Aν τον ρωτήσεις ποιας ταινίας το soundtrack θα ήθελε να συνθέσει η απάντηση του είναι “Για το έργο “Ο Γατόπαρδος””(Λουκίνο Βισκόντι), αγαπάει τους Beatles και τον Καλδάρα, μελετάει την τεχνική στην γραφή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Συνέθεσε μουσική για κινηματογράφο, τηλεοπτικές σειρές, διαφημίσεις και μας έχει χαρίσει σπουδαία τραγούδια που σημάδεψαν άπειρες στιγμές μας. Αναρωτιέμαι όμως, τι να είχε στο μυαλό του ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος όταν έγραφε την μουσική στο “Λέει. λέει,λέει” που ενώνει κουπλέ με ρεφρέν με ένα τέτοιο μαγικό δέσιμο; Τι να σκεφτόταν όταν έγραφε μουσική για “Το άλλο μου μισό” ή για το “Δάκρυ”, το “Ενός λεπτού φιλί”, το “Λευκό μου Γιασεμί”; Και για όλα αυτά τα παντρέματα ήχων και μουσικών ειδών, που μόνο εκείνος μπορεί να τα δέσει εντέχνως τόσο που να βγάζει ξεκάθαρα τον δικό του, χαρακτηριστικό ήχο. Εκείνο που αντιλαμβάνεται κανείς γνωρίζοντάς τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο, είναι ότι η λεπτότητα και η ευγένεια που τον χαρακτηρίζει είναι ακριβώς ίδια με αυτή που συναντάς και στα μικρά “θαύματα” του.
Πατέρας αρχιτέκτονας και ζωγράφος, μητέρα αρχιτέκτονας, εσείς με καλές σπουδές στο Λονδίνο, στη Γαλλία, με σημαντικές επιτυχίες… Παρόλα αυτά είσαστε ένας άνθρωπος προσιτός.
Ποιον ενδιαφέρει το βιογραφικό κανενός; Όλα αυτά, βιογραφικά, βραβεία τα καταπίνει ο χρόνος αμάσητα. Αν το καταλάβεις αυτό δεν έχεις καμία ανάγκη να “πουλήσεις” τον εαυτό σου σε κανέναν. Εμένα πάντα μου άρεσε η αγορά, εκεί που έχει κόσμο. Από την αγορά στην Αθηνάς, τη λαϊκή, ή στην πλατεία Αγίου Γεωργίου. Γενικά, μου αρέσει η αγορά. Έχω να δώσω και να πάρω. Μου αρέσει το αλισβερίσι, με ζωντανεύει. Κυκλοφορεί πιο καλά το αίμα στις φλέβες μου όταν είμαι στην αγορά.
Δεν σας ενδιέφεραν ποτέ τα βιογραφικά των άλλων, ενδεχομένως και της συντρόφου σας;
Μ’ αρέσει να ανακαλύψω έναν άνθρωπο όταν τον γνωρίζω στην αρχή, να δω από πού βαστάει η σκούφια του, από πού κατάγεται. Μετράνε αυτά. Μας “βάφουν”, μας χαρακτηρίζουν. Μου αρέσει να κάνω μία αρχαιολογική ανασκαφή στις ζωές των άλλων. Όλη μου την ζωή τα βραβεία που είχα πάρει τα είχα πάντα σε μία κούτα με τα σφυριά και τα κατσαβίδια.
Γιατί το υποβαθμίζετε έτσι;
Γιατί είχα μπει σε σπίτια συνθετών που είχαν τον εαυτό τους φωτογραφία μεγάλη στο σαλόνι και γελούσα. Δεν είναι αστείο να ξυπνάς, να πίνεις τον καφέ σου στο σπίτι σου και να βλέπεις τον εαυτό σου σε στιγμές δόξας; Γελάω μ’ αυτά!
Μου θυμίζετε εμφανισιακά τον Μάνο Χατζιδάκι. Σας το έχουν πει ποτέ;
Αλήθεια; Όχι. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω και να τον ζήσω από τα είκοσί μου, με διαλείμματα. Πήγαινα στο σπίτι του… Στον Σείριο, αργότερα με τον Σαββόπουλο. Με τον ίδιο συνεργαστήκαμε, όχι πάρα πολύ. Η ορχήστρα ήταν μπετόν αρμέ και οι θέσεις κουμπωμένες, δεν υπήρχε χώρος. Μια φορά του έκαναν κι ένα χουνέρι. Του είπαν: “Αν φέρεις ξανά αυτόν θα φύγουμε όλοι μαζί”. Υποχώρησε. Μου έκλεισε το μάτι και μου είπε: “Μη στενοχωριέσαι, θα βρούμε άλλον τρόπο”.
