Από τη συλλογή υπό έκδοση “ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ, ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ”
Κάτι νύχτες σαν απόψε πιο παλιά θα έλεγα: Θέλω να βγω και να μεθύσω. Τώρα πως να το πω. Δεν γίνεται. Δεν εγκαταλείπω ποτέ πια το σπίτι.
Το φως είναι χαμηλό μέσα. Το τσιγάρο έσβησε στο τασάκι. Το φιλί ήταν λίγο το απόγευμα. Πάντα είναι πιο λίγο το φιλί από το επιθυμητό όριο.
Κάθομαι στο μισοσκόταδο. Μάλλον την έχω επιλέξει αυτήν την θέση. Όσο μπορούσα το τράβηξα. Δεν έχω παράπονο. Μόνο που με κουράζει λίγο αυτός ο νέος ρόλος. Να τους ανησυχώ. Κάποιους πιο ευαίσθητους να τους τρομάζω κιόλας.
Να με νοιώθουν όταν πλησιάζω αργά από πίσω τους και τους παίρνω μέσα στα χέρια μου. Τους θωπεύω. Δεν είναι καθόλου σίγουροι γι’ αυτό που τους συμβαίνει. Λίγοι αισθάνονται καλά. Καλά μάλλον δεν αισθάνεται κανένας. Ποιος απολαμβάνει το ξαφνικό ψύχος μιας νεκρικής αγκαλιάς;
Σήμερα φίλησα ένα κοριτσάκι. Ήταν δεν ήταν 15 χρονών. Η μαμά του μπροστά φουριόζα άνοιγε τις πόρτες.
Ωραία και η μαμά. Ο μπαμπάς είχε στενό μαρκάρισμα από τον μεσίτη.
-Και ποιος είπατε έμενε εδώ;
– Δεν είστε υποχρεωμένος να τον ξέρετε αγόρασε το σπίτι λίγα χρόνια πριν απόδημήσει. Στην χώρα του πάντως είχε βραβευτεί με Βραβείο Ποίησης ή για θέατρο – δεν καλοθυμάμαι κι εγώ. Θα βρείτε μεταφράσεις.
– Δεν ασχολούμαι.
Ασχολούμαι όμως εγώ με την μικρή σου κόρη, ήθελα να του ψιθυρίσω.
Δεν μπορώ φυσικά να μιλήσω. Μόνο να αγγίζω μου επιτρέπεται. Όταν κοντοστάθηκε η μικρή να τραβήξει την κάλτσα της πήγα πίσω της κι έγειρα πάνω της. Το βάρος μου είναι μηδαμινό. Η δύναμή μου είναι στο ακράγγιγμα. Εκεί που νοιώθεις ξαφνικά να μουδιάζεις και να σε πηρουνιάζει ένας κρύος ιδρώτας.
Η μικρή σχεδόν δεν αντιστάθηκε. Αντίθετα γύρισε προς εμένα και αφέθηκε στα χέρια μου. Η μητέρα της μέσα από το καθρέφτισμα μιας πόρτας στην τραπεζαρία έστρεψε το κεφάλι της και μας είδε.
Συγκεκριμένα είδε την μικρή να αιωρείται, να κρέμεται στον αέρα. Εκστατική. Λιγοθύμησε.
Φύγανε και δεν θα ξαναγυρίσουν. Και αυτοί. Σήμερα αν η μητέρα δεν είχε στρέψει το κεφάλι προς τα πίσω να δει το κορίτσι της σε μια αόρατη αγκαλιά παραδομένο να φιλάει στο στόμα το κενό ίσως και να μου επιτρεπότανε να φύγω πια από εδώ μέσα και να ησυχάσω εκεί που κι άλλοι πάνε μετά από το στάδιο που είμαι εγώ.
Το παιδί μού παραδόθηκε. Ήταν η λύτρωσή μου. Ήθελε το φιλί μου διψασμένα. Ήταν η ώρα που θα περνούσα πια στην χώρα των νεκρών. Αλλά οι πόρτες του σπιτιού φταίνε. Που αν τις ανοίξεις για να το αερίσεις, που λέγαμε και παλιά, φανερώνουν τα πάντα.
Ναι απόψε, θέλω να μεθύσω.
Το φως όλο και χαμηλώνει. Τουλάχιστον κάπνισα. Όπως έφυγαν φουριόζοι, σχεδόν κυνηγημένοι, ο αναιδής πατέρας της μικρής ξέχασε τσιγάρα και αναπτήρα στο πάτωμα. Το τελευταίο τσιγάρο έσβησε στο τασάκι. Το σπίτι έχει ακόμη τασάκια και κάποια λίγα δικά μου αγαπημένα. Για ένα ολόκληρο φιλί κάθομαι στο μισοσκόταδο.
Είναι ψέμα πως την έχω επιλέξει αυτήν την θέση.
Δεν γίνεται αλλιώς. Πόσο μπορεί να το τραβήξει ένας νεκρός; Πάντως όσο έζησα το πιο γερό μου χαρτί το έπαιξα με τα χείλη. Όταν άγγιζα άλλα χείλη. Δεν έχω παράπονο. Απλά τώρα δεν βρίσκεται κανείς να με γλυτώσει από αυτόν τον νέο μου ρόλο, που με εξαντλεί κάθε φορά χαρίζοντάς μου μιαν μικρή ελπίδα να πάρω το φιλί που θα με στείλει οριστικά στον διάολο.
Αυτό το παιδί θα με βοηθούσε πολύ.
Πρώτη φορά πλησίασα παιδί. Παιδιά δεν έρχονται εδώ συχνά. Μόνο κάτι ξεχαρβαλωμένοι αστοί που σχεδόν κανείς τους δεν ξέρει πως αυτές οι πόρτες είναι μαρτυριάρες… Και καθρέφτισαν και την δική μου κάποτε αδυναμία να ζήσω μια κανονική ζωή, να αγαπήσω και να αγαπηθώ. Και από αυτό το καθρέφτισμα πήρα εκείνο το απόγευμα, στο μισοσκόταδο, την απόφαση να τελειώνω με την ζωή μου.
Μερικές αποφάσεις τις πληρώνεις πιο ακριβά από όσο αληθινά κοστίζουν.
Καληνύχτα.