Προχωρούσα μες την πόλη. Συγκεκριμένα γύριζα από το γραφείο μου στο σπίτι, που είναι σε μια κοντινή απόσταση μεταξύ τους.
Καθώς βάδιζα ανάμεσα στις αραιές, προαστιακές πολυκατοικίες, ένιωσα ξα-φνικά –χωρίς όμως να έχω την αίσθηση του απότομου– έντονη, με την έννοια πως δεν μπορούσα να την παραβλέψω, τη μυρουδιά του ψαριού, του νόστιμου, φρέσκου, ελαφρά ψημένου ή τηγανισμένου ψαριού. Η μυρωδιά αυτή ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα, δεν με εγκατέλειπε, καθώς προχωρούσα, και ήταν σαν να ερχόταν από πολύ ψηλά, από τη στρατόσφαιρα, από τα ωραία, σε κάθε εποχή, γαλανά κομμάτια του αττικού ουρανού.
Στην αρχή νόμισα ότι η μυρουδιά αυτή ερχόταν από κάποιον κάδο σκουπιδιών, από κάποιον, μισοανοιγμένο πλαστικό σάκο. «Αλλά πώς;» αναρωτήθηκα, αφού οι κάδοι, που πριν από λίγο είχα προσπεράσει, ήταν κάδοι ανακύκλωσης;
Όχι, η μυρουδιά αυτή ερχόταν απ’ τον ουρανό. Θα έλεγε κανείς, πως κάποιος εκεί επάνω –πολύ ψηλά, ασφαλώς– τηγάνιζε ψάρι ή το απολάμβανε κιόλας κι αυτό σκόρπιζε ώς κάτω στη γη, στο μέρος που βρισκόμουν, τη λεπτή –καθόλου απωθητική– μυρουδιά του.
Ναι, η ψαρίλα ερχόταν από τον ουρανό. Κοίταξα προς τα πάνω, στα χαμηλά και τα μεσαία στρώματα της ατμόσφαιρας. Ανάπνευσα με απόλαυση. Αν ήταν και άλλοι δίπλα μου, δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσαν. Πιο μακριά, κάποιοι πεζοί συνέχιζαν το δρόμο τους χωρίς να δείχνουν εντυπωσιασμένοι από κάτι, το ίδιο και τα αυτοκίνητα, δηλαδή οι οδηγοί τους.
Ποιος τηγάνιζε ψάρι πάνω στον ουρανό;
Και γιατί όχι;
Δεν με απασχολούσε με ποια λογική θα μπορούσα να σκεφτώ αυτό το ενδεχόμενο ούτε –τουλάχιστον στην αρχή– τι ψάρι θα μπορούσε να είναι αυτό. Αναρωτήθηκα μόνο, ποιος θα μπορούσε να κάνει αυτή την ενέργεια. Και ανάπνευσα, πάλι πολύ βαθιά, αλλά μ’ έναν τρόπο που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να το αντιληφθεί.
Βάλθηκα να λύσω το αίνιγμα. Να βρω την απάντηση σε κάτι που μου έγινε αυτόματα βαθιά πεποίθηση. Μιαν επιστημονική απάντηση. Ή μια μεταφυσική απάντηση. Ή μια ρεαλιστική απάντηση. Αλλά, κυρίως, μια πειστική απάντηση.
Άφησα να κυλήσουν μια δυο μέρες –ακόμα έχω έντονη την αίσθηση εκείνης της όμορφης, λεπτής μυρουδιάς που πλημμύριζε τα ρουθούνια μου, καθώς ερχόταν από ένα σημείο του σύμπαντος– και μετά καταπιάστηκα σοβαρά με το θέμα. Και, καθώς αναρωτιόμουν, άρχισα να γράφω. Δηλαδή τώρα, την ίδια στιγμή που γράφω, παράλληλα ψάχνω στη μύτη μου εκείνη την αίσθηση.
Και ρωτάω και σάς μαζί:
Αυτός που απολάμβανε το ψάρι, το οποίο μόλις είχε τηγανίσει, μπορεί να ήταν ο ίδιος που το είχε ψαρέψει, σε κάποιο ποτάμι ή όρμο του διαστήματος;
Και, άραγε, να ήταν μόνο ένα ψάρι;
Μήπως ήταν οι Ιχθείς, ο γνωστός αστερισμός, που ο Ψαράς του διαστήματος είχε τηγανίσει ή ψήσει;
Μήπως ο Ψαράς είχε τη μορφή ψαριού και το Ψάρι μορφή ψαρά;
Μήπως δηλαδή αυτός, που κάποιο Ψάρι τηγάνιζε, ήταν ένας άνθρωπος του διαστήματος;
Μήπως ο Ψαράς δεν είχε ψαρέψει το Ψάρι αλλά το είχε αγοράσει από την Ψαραγορά του διαστήματος και είπε ψέματα στην οικογένειά του πως το είχε ψαρέψει;
Μήπως η έντονη μυρωδιά, αυτή η Ψαρίλα, ήταν ένα μήνυμα προς κάποιες ευαίσθητες μύτες –συγχωρέστε μου τον κομπασμό– και τώρα πρέπει να βρούμε τον αποκωδικοποιητή;
Μήπως η μυρουδιά είναι ένα είδος ομιλίας;