Στενοχωρηθήκατε;
Βέβαια! Ήμουν ένας νέος, το αίμα μου έβραζε κι ήθελα να παίζω μαζί του, απολάμβανα τις πρόβες κι είχα να δώσω.
Μιλήστε μας για τον Χατζιδάκι. Τα καλά και τα κακά…
Η απουσία ενός ανθρώπου εξυπηρετεί τον μύθο του περισσότερο από την παρουσία του. Καμιά φορά φαντασιώνω ότι θα οργανώσω την αναγγελία του θανάτου μου, θα ακούσω όλους τους επικήδειους και μετά θα κάνω: Τσα, σας την έκανα! Να δω τι θα έχουν να πουν. Ο Μάνος μου λείπει… Κάθε φορά που γίνεται κάτι στραβό αναρωτιέμαι συχνά- πυκνά τι θα έλεγε;
Ήταν γοητευτικός- που είναι πολύ βασικό πράγμα τελικά, γιατί η γοητεία είναι πιο σημαντική από το δίκιο στις σχέσεις- και γοήτευε με έναν τρόπο που δεν τον πρόσεχες, δεν τον καταλάβαινες, αλλά συνέβαινε. Μετά δούλευε μέσα σου αυτό που είχε γίνει. Πολλές φορές, ίσως επειδή ήμουν και μικρός, έχω εκ των υστέρων θυμηθεί τι έκανε ή τι είπε. Επίσης, είχε μία ελαφράδα νεότητας σε ό,τι έκανε. Ακόμα και στα νεύρα του.
Ίσως το πιο ωραίο είναι ότι μετά από ένα έμφραγμα που είχε περάσει, είχε επανακάμψει στο Τρίτο πρόγραμμα μας κάλεσε σε μία ηχογράφηση. Είχε φέρει τότε την χορωδία του Εθνικού κι όπως πάντα έλεγε: “Ελάτε στις τέσσερις”, κι εκείνος ερχόταν στις επτά, εν μέρει προετοιμασμένος. Αυτές οι ηχογραφήσεις τραβούσαν μέχρι τα βαθιά μεσάνυχτα. Κάποια στιγμή, υπήρξε ένας εκνευρισμός -από τη μεριά της χορωδίας- γιατί είχε περάσει η ώρα. Αρχίζει και τον πιέζει η επικεφαλής της χορωδίας σχετικά με την ώρα, κι ο Μάνος θέλει ησυχία, τινάζει τελείως το “καπάκι” κι αρχίζει να να ωρύεται: “Να φύγετε όλοι, να μείνουν μόνο οι μουσικοί” και τους έδιωξε.
Εμένα, επειδή ήμουν λίγο γρήγορος κι ήξερα να γράφω παρτιτούρα μου ζήτησε να μείνω. Κάποια στιγμή που είχε ηρεμήσει του λέω: “Μάνο, το ξέρεις ότι δεν πρέπει να νευριάζεις τόσο πολύ.” -είχα κι εγώ ανησυχήσει. Με κοιτάζει πλάγια και λίγο πονηρά και μου λέει: “Θέατρο ήταν!” Αυτό ήταν τεράστιο μάθημα για μένα, γιατί όσες φορές σκέφτομαι να το κάνω, προσπαθώ να μπω στο ρόλο για να μην επηρεαστώ ο ίδιος.
[…]Ο Χατζιδάκις επανεισήγαγε τον εαυτό του μετά τα βραβεία. Είναι από τους λίγους Έλληνες που κατόρθωσε να κάνει μία ζηλευτή επιτυχία και μάλιστα στην Αμερική. Δεν είναι και εύκολο πράγμα. Εδώ υπάρχει κάτι περίεργο, και ψυχαναλυτικά. Το όσκαρ το είχε στο μπάνιο του και μάλιστα, μεγάλος πια, το πέταξε και το έσωσε μία καθαρίστρια. Αυτό μου το έχει πει ο Γιώργος, ο γιος του. Ο Γιώργος τον κουβαλάει πολύ και χαίρομαι όταν τον βλέπω. Τον αγαπώ πολύ τον Γιώργο.
