Και να που γυρίζει, απόψε το βράδυ σπίτι μόνη και πάλι όπως πάντα μετά την δουλειά. Είναι Χριστούγεννα στον Δυτικό Κόσμο, και μια τέτοια μέρα, ίδια με την σημερινή πριν πολλά – πολλά χρόνια την ίδια διαδρομή την είχε ξανακάνει σαν άντρας.
Ήταν τότε, στην ίδια περίπου ηλικία που είναι αυτή σήμερα, αλλά με μια μικρή διαφορά: δεν ήταν το ίδιο μοναχικός όπως εκείνη τώρα, χωρίς οικογένεια, χωρίς φίλους που είναι πολύτιμοι για τέτοιες τουλάχιστον ώρες, χωρίς ανθρώπους που δίνουν ένα νόημα στην ζωή, χωρίς αγάπη.
Τα πράγματα έχουν ως εξής:
1. Η Γιόκο Κέι, ζει στο Τόκυο, από την ημέρα που γεννήθηκε, σαν σήμερα δηλαδή, σαν απόψε. Μεγάλωνε σε μια μικροαστική πολυμελή οικογένεια που την ξεκλήρισε ο Νότιος Πόλεμος του 2170. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν προέκυψε. Τίποτα σχεδόν από όσα έζησε και ζει δεν τα διάλεξε.
Όταν της πέθαναν όλοι ήταν δεν ήταν 10 χρονών. Θα την έβγαζε σε ορφανοτροφείο αν δεν την υιοθετούσε λίγους μήνες μετά η Μο Μο Κέι, πλούσια κυρία από τις δυτικές συνοικίες χωρίς σύζυγο και παιδιά. Η γυναίκα αυτή την σπούδασε και την έμαθε να αγαπάει την μοναξιά.
– Κανένας Γιόκο, δεν είναι ικανός ποτέ να αντικαταστήσει στον άνθρωπο τον εαυτό του, της είπε πριν πεθάνει. Ζήσε μόνη. Οι άνθρωποι πλάι μας, δίνουν μια προσωρινή χαρά που μας την παίρνουν πίσω όταν φύγουν, όταν χωρίσουν από εμάς ή όταν πεθάνουν.
Η Γιόκο δεν πρόλαβε να την ρωτήσει γιατί η ίδια ωστόσο την υιοθέτησε… Της έκλεισε τα μάτια την ώρα που το φεγγάρι ανέβαινε χρωματιστό στον βραδινό γιαπωνέζικο ουρανό του χειμώνα. Συνέχισε να δουλεύει πολλές ώρες από το πρωί ως το βράδυ σε μια Υπηρεσία του Δήμου. Αυτά που της άφησε η Μο Μο Κέι δεν ήταν παρά χρέη και χρήματα λίγα για να τα εξαλείψει.
Το σπίτι το πήρε το κράτος. Μονάχα αυτό το ασήμαντο λιλιπούτειο διαμερισματάκι στην καρδιά του Τόκυο, της έμεινε. Αυτό που πάει τώρα και χωράει ένα κρεβάτι, μια πολυθρόνα κι ένα γραφείο. Ότι πρέπει δηλαδή για έναν μοναχικό άνθρωπο στην καρδιά μιας μεγαλούπολης που ο μισθός του δεν φτάνει για να πληρώσει νοίκι, που δεν έχει οικογένεια και που έχει κάνει έρωτα μόνο μια φορά στην ζωή του, παρά την θέλησή του μάλιστα.
Αυτά για την Γιόκο.
Τώρα είναι 38 χρονών.
2. Βρισκόμαστε τριάντα χρόνια σχεδόν μετά τον Νότιο Πόλεμο και μόλις δύο χρόνια που η Γιόκο μετακόμισε στο κέντρο του Τόκυο. Αν ζούσε στην Ευρώπη όλοι γύρω της απόψε θα εύχονταν ο ένας στον άλλον “Καλά Χριστούγεννα”. Σε εκείνην που έχει γενέθλια δεν θα ευχηθεί κανείς. Θα τα γιορτάσει μόνη στο σπίτι με Σούσι από το “Ριτσαρντς”.