Μήπως στον ουρανό –κάπου τέλος πάντων έξω από τη Γη– γιόρταζαν την πρωταπριλιά οι Γάλλοι, –ναι, οι Γάλλοι του διαστήματος– και λένε ψέματα για ψάρια που δεν ψάρεψαν;
Και η μυρουδιά;
Σε τι τηγάνι ή τι σχάρα ψήνανε το ψάρι, αν υποθέσουμε πως υπάρχει;
Και πόσο αυτό το ψάρι είναι τεράστιο (αν υποθέσουμε πως ξεχνάμε τη σχετικότητα των μεγεθών); Και ποιος μας είπε ότι ο Ψαράς (ή ο Φαγάς) είναι μικρός σε μέγεθος;
Μήπως είναι μια παγίδα αυτή η μυρουδιά, αυτές οι εικασίες, αυτά τα ερωτήματα που θέτω;
Μήπως είναι, υπό μία έννοια, ανούσια και ανόητα «πηγαιν’ έλα» στον Χωροχρόνο
και τώρα μυριζόμαστε το Ψάρι – τώρα θα το φάμε αύριο θα το ψαρέψουμε – τώρα θα μας μυρίσει αυτό (αλλά δε θα μας φάει) όχι γιατί μας λυπάται – αλλά γιατί του φαινόμαστε άνοστοι και κάτι που είναι άνοστο στο χωροχρόνο δε νοστιμεύει εύκολα, κάποιες σταθερές και στο χάος ακόμα του σύμπαντος υπάρχουν;
Ω, εξαίσια στιγμή, παρόν που όμοιό του δεν θα ξαναβρώ, που αυτή η ωραία οσμή, αυτή η λεπτή, ερεθιστική ψαρίλα έφτασε στη μύτη μου – κι ούτε να φανταστείτε πως ερχόταν από κάποιο μπαλκόνι ή κάποια ταράτσα, αφού συνεχώς απομακρυνόμουν από το αρχικό σημείο του συμβάντος, εκτός αν μιλάμε για μπαλκόνι ή ταράτσα του διαστήματος.
Και ποιος είμαι εγώ, που μου δόθηκε η Χάρη;
(Τώρα θυμήθηκα και τα πέντε ψάρια που ο Ιησούς μοίρασε σε ένα πλήθος πιστών ή μάλλον άπιστων που, έτσι, έγιναν πιστοί).
Κι εγώ πιστός θα γίνω. Αρκεί να μάθω. Αρκεί να δω. Αρκεί να με καλέσουν να δοκιμάσω, έστω μια μπουκιά.
Λυπάμαι τον Ψαρά ή τον Φαγά, που δε μπορεί να με καλέσει, ενώ εγώ γεύτηκα απ’ το μεζέ του με την μια μου, έστω, αίσθηση.
Που δε μπορεί ο φτωχός ούτε να μυρίσει από τα δικά μας, φρέσκα ψάρια, που, ψημένα, σπάνε τις μύτες μας.
Και μήπως άραγε ούτε των δικών τους των ψαριών αυτοί οι Ψαράδες (αυτοί οι Φαγάδες) μπορούν να εκτιμήσουν την ψαρίλα;
Μήπως εμείς και των δικών τους των ψαριών τη μυρουδιά γευόμαστε και –όταν φτάσουμε εκεί– γευτούμε και την ψημένη σάρκα τους;
Μήπως Ψαράδες και Ψάρια είναι ένα πράγμα εκεί;
Μήπως γυρεύουνε Φαγάδες στο διάστημα; Ή μήπως Ψαράδες; Μήπως τα ψάρια μόνα τους αργοψήνονται και μας καλούν τώρα να πάμε, να προφτάσουμε μην και καούν; Μήπως μόνοι μας είμαστε σ’ αυτή την Κάτω Γειτονιά του διαστήματος; Ή και στην άλλη;
Μήπως μόνο ψάρια υπάρχουν; Μήπως τα ψάρια είμαστε εμείς και κάποιον από εμάς ψήνουν Εκεί και ανόητες –και ανούσιες– σκέψεις κάνουμε;
Μήπως και μόνοι μας ψηνόμαστε, για λόγους που δεν ξέρουμε και πρέπει να τους μάθουμε;
Μήπως «καθρέφτης μυρουδιάς» υπάρχει στο κενό του διαστήματος, λίγο έξω απ’ τη στρατόσφαιρα, και η ψαρίλα πάλι εδώ γυρίζει;
Και πίσω από τον καθρέφτη; Ψάρια, πελάγη, υπάρχουν;
Ή μήπως, τέλος, ο καθρέφτης είμαστε εμείς, καθρέφτης όμως με μυαλό, με δυο όψεις, με αίσθηση του χιούμορ και με όνειρα, που πάει να τρελαθεί απ’ όσα καθρεφτίζει και απ’ όλα τ’ άλλα, που απ’ τις δυο πλευρές του εκπέμπει και παραμορφώνει και αντιστρέφει;
Όλα αυτά. Κι άλλα πολλά είναι, που σκέφτηκα. Και δίνουν βάσιμες, αν όχι απαντήσεις, ερωτήσεις σίγουρα.
Χωρίς ερώτηση, πώς θα υπάρξει απάντηση;
Χωρίς απάντηση, η ερώτηση έχει νόημα. Χωρίς ερώτηση, η απάντηση δεν έχει.
Κι όλα αυτά από μια εξαίσια ψαρίλα. Που όσο κι αν χάθηκε –απλώς– από τη μύτη, έτσι θα ξανάρθει.
Ψηλά, απ’ τον ουρανό.
Ό,τι κι αν γίνει, η μύτη θα την ξαναβρεί.
Κάποια στιγμή, ξαφνικά πάλι.
Και θα την νιώσει.
Σκίτσα: Ζαχαρίας Ψαράκης
Discussion about this post