Θέλω να ρωτήσω ξεκάθαρα για τραγούδια που συνθέσατε ή στίχους που γράψατε, πώς τα εμπνευστήκατε, τι σκεφτόσασταν, όλα αυτά τα αδιάκριτα... “Κανείς δε θα μπορέσει μου ‘χες πει…” (σ.σ “Με τα μάτια κλειστά”)
Στο “Με τα μάτια κλειστά” θυμάμαι τα πάντα. Η μουσική γράφτηκε για το “Εσύ αποφασίζεις” μία σειρά της δεκαετίας του ’90, κάτω απ’ την επήρεια πολύ μεγάλου θυμού. Είχα καλέσει στο τηλέφωνο έναν φίλο-σκηνοθέτη να του ζητήσω να χρησιμοποιήσω ένα τραγούδι μου από την ταινία του. Εκείνος, μου είπε “όχι” και μου το είπε τόσο κοφτά κι ευτυχώς. Αν μου έλεγε “ναι”, δεν θα είχαν γραφτεί ποτέ “τα μάτια”. Ήθελα, θυμάμαι, να γράψω μία σικελιάνικη κηδεία.
Οι στίχοι γράφτηκαν, τρία χρόνια αργότερα, το ’98. Έχει δύο επιρροές αυτό το τραγούδι. Μία από ένα ποίημα του Brian Patten, που μιλούσε για το «θράσος» του ερωτευμένου να μπαίνει στο όνειρο της αγαπημένης του. Η άλλη ήταν ότι εκείνη την εποχή είχα μία εμμονή με μία γυναίκα και σ’ αυτό το αδιέξοδο μέσα έκρυψα κάποια πράγματα δικά μου. Λέγοντας “κι όμως να, περπατώ μες στον ύπνο σου εγώ” αισθανόμουν ότι ήταν ο μόνος τρόπος να πω κάτι για έναν ανέφικτο έρωτα.
“Μην ονειρεύεσαι”, “Mε τα μάτια κλειστά”, είναι τραγούδια που έφτασαν στα αυτιά πολλών αρκετά χρόνια αργότερα.
Ναι, γιατί είχα την ιδιορρυθμία να γίνονται τα πράγματα όπως θέλω. Ήθελα την ελευθερία μου, να μην αναγκάζομαι να συναναστρέφομαι με ανθρώπους που δεν εκτιμώ. Δεν το έχω με τις δημόσιες σχέσεις κι αν κάνω τις κάνω αποτυχημένα. Αγαπάω αυτούς που αγαπάω κι αν κάτι δε μου αρέσει δεν το κρύβω. Έτσι έγινε και το Cantini.
Αλλά, όταν κάνεις τόσο ακραίες κινήσεις, ενοχλείς. Ενοχλείς μεγάλα ψάρια. Και βγήκε ένα ψαράκι, μαζί με την σύντροφό του κι έκανε το Cantini, τότε που είχε κάνει η Ευανθία την “Πολίτικη κουζίνα“, κι ενοχλήθηκε κόσμος. Γιατί την “Πολίτικη Κουζίνα“ την είχαμε πάει βόλτα σε μεγάλες εταιρίες και την σνόμπαραν. Δεν περίμενε κανείς ότι θα έκανε τέτοια επιτυχία. Πρέπει να πουλήσαμε 80.000 cd… Επειδή αυτό ενόχλησε, ήρθαν άνθρωποι και μου “σφύριξαν” ότι πήγαιναν οι “δυνατοί” της αγοράς, έκλειναν τις συμφωνίες τους στα ραδιόφωνα κι ένας απ’ τους όρους μέσα σ’αυτήν- έκλειναν το μάτι- ήταν: “Δεν θα παίξεις Καλαντζόπουλο”.