Στο μικρό της διαμέρισμα το καλοριφέρ αναμμένο. Είναι μαζί με το Σούσι το δώρο της στον εαυτό της απόψε. Το άφησε έτσι από το πρωί, χωρίς να σκεφτεί την κατανάλωση ενέργειας, για να μπει το βράδυ στο σπίτι και να είναι ζεστά. Επίσης ένα χριστουγεννιάτικο κινέζικο δεντράκι είναι τοποθετημένο με λαμπιόνια να αναβοσβήνουν μπροστά στο παράθυρο.
Όχι η Γιόκο δεν είναι χριστιανή, αλλά είναι μια κοπέλα της εποχής της και τα δυτικά έθιμα τα υιοθετεί πιστά. Ο κόσμος είναι μια μεγάλη οικογένεια για τον άνθρωπο μιας μεγαλούπολης που ζει μοναχικά και δεν περιμένει να αλλάξει αυτό.
Νύχτα Γιορτής λοιπόν απόψε. Η Γιόκο βάζει τα κλειδιά στην πόρτα του διαμερίσματός της ξέροντας πως μέσα σε αυτό θα βρει την ζεστασιά και την θαλπωρή που κάνουν μια τέτοια νύχτα τον πλανήτη Γη να φαντάζει υπέροχος. Απ’ έξω από την πόρτα της κοντοστέκεται λίγο. Από μέσα ακούγεται μουσική. Απορεί. Δεν θυμάται να είχε αφήσει ανοιχτό το ραδιόφωνο στον σταθμό με τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια των περασμένων αιώνων. Πάντα βέβαια αφήνει μουσική. Φοβάται τους κλέφτες.
Η μουσική από μέσα τους αποθαρρύνει. Είναι ωραίο πάντως που νοιώθει αυτήν την μαγική στιγμή πριν μπει μέσα στο δωμάτιό της πως κάποιος είναι εκεί και την περιμένει. Κάποιος που την αγαπάει φυσικά. Ένας δικός της άνθρωπος. Δεν πειράζει που αυτή η ψευδαίσθηση θα κρατήσει τόσο λίγο. Ίσως αυτή να είναι και η μόνη στιγμή στην ζωή της ως τώρα, που η Γιόκο, τολμά να ευχηθεί να είχε μια μοίρα άλλη, λιγότερο μοναχική. Ένα δάκρυ, ξεφεύγει πάνω στα μάγουλά της και κυλάει στο χαλάκι της πόρτας καθώς την ανοίγει. Η μουσική δυναμώνει.
Α! και μια υποσημείωση: Χιονίζει.
3. Ο Ίγκμαρ Ιόζεφσον έζησε το μεγαλύτερο μέρος της πολύπλοκης ζωής του μέσα στον 21ο αιώνα και πέθανε από φυσικά αίτια το 2060. Σε ηλικία 96 χρονών. Παντρεύτηκε τέσσερις φορές μέσα σε δύο δεκαετίες κι απέκτησε μόνο γιούς από τους τέσσερις γάμους του, σπαρμένους στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κανέναν στην Στοκχόλμη, την μέρα του θανάτου του.
Παραμονές Χριστουγέννων του 2002 ο Ίγκμαρ ταξίδεψε κρυφά με την νέα ερωμένη του, μια εικοσάχρονη γιαπωνέζα φοιτήτρια για την πατρίδα της, το Τόκυο. Βρέθηκαν να περπατάνε την παραμονή των Χριστουγέννων μαζί στη χιονισμένη ολόφωτη πόλη, νύχτα, πολύ ερωτευμένοι κι ας τους χωρίζανε σχεδόν 20 χρόνια. Η Κάσι έβλεπε στο πρόσωπο του καθηγητή της, έναν πατέρα που δεν γνώρισε κι ο Ίγκμαρ ζούσε επιτέλους την ζωή που δεν έζησε.
Η προτελευταία σύζυγος του Ιγκμαρ τον καταράστηκε όταν την άφησε με ένα μωρό στην κούνια. Με την τελευταία θα χώριζε μόλις θα επέστρεφε. Είχε και με αυτήν ένα 8χρονο γιο αλλά έδειχνε αποφασισμένος. Θα μετανάστευε φτάνει να μπορούσε να συνεχίσει να είναι πλάι στην Κάσι. Περπατώντας της είπε πως σκέφτεται να αφήσει τα πάντα για κείνη.
