“Τη λέγαν Μαρίνα. Ήταν ηθοποιός. Καλή.
Έπαιζε Μολιέρο, σ’ ένα θεατράκι στην Κυψέλη. Έναν αντρικό ρόλο.”
«Τον βλέπεις αυτόν εκεί;», με ρώτησε ο φίλος μου ο Άρης, παιδί απλό και λιγομίλητο, που περνούσε τις ελεύθερες ώρες του στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου Γαργαρέττα και σε κάποιες κοντινές καφετέριες και προποτζίδικα, διαβάζοντας περιοδικά στοιχημάτων και μαθαίνοντας πληροφορίες για κάποιο «σίγουρο».
«Είναι “λαγός”», συμπλήρωσε. «Δηλαδή;» απόρησα. «Λαγός», ξανάπε ο Άρης. «Άλλοι τα καταθέτουν στο ταμιευτήριο, αυτός τα καταθέτει εδώ, κάθε βράδυ. Μέχρι πρωίας».
Ο «λαγός» ήταν ένας άντρας, γύρω στα σαράντα, καλοβαλμένος, χωρίς μουστάκι ή κάτι ιδιαίτερο, με ύφος καλοσυνάτο. Καθόταν σ’ ένα σκαμπό, μπροστά στο μπαρ και μιλούσε, πίνοντας το ουίσκι του, με δυο κοπέλες. Μια καστανή, που καθόταν έξω απ’ την μπάρα, δίπλα του, και μια αδύνατη, μελαχρινή που καθόταν από μέσα.
«Μη σε ξεγελούν τα φαινόμενα», συνέχισε ο Άρης. «Η γκόμενα, που κάθεται μαζί του ούτε που τον ξέρει. Χθες γνωρίστηκαν. Έρχεται εδώ -η γκόμενα- για την απομέσα. Τη γκαρσόνα. Ο λαγός, όμως, δεν ξέρει τίποτα».
Δεύτερο ουίσκι. Ο Άρης συνέχισε. «Η Νίκη, η γκαρσόνα, μένει μαζί με μια άλλη, που δουλεύει σε τράπεζα. Είναι ζευγάρι. Αλλά γουστάρει κι εμένα. Χτες μου έδωσε το τηλέφωνό της». «Και τι έγινε;» «Δεν την πήρα. Είναι έξω φρενών. Δεν βλέπεις, που δεν κοιτάει προς τα εδώ;»
Ο Άρης -είχαμε γνωριστεί στο στρατό- ήταν καλό παιδί. Λογιστής. Αλλά για δικούς του, προσωπικούς λόγους ήταν επιφυλακτικός με τις γυναίκες. Και ζοχάδας. Πολύ ζοχάδας.
Στα ζητήματα της «νύχτας» ήταν αυθεντία. «Λαγός», λοιπόν. Μάθαμε κάτι καινούργιο. Ο άνθρωπος, που τρώει τα λεφτά του, κερνώντας τις κοπέλες του μπαρ.
Τα πίναμε στο Μετρό. Στην οδό Δράκου, στον πεζόδρομο. Άνετη αίθουσα, μουσική στο φόρτε. Ρώτησα τον Άρη για την άλλη κοπέλα. Μου είπε.
Τη λέγαν Μαρίνα. Ήταν ηθοποιός. Καλή. Έπαιζε Μολιέρο, σ’ ένα θεατράκι στην Κυψέλη. Έναν αντρικό ρόλο. Συμπτωματικό, άραγε;
Δεν είναι, πως δεν πήγαινε με άντρες. Κάποτε τα είχε με ένα φίλο του Άρη. Τον Νίκο, το δημοσιογράφο. Αυτός της έμαθε τα στέκια στο Κουκάκι.
Ως τότε, η Μαρίνα, ήταν τύπος καλτ. Σύχναζε μόνο στου Ψυρρή, σε μπαρ, που πάνε ηθοποιοί και καλλιτέχνες. Όταν, όμως, έμαθε πιο λαϊκά κόλπα -με το Νίκο πια είχαν χωρίσει- διχάστηκε. Κάθε βράδυ λες και της είχαν βάλει από πίσω νέφτι. Από μπαρ σε ντίσκο κι από μπουάτ σε σκυλάδικο.
Στο Νίκο είχε εκμυστηρευτεί -κι αυτός στον Άρη- πως οι άντρες κάποτε της άρεσαν πολύ. Μια φορά μάλιστα πήγε με τον δικό της και μ’ άλλον ένα μαζί. Μετά άρχισε να χαϊδεύεται και με γυναίκες. Πρώτα με μια φίλη της. Για πλάκα. Μετά με μιαν άλλη. Στα σοβαρά.