“Με τα μάτια κλειστά” είναι ένα τραγούδι σχεδόν κλασικό, θα μπορούσα να πω, αλλά είναι ένα σιγκλάκι που πούλησε 5.000 κομμάτια. Δεν έχω βγάλει τίποτα απ’ αυτό. Αλλά ναι,είναι ένα κομμάτι που περίμενε την Γιώτα, γιατί το πήγα βόλτα και σ’ άλλα ονόματα αλλά δεν το κατάλαβαν. Όταν ξεκίνησε το Cantini και κάναμε οντισιόν, ήρθε η Γιώτα και νομίζω ήταν σαν να την περίμενε. Οι άνθρωποι που το αρνήθηκαν, μου έκαναν δώρο. Θα είχα χάσει έναν ιδανικό ηθοποιό σ’ ένα ιδανικό σενάριο.
“Η Ορχήστρα Του Δρόμου” μία ξεχωριστή παρέα…
Περάσαμε μερικά χρόνια με την Ορχήστρα Του Δρόμου (Ευανθία Ρεμπούτσικα, Έλλη Πασπαλά, Γιώτα Νέγκα, Κωστή Μαραβέγια, Ντιλέκ Κότς). Από το 2001 από τις γραμμές του Καλδάρα, μέχρι το Gazarte του Πετρόπουλου το 2008, τόσο κράτησε αυτή η ιστορία, σχεδόν επτά χρόνια. Μετά λίγο η τρέλα, λίγο οι εγωισμοί. Η παράνοια είναι ένα περίεργο πράγμα, άμα περάσεις έξω απ’ το παράθυρο κι είναι ανοιχτό, σε ρουφάει. Φταίμε όλοι. Σ’ αυτά τα πράγματα δε φταίει ένας. Εν πάση περιπτώσει το διαλύσαμε. Πριν την ώρα του. Χαζά παιδιά.
“Η συνήθεια του έρωτα”
Με την Έλλη Πασπαλά ήμουν καταγοητευμένος- όταν έκανε εκείνες τις συναυλίες δεκαετία του ’90 στην
Πλακεντία, σ’ ένα ωραίο θέατρο στην Πεντέλη- και τότε ήταν πολύ στα πάνω της. Τη θυμάμαι από τον
Σείριο του Χατζιδάκι, σ’ ένα ανάκλινδρο… τα τραγούδια του Randy Newman, πολύ ωραίο πρόγραμμα.
Βρεθήκαμε όταν δούλευε στο Χάραμα με την Δήμητρα Γαλάνη. Μου ζήτησε να με δει μαζί με τον Άρη Δαβαράκη και πήγαμε. Στο τέλος του προγράμματος μπήκαμε και σ’ αυτή την περίφημη κουζίνα που άραζε ο Τσιτσάνης κι έπινε το κρασάκι του. Σ’ αυτούς τους πάγκους, λοιπόν, κάτσαμε με τις πόρτες να ανοιγοκλείνουν, τα γκαρσόνια μέσα- έξω σ’ αυτή τη φασαρία μας είπε η Έλλη: “Θέλω να κάνουμε ένα δίσκο”.
Τρελάθηκα! Μου άρεσε τόσο πολύ αυτό, που όταν βγήκαμε έξω είχα ξεχάσει πού είχα το αυτοκίνητο. Γυρνούσαμε στα στενά κι από τον ενθουσιασμό μου και τη χαρά μου έλεγα: “Άρη, δεν μπορώ να θυμηθώ που το έχω βάλει το ρημάδι.” Μετά δουλέψαμε με την Έλλη. Δύσκολα. Κι εγώ ήμουν δύσκολος κι αυτή είχε άλλες προτεραιότητες, αλλά καταφέραμε και κάναμε αυτόν τον δίσκο. “Η συνήθεια του έρωτα” πέρασε από πολλά κύματα. Παραλίγο να μη γίνει. Είχε εντάσεις. Το “Λευκό μου γιασεμί” έχει έξι εξάωρα φωνή ηχογράφηση.”
Το “Λευκό Γιασεμί” πώς το γράψατε;
Το έγραψα στην Πέτρα της Μυτιλήνης, με μία φθηνή κιθαρούλα που αγόρασα από ένα τοπικό μαγαζί. Τέλη Αυγούστου, με κάλεσε ο Παναγιώτης Παπαχατζής και μου είπε: “Έχω κλείσει να κάνω μία τηλεοπτική σειρά (σ.σ “Μια ζωή για την Έλσα”), τη μουσική που σου είπα ότι μπορείς να την παραδόσεις 30 Σεπτεμβρίου πρέπει να την παραδώσεις 10 Σεπτεμβρίου.” Ήταν 20 Αυγούστου, εγώ ήμουν διακοπές. Του απάντησα: “Δεν μπορώ να γράψω και να ηχογραφήσω σε δέκα μέρες, δεν θα προλάβω”. Τίποτα αυτός.