– Δεν νομίζω πως θα ήθελα να έχω την τύχη των συζύγων σου. Γιατί κάποτε θα με βαρεθείς κι εμένα. Και δεν θα ήθελα να μεγαλώνω μόνη μου τα παιδιά σου. Ούτε με εμπνέει και πολύ η ιδέα να γίνω κάποτε μητέρα. Μου αρέσει ο τρόπος που μου κάνεις έρωτα. Μου αρέσει και ότι έρχεται μετά. Δεν θέλω να χωρίσεις από την οικογένειά σου για μένα. Κάποια μέρα τα παιδιά σου θα σε ρωτήσουν γιατί τα έκανες όλα αυτά; του απάντησε η Κάσι στον δρόμο για το μικρό της καμαράκι στην καρδιά του Τόκυο, αυτό που άφησε για να ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό της στην Στοκχόλμη.
Ο τριανταοκτάχρονος Ίγκμαρ χαμογελούσε αινιγματικά κι έσφιγγε το κορίτσι της καρδιάς του πάνω του.
– Είναι μακριά το σπίτι σου; ρώτησε. Μήπως θες να πάμε στο ξενοδοχείο μου;
– Όχι, στην πόλη μου δεν θέλω να νοιώθω επισκέπτρια, του απάντησε η μικρή. Καιρός να νοιώσεις κι εσύ συνοδός μου. Κι εγώ αυτή που για λίγο κανονίζει που θα πας και που θα κοιμηθείς.
Γελάσανε. Το ίδιο βράδυ στην γκαρσονιέρα της Κάσι, που ίσα – ίσα χωρούσε ένα κρεβάτι, μια πολυθρόνα κι ένα γραφείο, ο καθηγητής Ιαπωνικού Πολιτισμού του πανεπιστημίου της Στοκχόλμης και η νεαρή φοιτήτριά του που τον είχε ερωτευτεί τρελά κάνανε πολλές φορές έρωτα. Ήταν όπως πάντα ωραία μετά.
Ήπιανε σάκε ως το πρωί κι ακούγανε τις τζαζ μελωδίες των δυτικών για τα Χριστούγεννα από ένα σταθμό στο ραδιόφωνο. Απ’ έξω χιόνιζε. Μετά χωρίσανε για πάντα.
Ο καθηγητής ξαναγύρισε στην οικογένειά του στην Ευρώπη – με την τελευταία του σύντροφο δεν χώρισαν τελικά – και είδε τους τέσσερις γιους του να γίνονται άντρες, σύζυγοι, μπαμπάδες και παππούδες.
Ένας από αυτούς πέθανε πριν τον πατέρα του στα 70 του, τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει ο Ίγκμαρ. Τα γιαπωνέζικα Χριστούγεννα που έζησε με την Κάσι, που χάθηκε κι αυτή κάπου στην Ανατολή, τα είδε σαν αναλαμπή λίγες στιγμές πριν κλείσει τα μάτια του, ολομόναχος σε πολυτελές δωμάτιο του Γενικού Νοσοκομείου της Στοκχόλμης, εκείνο το παγωμένο χειμωνιάτικο βράδυ του 2060, όπου μέσα σε παραλήρημα, ο Ίγκμαρ Ιόζεφσον θυμήθηκε το όνομα της νεαρής του φοιτήτριας και το άφησε να κυλήσει από τα χείλη του, μαζί με την τελευταία του πνοή.
Η Τελετή της καύσης του προκάλεσε θλίψη στους ακαδημαϊκούς κύκλους της πόλης παρά το πολύ προχωρημένο της ηλικίας του. Πίσω έμειναν τα συγγράμματά του κι ένας τόμος με ποιήματα με τον τίτλο: “Πυγολαμπίδες του Τόκυο” που γνώρισαν πολλές επανεκδόσεις και μεταφράστηκαν σε 38 γλώσσες.
Αυτά για τον Ίγκμαρ.
Πέρασαν 138 χρόνια από τότε.