«Γεια σου, Μαρίνα!» έκανε χαμογελώντας ο Άρης απ’ το σκαμπό του και σήκωσε το ποτήρι προς τη μεριά της. «Γεια σου!» έκανε κι εκείνη. Γύρισε κι ο «λαγός» και χαμογέλασε.
Ξανατηλεφωνήθηκα με τον Άρη πέντε μήνες αργότερα. Πήγα και τον πήρα από το Γαργαρέττα. Φάγαμε σε μια ουζερί, σε μια πάροδο της Βεΐκου και καταλήξαμε, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στο Όασις, ένα μπαρ με γυναίκες στη Δημητρακοπούλου. Μισοσκόταδο, μουσική, τα γνωστά. Ένας πάγκος σε σχήμα «όμικρον». Μέσα, τρεις κοπέλες. Δυο Βουλγάρες, μια Ελληνίδα. Απ’ έξω, γύρω-γύρω, στα σκαμπό, εφτά-οχτώ. Και ο ιδιοκτήτης, εννιά. Από τους Γαργαλιάνους. Βραχνή φωνή και άποψη για όλα.
Στην καλύτερη θέση, ποιος άλλος; Ο «λαγός». Τον γνώρισα αμέσως. Ούτε που κοίταξε προς τη μεριά μας. Το μάτι του ήταν καρφωμένο στη μια από τις δυο Βουλγάρες. Κέρναγε. Εννοείται.
«Τι κάνει η Μαρίνα;» ρώτησα τον Άρη. «Εξαφανίστηκε», είπε. «Δεν έβγαλε τίποτα με την Νίκη. Μετά από δυο-τρεις μέρες τη χάσαμε…»
Είχα έναν παλιό, καλό φίλο. Τον Πιτ Τσίμας. Είχαμε γνωριστεί στη Νέα Υόρκη, το 1985. Ήθελε να γίνει σκηνοθέτης. Δεν τα κατάφερε. Γύρισε στην Ελλάδα κι άνοιξε ένα-δυο μαγαζιά. Φαγάδικα. Κατά καιρούς βλεπόμαστε. Μετά χαθήκαμε. Πριν από μια βδομάδα διάβασα ένα ειδησάκι. Για μια καινούργια μπουάτ. Στα Πετράλωνα. Τραγουδούσε ένας παλιός, καλός τραγουδιστής του «νέου κύματος» και ένα καινούργιο σχήμα, οι «Έχω Άποψη». Ιδιοκτήτης της μπουάτ κάποιος Τσίμας.
Το ίδιο βράδυ ξεκίνησα για Πετράλωνα.
…Δημοφώντος. Απ’ έξω μια μικρή επιγραφή. Σελάνα. Μπήκα. Ρώτησα. Ο ιδιοκτήτης δεν ήταν εκεί. Θα ερχόταν αργότερα.
Το μαγαζί ήταν μισογεμάτο. Φοιτητόκοσμος. Και γυναίκες. Νεαρές. Μόνες. Μαζεύονταν, μια-μια, κοντά στο μπαρ ή σ’ ένα σημείο με καμιά δεκαπενταριά ψηλές καρέκλες, κολλητά στη μπάρα, που χώριζε τα τραπεζάκια απ’ τους όρθιους.
Κάθισα σ’ ένα άδειο τραπέζι. Προς τα πίσω. Η κοπέλα που τραγουδούσε, μια ψηλή, με δροσερή φωνή, πλούσια στήθη και καλές αναλογίες, τέλειωσε και, αφού πέρασε λίγο απ’ το μπαρ, ήρθε προς τα σκαμπό. Φιλήθηκε με δυο άλλες. Κάθισε. Άναψε τσιγάρο.
Το ροκ συγκρότημα τραγουδούσε ένα καινούριο τραγούδι των «Magic de Spell». Στη μέση του τραγουδιού, είδα να έρχεται απ’ τη μεριά της πόρτας μια ψηλή, καστανή. Έμοιαζε με τη Μαρίνα. Πιο αδύνατη. Αλλοπαρμένη. Φιλήθηκε με την τραγουδίστρια. Άρχισαν να μιλούν με οικειότητα, κολλητά η μια με την άλλη. Κάθε φορά που η τραγουδίστρια έσκυβε, έβλεπα, ολόκληρα, τα άσπρα, γεμάτα της στήθη. Και η άλλη όμως την κοίταζε. Λαίμαργα. Πρόσεξα καλύτερα. Ήταν η Μαρίνα.