Παίρνω το αμάξι, αγοράζω ένα κιθαράκι και την ώρα που όλοι πήγαιναν για μπάνιο εγώ καθόμουν κάτω από μία μανόλια στο σπίτι της Φρόσως Ράλλη. Εκεί σκάρωσα τη μουσική. Νομίζω ήμουν υπό την επήρεια της Cesaria Evora… Θυμάμαι, ήμουν δίπλα σε μία βρύση, έχουν γυρίσει οι άλλοι από την παραλία, πλένουν τα μαγιώ κι ενώ εγώ το έπαιζα συνέχεια, πέρασε η Φρόσω και είπε: “Είναι πολύ ωραίο αυτό που παίζεις.” Δεν ήξερα ότι το είχα τελειώσει, εκείνη με έκανε να το καταλάβω.
Σ’ αυτή τη δουλειά χτίζεις και κατεδαφίζεις και μπορεί να χαλάσεις κάτι. Κάπου πρέπει να ξέρεις και πού να σταματήσεις. Η κουβέντα της Φρόσως με έκανε να καταλάβω ότι είχα τελειώσει. Ο στίχος στην σειρά ήταν άλλος, μετά το έδωσα σαν ορχηστρικό στον Μιχάλη Γκανά κι έγραψε αυτό το υπέροχο τραγούδι. Με τον Μιχάλη έχουμε κάνει λίγα πράγματα, αλλά είναι όλα ένα κι ένα.
“Μέσα απ’ τα δάκρυα που πέφτουν γελάω”… Παράδοξο.
Μου αρέσουν πάντα οι αντιθέσεις. Υπάρχουν στους δικούς μου στίχους πάντα. Αυτό είναι ένα δάνειο από στίχο του Sting “I’ m laughing through my tears”. Πάλι η μουσική προηγήθηκε. Η πρώτη του φάση είναι από διαφήμιση όπως και το “Summertime in Prague” είναι από διαφήμιση…
Διαφήμιση και μουσική. Είναι ένα κομμάτι στο οποίο χρειάζεται να συμπυκνώσεις μία ιστορία και σε λίγα δευτερόλεπτα να περάσεις το μήνυμα που θέλεις… Είναι τόσο δύσκολο όσο ακούγεται;
Το δύσκολο είναι να ερωτευτείς, το άλλο είναι σχεδόν “βίζιτα”. Η διαφήμιση έχει ένα καλό. Μου έδωσε
λεφτά κι από αυτά έχτισα το στούντιο, μ’ έναν ήχο που δε θα μπορούσα να έχω από τα χρήματα της δισκογραφίας ή με άλλο τρόπο. Πήρα μικρόφωνο που το βγάλαμε “οικόπεδο” γιατί είχε την ίδια αξία. Ήξερα ότι για να κάνω σωστά τη δουλειά μου δεν χρειαζόμουν ένα αυτοκίνητο ή κάτι άλλο, μικρόφωνο χρειαζόμουν και μάλιστα το καλύτερο μικρόφωνο στον κόσμο. Αυτό είναι το καλό της βίζιτας, δηλαδή της διαφήμισης. Επίσης, γνωρίζεις πολύ ταλαντούχους ανθρώπους, τους οποίους απορρόφησε το χρήμα. Σκηνοθέτες, σεναριογράφους, διευθυντές φωτογραφίας. Έχει πολλά ταλέντα η διαφήμιση, όπως ο Πέτρος Βουνισέας, ο οποίος δουλεύει στη διαφήμιση και γράφει τρομερούς στίχους.
Πείτε μας μία διαφήμιση της οποίας έχετε γράψει την μουσική.
Μία διαφήμιση που είχε παίξει σε όλο τον κόσμο αφορούσε το Hawaiian Tropic. Πήγα στο Λονδίνο να υπογράψω συμβόλαια, γνώρισα τον Geogre Martin των Beatles απ’ αυτό το ταξίδι, ήταν μεγάλη περιπέτεια αυτή η ιστορία.