4. Κάθονταν απέναντι – απέναντι με το δυτικό δεντράκι των Χριστουγέννων ν’ αναβοσβήνει μπροστά στο ιαπωνικό παράθυρο. Η Γιόκο, στο γεμάτο λαμπιόνια δωμάτιο, δεν είχε ανάψει άλλα φώτα, μόνο λίγα κεριά. Ο διεθνής σταθμός έπαιζε παραδοσιακή τζαζ της Δύσης. Το Σούσι είχε μισοφαγωθεί σερβιρισμένο στα δύο. Το σάκε σε δύο ποτήρια παρέμενε ζεστό, αφού ένα ηλεκτρικό καμινέτο στην γωνιακή κουζινούλα, κάθε τρεις και λίγο άναβε για να ζεστάνει κι άλλο μπρίκι.
Πόσο λάθος είχε η Γιόκο να φαντάζεται τον εαυτό της μόνο αυτήν την νύχτα. Βέβαια λέξη δεν είχε πιστέψει από όσα ο άγνωστος συνομήλικος της από την Ευρώπη της είχε ξεστομίσει πριν λίγο. Αλλά είχε γούστο αυτός ο παράξενος εισβολέας στο χώρο της, μια τέτοια νύχτα.
Τα ιαπωνικά του ήταν καλύτερα από τα δικά της. Και το βιβλίο που της έφερε δώρο, ίσως και να το είχε ήδη στην βιβλιοθήκη της, στο προγονικό της Μο Μο Κέι που το πήρε η τράπεζα. “Πυγoλαμίδες του Τόκυο” – έκδοση εικοστή.
– Και ποιος είναι τελικά, ο πραγματικός λόγος της επίσκεψής σας απόψε εδώ; τόλμησε κάποια στιγμή η Γιόκο να πει.
– Πραγματικά δεν ξέρω, απάντησε ο όμορφος σουηδός. Να σας πω την αλήθεια, δεν είμαι καν σίγουρος, αν όλο αυτό δεν το βλέπω στον ύπνο μου και μόλις ξυπνήσω, θα βρεθώ, γυμνός, δίπλα στην Κάσι. Άρα ζωντανός. Άρα χαρούμενος. Και λιγότερο φοβισμένος.
– Μα και τώρα, εγώ δεν βλέπω να είστε θλιμμένος. Ούτε φοβισμένος φυσικά. Το αστείο είναι βέβαια, πως ούτε εγώ, ενώ θα έπρεπε από αυτήν σας την αλλοπρόσαλλη επίσκεψη, νοιώθω φόβο. Αυτό είναι κάπως ανησυχητικό ε;
– Είμαι καλή παρέα, νομίζω.
– Μην με φλερτάρετε. Εξάλλου, αν δεχτώ όσα λέτε, είναι παράλογο κάποιος να φλερτάρει τον εαυτό του… και μάλιστα μετά θάνατον;
Γελάσανε. Όπως εκείνος γελούσε με την Κάσι. Κι όπως η Γιόκο είχε να γελάσει από παιδί, μετά τον Πόλεμο και πριν τον βιασμό της.
– Φοβόμουνα πάντα την μοναξιά που θα έφερναν τα χρόνια, τα γεράματα, τα θεωρούσα σκάνδαλο, κι είχα την θλίψη να ζω μέσα σε μια κατακραυγή, την κριτική των συζύγων μου, που τις παράτησα όλες με μικρά παιδιά, γιατί μου προκαλούσαν Πλήξη, κι η αντίσταση στην Πλήξη, είχε γίνει η μόνη Θρησκεία μου. Βαριόμουνα τις γυναίκες μου, όλες. Κι έβρισκα το θάρρος να τις αλλάξω με άλλες γυναίκες. Άρεσα στις γυναίκες πολύ, σχεδόν τόσο, όσο νομίζω πως αρέσει σε εσάς το Σούσι.
– Είναι φανερό πως έχετε ενοχές. Σας καταλαβαίνω. Κι εγώ έχω. Αλλά το χειρότερο νομίζω κακό, το κάνατε στα παιδιά σας.