Μπήκε ο Πιτ. Πήγε προς τις δυο κοπέλες. Τις αγκάλιασε. Του έκανα νόημα. Με κοίταξε για μια στιγμή. Με γνώρισε. Ανέβηκε, χαρούμενος κάτι σκαλιά, δίπλα απ’ την μπάρα. Κάθισε δίπλα μου. Παράγγειλε δυο ποτά. «Πες μου τα νέα σου», είπε.
Αυτό ναι. Ήταν ωραίο στέκι. Το πρόγραμμα ήταν καλό, τα κορίτσια όμορφα -και κυρίως βιτσιόζικα- τα ηχεία δεν σου έπαιρναν τ’ αυτιά. Αν ήξερες και κάποιον -όπως εγώ τον Πιτ- μπορούσες να γυροφέρεις, να πεις δυο κουβέντες, να γνωριστείς.
Ξαναπήγα. Και όχι μια φορά. Η Μαρίνα; Δεν φάνηκε να της λέει τίποτα η φάτσα μου. Είχε τις δικές της φουρτούνες. Έμαθα από τον Πιτ. Η Καίτη -η τραγουδίστρια- τα είχε με έναν μουσικό, που έπαιζε σε άλλο μαγαζί. Η Μαρίνα την κόρταρε. Της έκανε δώρα. Την κανάκευε.
Η Καίτη έλεγε πως αυτό την ενοχλούσε. Αλλά ότι, να, λυπόταν τη Μαρίνα. Φαίνεται όμως, πως της άρεσε -γενικώς- να φλερτάρει. Και είχε και ανάγκες. Ποιες ανάγκες, Πιτ; Κόκα.
Όντως. Την είχε πάρει απ’ τις πρώτες μέρες, το μάτι μου, που χανόταν σε μια σκοτεινή γωνιά, πριν απ’ το μπαρ, και σνίφαρε μ’ ένα καλαμάκι. Και όχι μόνο αυτή. Κι άλλοι. Και ο Μίμης. Ο τραγουδιστής. Μια μέρα τον είδα μ’ ένα τόσο δα μπουκαλάκι στο χέρι. Πήγε κατ’ ευθείαν στο μισοσκόταδο και πήρε μυτιά.
Αυτά έμαθα απ’ τον Πιτ. Κι αυτά γινόντουσαν. Ώσπου, εκεί κοντά στην πρώτη βδομάδα, ποιος λέτε, ότι έσκασε μύτη; Ο «λαγός»! Διάολε! Που βρέθηκε εδώ; Σύμπτωση; Ή ακολούθησε τα ίχνη της Μαρίνας; Εκείνη πάντως – αφού τον χαιρέτησε ευγενικά – του γύρισε την πλάτη.
Ο «λαγός»; Εγκαταστάθηκε στο μπαρ. Τετ α τετ με τη γκαρσόνα. Τη Στέλλα. Το ίδιο έργο απ’ την αρχή.
…Οι μέρες περνούσαν. Η κατάσταση χειροτέρευε. Της Καίτης η μύτη ήταν κόκκινη. Της Μαρίνας, ροζ. «Μην τις λυπάσαι», μου έλεγε ο Πιτ. «Δεν περνάνε κι άσχημα. Όταν φεύγουν από δω, παίρνουν και καμιά ψιλοπαρέα μαζί τους και πάνε στο σπίτι της Μαρίνας. Στην Κυψέλη. ως το πρωί. Πρέπει να έχουν βάλει και το φίλο της Καίτης στο κόλπο. Μην ξεχνάς, πως η κόκα…» και μου ’κλεισε με σημασία το μάτι.
Ο κόσμος εύκολα κάνει τον ψύλλο ελέφαντα. Εγώ το μόνο που έβλεπα ήταν το καψούρεμα. Της Μαρίνας για την Καίτη. Για όργια, δεν μπορούσα να φανταστώ.
Ξαφνικά, ένα βράδυ, έσκασε η βόμβα.
Ήταν μεσάνυχτα. Η Καίτη δεν είχε φανεί. Ούτε η Μαρίνα. Ούτε ο «λαγός». Στη μία, ήρθε μόνο ο Πιτ. Παράγγειλε δυο διπλά με πάγο. Τα έφεραν. «Κρατήσου!» μου είπε.
«Έπιασαν τη Μαρίνα! Με ένα κιλό κοκαΐνη. Αξία εβδομήντα εκατομμύρια. Έπιασαν και την Καίτη. Τη χρησιμοποιούσαν, η Μαρίνα και οι άλλοι, για βαποράκι. Τους έχουν όλους στην Ασφάλεια. Τους ανακρίνουν».
Ποιος τους έπιασε;
«Βρέστο!» μου λέει ο Πιτ.
Ο «λαγός»! Που ήταν λαγωνικό. Στέλεχος της Δίωξης Ναρκωτικών.
Μπράβο, ο «λαγός»!…