες, οι ενοχές. Όλα αυτά μαζί καθορίζουν τις ζωές μας. Πολλές φορές ο περίγυρος σου κλείνει το μάτι και σε καλεί σε μία «ύπεύθυνη» στάση. Μερικές φορές, αν πεις
«ναι» κανείς δεν πρόκειται να σε κατηγορήσει, πέρα από τον εαυτό σου… Δύσκολες καταστάσεις!
Αυτοτραυματισμός στη Νιβίτσα
Ήμουν πεντέμισι χρονών, όταν ο πατέρας μου ψυχομαχούσε στη σάλα του σπιτιού μας, το 1955. Η αδερφή του, η θειά μου Πότα, άγρυπνη τον παράστεκε. Η μάνα μου, που τα είχε χαμένα, ανεβοκατέβαινε από το χειμωνιάτικο στο κρεβάτι του και του έφερνε νερό και βρεγμένες πετσέτες. «Κουράγιο Βασίλη μου», του έλεγε συνέχεια. Η αναπνοή του βάραινε και δυσκόλευε. Το μαρτύριό του κράτησε δυόμισι μέρες. Η θειά μου Πότα τα έβαζε με τη μάνα της, την πολύ αυστηρή γιαγιά Κατίγκω από το Γεράκι, και την κατηγορούσε ότι τα καταράστηκε τα παιδιά. Το άλλο παιδί ήταν ο μπάρμπας μου ο Μήτσος, που γύρισε με ένα πόδι από την Αλβανία.
Το γεγονός μαθεύτηκε στο χωριό «ο Βάσος ψυχομαχάει…». Άρχισαν να έρχονται οι φίλοι του στο σπίτι για να τον αποχαιρετήσουν. Και είχε πολλούς. Ήταν του κρασιού και της ταβέρνας. Αλλά οι περισσότεροι ήταν φίλοι του από τον πόλεμο της Αλβανίας, που ο πατέρας μου πολέμησε ως λοχίας. 8ο Σύνταγμα Λακώνων, IV Μεραρχία, Διοικητής, Κλεάνθης Μπουλαλάς. Ερχόντουσαν και παρέες. Πήγαιναν στη σάλα, τον χαιρετούσαν, έβγαιναν κλαμένοι και όλοι κάπνιζαν. Η μάνα μου έβγαλε όλες τις καρέκλες στην αυλή. Άκουγα και τις συζητήσεις τους. Τεπελένι, Κετσέας, Λάτσης, Νιβίτσα κ.α.
Τη Νιβίτσα, ένα μικρό ορεινό χωριό πριν το Τεπελένι, την άκουγα ως νυφίτσα και δεν καταλάβαινα. Θυμάμαι πολλούς. Τον μπάρμπα Γιώργο τον Πουλάκο να κλαίει και να του δίνει η μάνα μου πετσέτα να σκουπιστεί. Τον μπάρμπα Μένη τον Παυλάκο,τον Παντελή Παντελεάκη, τον Στυλιανό τον Γιωργίτσο, τον Βάσο τον Παναγάκο, τον Στράτη τον Θεράπο, τον Μητσάκη Οικονομάκο, τον Δημητράκη τον Κεκέρη, τον Ντίνο τον Τσιάπα, τον Γιώργο Κοντογιάννη, τον μπάρμπα Κώτσο τον Σβόλο και πολλούς άλλους.
Πέρασε κι ένας φίλος του παλιός και συγγενής ο Χ., από έξω από το σπίτι, φώναξε τη μάνα μου και της είπε «Κατερίνη, ρώτα τον Βάσο, αν μπορώ να έρθω να τον δώ». Η μάνα μου του το είπε και ο πατέρας μου απάντησε «όχι, να μην έρθει, δεν τον θέλω». Η ψυχούλα μάνα μου, στεναχωρήθηκε, τον παρακάλεσε πάλι και ο πατέρας μου θύμωσε «δεν θέλω να μπει στο σπίτι» της είπε αυστηρά, παρά τη δυσκολία της αναπνοής του. Και δεν της εξηγούσε το γιατί. Η μάνα μου αργότερα έλεγε «τον Χ. δεν τον ήθελε ούτε στον θάνατό του. Κάτι είχανε…».
Μετά 20 χρόνια, ένα βράδυ του Αυγούστου στην πλατεία Κροκεών, με βρήκε ο μπάρμπα Νίκος ο Μητράκος, με τον οποίο ο πατέρας μου ήταν στην ίδια μονάδα στον πόλεμο της Αλβανίας. Καθίσαμε στο καφενείο του Λια του Παντελεάκη. Μιλήσαμε. Τον ρώτησα για τον πατέρα μου. Μου είπε πρώτα, ξέρεις ο πατέρας σου μου έστελνε δέματα στη Μακρόνησο. Συγκινήθηκα. Μου είπε ακόμα για την Αλβανία, πως μόλις έγινε η συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου, εμείς πετάγαμε τη σκούφια μας από τη χαρά μας και ο πατέρας σου μελαγχόλησε. Μου είπε πως φτάσανε στον Ψαθόπυργο και μετά με τα πόδια στις Κροκεές. Πολλά για τον Κετσέα και τον Λάτση. Πάνω στη συζήτηση τον ρώτησα για τον Χ. «Γιατί λέω μπάρμπα Νίκο, δεν τον ήθελε ο πατέρας μου; Τι είχανε;». «Να σου πω», μου λέει, «είμαστε μαζί πριν πάρουμε το Τεπελένι, είχε κουραστεί και αυτοτραυματίστηκε». «Πυροβόλησε το πόδι του, για να τον πάνε στο νοσοκομείο, να γλυτώσει τα βάσανα, το κάναν κι άλλοι».
Είχαν την απάντηση επιτέλους. Ο πατέρας μου θύμωσε τόσο μαζί του και το κράτησε μανιάτικο. Δεν του το συγχώρεσε. Εγώ τον συγχωρώ εκ μέρους του. Κάποτε δειλιάζουμε και δεν φτάνουν οι αντοχές μας. Και πυροβολούμε ακόμα και το κεφάλι μας, όχι το πόδι μας.
Μίμης Β. Χριστοφιλάκης, 28 Μαΐου 2021
Δεν υπογράφω
Μερικές φορές το Όχι δηλώνεται με την απουσία. Στην παρακάτω φωτογραφία, που είναι από τα πρακτικά της δίκης του Γέρου του Μωριά, λείπουν οι 2 υπογραφές.
Παραθέτουμε λίγες γραμμές από τους διαλόγους.
Αναλαμβάνει δράση ο υπουργός Δικαιοσύνης, Σχινάς, όπου σε έντονο ύφος καλεί τον Πολυζωίδη να υπογράψει την απόφαση. Εκείνος αρνείται και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
– Σας διατάσσω να την υπογράψετε.
– Προτιμώ να μου κόψουν το χέρι, αλλά δεν την υπογράφω!
– Εσείς τουλάχιστον, Τερτσέτη, θα υπογράψετε, ναι ή όχι;
– Όχι! Δεν θα με έχετε συνεργόν στον φόνον δυο ανθρώπων.