Το “Summer time in Prague” είναι βιωματικό κομμάτι;
Το σκάρωσα. Σκεφτόμουν, ποια θα ήθελα να το πει στα αγγλικά; Μου άρεσε πολύ η Marianne Faithfull. Επειδή ήταν μεγάλη αναρωτιόμουν…Tι θα μπορούσε να σκέφτεται; Μια ιστορία από τη νεότερη ηλικία που ήταν φτωχή και άσημη. Είχα την μελωδία δεδομένη, ήταν έτοιμη η μουσική. Είχα βρει την φράση summertime in… τι; Και βγήκε η Πράγα. Κι έτσι σιγά- σιγά το έχτισα. Ήμουν σαραντάρης και καταλάβαινα πια ότι ορισμένα πράγματα δεν τα εκτιμάς την ώρα που τα έχεις, ειδικά όταν είσαι νέος. Την δύναμη, τα νιάτα, τον έρωτα που όταν τα έχεις επειδή νομίζεις ότι είναι απεριόριστα τα πετάς χωρίς δεύτερη σκέψη.
Έχουμε και το “Τέλειο Έγκλημα”. Σας αρέσει να συνεργάζεστε με νέους ανθρώπους;
Για κάποιον λόγο, συμβαίνει. Έχω συνεργαστεί με την Ευανθία (σ.σ Ρεμπούτσικα) στον πρώτο δίσκο του Γιάννη Κότσιρα, το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε η Γιώτα Νέγκα, ο πρώτος -πρακτικά- δίσκος που ανέδειξε τον Κωστή Μαραβέγια, είναι ο πρώτος δίσκος της Νεφέλης. Τηρουμένων των αναλογιών η μόνη συνεργασία που βρήκα έτοιμη στη ζωή μου, ήταν η ‘Ελλη Πασπαλά.
Μου άρεσε να ανακαλύπτω. Μου αρέσει το καινούριο. Από την άλλη, ήταν σαν προέκταση της αδυναμίας μου να συνεργαστώ με μεγάλες εταιρίες και με τα εδραιωμένα ονόματα. Προσπάθησα στην ζωή μου… Με την Δήμητρα Γαλάνη έχω κάνει κάτι λίγα πράγματα (“Το κόκκινο φεγγάρι“) και δουλέψαμε και ωραία, με την Ε. Τσαλιγοπούλου (Το Μυστικό). … Δεν είμαι τελειομανής, αλλά θέλω. Θέλω να είναι σωστή η ενέργεια, η ταχύτητα, να ‘ναι η ερμηνεία στη θέση της, θέλω να ακούω τα λόγια, να είναι η μίξη τέλεια, τα κυνηγάω αυτά τα πράγματα. Δεν αφήνω ποτέ κάτι στην τύχη του.
Πώς είναι να εμφυσάς ζωή σε κάτι, να ενσαρκώνεται και να παίρνει τελικά την μορφή τραγουδιού;
Στην ουσία είσαι εσύ, το χαρτί, το μολύβι κι ένα μουσικό όργανο. Εκείνη την ώρα είναι σαν να το τραβάς μέσα από τον αέρα του δωματίου. Είναι όπως το λέτε, του δίνεις πνοή. Άλλοτε βγαίνει, άλλοτε δεν βγαίνει… Κρατάει κάποιες ώρες. Είναι μια γέννα που άλλες φορές μπορεί να χρειαστεί καισαρική, θέλει λίγη παραπάνω προσπάθεια. Έχω παρατηρήσει ότι με βοηθά να έχω έναν άνθρωπο καθρέφτη γύρω μου. Πολλά τα έχω γράψει όταν είμαι στο αυτοκίνητο εν κινήσει, όταν κινείται το περιβάλλον. Κάτι συμβαίνει με το μυαλό. Συχνά, όταν θέλω να σκεφτώ βγαίνω έξω και περπατάω. Όλα είναι ρυθμός. Αν πάρεις μπροστά κι έχεις ρυθμό κάνεις θαύματα. Αν σπάσει ο ρυθμός το χάνεις.
Θυμόσαστε σε ποιον/α παίξατε την πρώτη σας σύνθεση;
Δεν θυμάμαι. Εκείνο που ξέρω είναι ότι επειδή ήμουν ένας κλασικός κιθαρίστας, κι ακόμα είμαι, καταλάβαινα ότι η καριέρα του σολίστα είναι υποδεέστερη από αυτή του συνθέτη. Είναι πιο σημαντικό να γράφεις απ’ το να παίζεις. Πάντοτε ήμουν απ’ την μεριά του συγγραφέα, δεν ήμουν τόσο από τη μεριά του ηθοποιού. Οπότε άρχισα γύρω στα εικοσιέξι να κάνω προσπάθειες να καταλάβω πώς γράφει κανείς ένα τραγούδι.