– Όχι, όχι. Τα παιδιά είναι παιδιά και παίρνουν τον δρόμο τους. Κι όταν χρειαστεί σε τιμωρούν. Είτε τιμωρώντας ευθέως εσένα, είτε τον εαυτό τους, είτε τους άλλους. Οι γυναίκες που οι άντρες τους λείπουν δεν μπορούν να τιμωρήσουν κανένα. Μαραζώνουν μέσα σε μια εγκατάλειψη, γιατί πρωτίστως αυτές αισθάνονται τιμωρημένες. Ο τιμωρημένος δεν τιμωρεί. Ματαιώνεται. Αυτήν την ματαίωση φοβήθηκε και η Κάσι. Γι’ αυτό είπε να με αφήσει. Για να μην γίνει μία ακόμη ματαίωσή μου.
– Και μένα η μητέρα μου, η θετή μου μητέρα, η Μο Μο Κέι, νομίζω ήταν μια από αυτές τις γυναίκες που λέτε. Τώρα που το λέτε.
– Κι εσείς;
– Εγώ τι;
– Δεν είστε, μια από αυτές;
– Όχι, εγώ δεν είμαι. Εγώ δεν έχω άντρες.
Την κοίταξε διερευνητικά. Η Γιόκο κατάλαβε και ξαναγέλασε.
– Όχι, όχι. Δεν είναι ο λόγος που σκεφτήκατε. Δεν έχω άντρες, δεν σημαίνει πως τους αντικαθιστώ με γυναίκες, σημαίνει δεν τους μετράω, δεν τους υπολογίζω. Δεν μου λείπουν!
– Γιατί; για να μην σας αφήσουν. Είναι απλό.
– Πλήττω. Κι εσείς το είπατε. Πριν.
Ο Ίγκμαρ κατάπιε την γλώσσα του για λίγο. Της ζήτησε κι άλλο σάκε ζεστό. Το ήπιε μονορούφι.
– Πρέπει τώρα να σας είναι ορατό, πόσο μοιάζουμε, της είπε κοφτά. Η κατάρα μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Ή καλύτερα, από ψυχή, σε ψυχή.
– Δεν ξέρω ποιος από τους δυο μας, βλέπει τον άλλο στον ύπνο του, τελικά; του είπε εκείνη.
Εκείνος τότε έκρυψε με τα χέρια του τα μάτια του κι άρχισε να κλαίει. Κι εκείνη τον πλησίασε και του χάιδεψε τα μαλλιά.
Και τότε όλα γίνανε πιο εύκολα ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα, σε ένα χειμωνιάτικο, ζεστό από τα φώτα των Χριστουγέννων, δωμάτιο, που ίσα – ίσα χωρούσε ένα κρεβάτι, μια πολυθρόνα κι ένα γραφείο, στην καρδιά της χιονισμένης πόλης του Τόκυο.
5. Η Κάσι ξύπνησε βιαστική και πολύ ανήσυχη πλάι στον γυμνό Ίγκμαρ, που της φάνηκε σαν νεκρός, στο πρωινό κιτρινόλευκο φως του χιονισμένου Τόκυο που έμπαινε από το παράθυρο. Ντύθηκε, έγραψε ένα σύντομο σημείωμα στον εραστή της και βγήκε. Πίσω της στον διάδρομο, ενώ έτρεχε να κατέβει τις σκάλες, της φάνηκε πως άκουσε την πόρτα του διαμερίσματός της να ανοίγει, τρίζοντας. Επιτάχυνε.
6. Ο Ίγκμαρ διάβασε το σημείωμα, χωρίς καν να ρίξει πρώτα λίγο νερό στο πρόσωπό του. Έγραφε: “Σε αφήνω, Ίγκμαρ, αλλά θα σε αγαπώ πάντα.”
7. Η Γιόκο Κέι πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία, ανύπαντρη και άτεκνη, από φυσικά αίτια, ολομόναχη, μια χειμωνιάτικη νύχτα κοντά στις γιορτές και μια νυχτερινή νοσοκόμα που τελείωνε βάρδια στον δίπλα ασθενή την άκουσε να προφέρει την ώρα που άφηνε την τελευταία της πνοή, το ακατάληπτο όνομα “Ίγκμαρ”. Φώναξε αμέσως τους εφημερεύοντες γιατρούς που διαπίστωσαν τον θάνατό της.