Στην αρχή έγραφα ορχηστρικά. Στίχο έγραψα πολύ αργότερα, γιατί ταλαιπωρούσα τους στιχουργούς κι έλεγα ό,τι δεν μου άρεσε. Ξαφνικά άρχισα να τα βάζω με τον εαυτό μου και να λέω “αφού πιστεύεις ότι όλα τα ξέρεις γιατί δεν το κάνεις εσύ;” Αυτό με ανάγκασε να αρχίσω να γράφω και να μελετώ τι κάνουν οι μεγάλοι μάστορες ο Βασιλειάδης, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου…
Έζησαν σκληρές εποχές.
Με τον τρόπο τους σκληρές αλλά και πιο ανθρώπινες. Βέβαια, είχαν μέσα τους πολέμους, προσφυγιά, φτώχεια. Σήμερα η διαφορά είναι ότι είναι απρόσωπος κι αόρατος ο εχθρός, έχει μάθει να κρύβεται. Τότε τουλάχιστον τον έβλεπες. Ήξερες ποιος είναι. Τώρα ο εχθρός πονήρεψε πολύ. Η μεγαλύτερη επιτυχία του εχθρού είναι να καταφέρει να τον πεις φίλο. Αυτό ζούμε τώρα.
Turkish delight αγαπημένο κομμάτι που αν το ακούσει κανείς μη ξέροντας ότι το τραγουδάτε θα πιστέψει- λόγω προφοράς- ότι είναι ‘Αγγλος ο ερμηνευτής.
Ήμουν στο Λονδίνο τέσσερα χρόνια, τους ξέρω καλά, τους έμαθα. Το είχα με την προφορά και μάλιστα είχα καταφέρει ώστε να με θεωρούν βλάχο από το Μάντσεστερ. (σ.σ γέλια) Τώρα το έχω χάσει… Το Turkish delight είναι το λουκούμι που δίνουν σαν κέρασμα στο μοναστήρι και στο χαρέμι. Είναι το γλυκό που σερβίρεται σε έναν χώρο εγκράτειας και συγχρόνως ηδονής. Είναι όπως λέμε κελί του φυλακισμένου και κελί του άγιου.
Το έχετε εμπνευστεί από επίσκεψή σας σε μοναστήρι;
Ήταν μία εποχή που πήγαινα στο Άγιο Όρος. Αναζητούσα εκεί μία συμβουλή στα πράγματα που με ταλάνιζαν. Θα ήθελα να ξαναπάω. Νομίζω θα μου κάνει καλό. Πήγαινα στη Μονή Μεγίστης Λαύρας εξαιτίας του Άρη Δαβαράκη.
Έχετε αισθανθεί ποτέ την θλίψη του αβίωτου πένθους;
Την απώλεια πρέπει να την κλάψεις, να την θάψεις και να προχωρήσεις. Δεν γίνεται αλλιώς. Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει που λέει και το τραγούδι. Δε μπορείς να πολεμήσεις τα πάντα. Τις απώλειες της ζωής σου και να μην θέλεις να τις αφομοιώσεις, ο χρόνος κάνει την δουλειά του. Χρόνος Kρόνος. Τρώει τα παιδιά του. Ό,τι γεννάει το καταπίνει. […] Τίποτα δεν ξεχνιέται.
Υποχωρεί ο πόνος και, κυρίως, υπάρχει μία καθόλου τυχαία σχέση αναγραμματισμού στην λέξη οδύνη και ηδονή. Έρχεται, λοιπόν, σε κάποια οδύνη μία ηδονή η οποία καλύπτει αυτή την πληγή. Με κάποια απόλαυση ο πόνος ησυχάζει. Σε βρίσκει κάποιες ώρες, το βράδυ… Υπάρχουν όμως και πληγές που δεν γιατρεύονται. Τις έχεις πάνω σου σαν τον σακάτη και κάθε φορά που κάτι στις θυμίζει πονάς… και την άλλη μέρα το πρωί συνεχίζεις.