Σε όλη την διάρκεια της περιόδου που έμενα μέσα, έβλεπα το ίδιο όνειρο. Μεσημέρι. Σε σιέστα. Όχι βράδυ. Ένα λοξό φως έμπαινε από το παράθυρο στο σχεδόν άδειο σπίτι. Κάποιος – όχι εγώ – θα μετακόμιζε από εκεί, κι είχα πάει να βοηθήσω. Κοίταζα όλο χαρά την παλιά πολυθρόνα που μου χαμογελούσε στην μέση του λίβινγκ ρουμ. Σε λίγο εγώ κι αυτή θα ήμασταν ένα. Το πως δεν ήξερα.
“Την πάτησες,” μου έλεγε κάποια στιγμή μια φωνή, “τι θες και χώνεσαι, άσε τους ανθρώπους να χωρίσουν σαν άνθρωποι, τι δουλειά έχεις και μπλέκεις στα πόδια τους, τώρα απλά δεν θα σε αφήσουν να φύγεις.” Έτρεμα, ξαφνικά, από αγωνία. “Δεν γίνεται,” απαντούσα πάντα, “πέρασα μόνο για να φανώ κάπου χρήσιμος, εξάλλου σε αυτό το σπίτι έζησα τα παιδικά μου χρόνια, είχα το δικαίωμα να έρθω“.
Γελούσε η φωνή. “Δεν μιλάμε για δικαιώματα εδώ, μιλάμε για συνέπειες. Τώρα είναι πια πολύ αργά. Είχες την επιλογή να προφασιστείς πως δεν έχεις χρόνο. Δική τους η ζωή. Δικός τους ο γάμος τους. Δικά τους τα έπιπλα. Δικό τους και το παλιό και το νέο σπίτι. Τι δουλειά είχες εσύ να μπεις μέσα εδώ και να θες να παίξεις ρόλο σε όλο αυτό. Ένα ζευγάρι είναι ένα ζευγάρι. Κανένας, μα κανένας, δεν χωράει ανάμεσά τους. Μόνο ο Θεός. Αν νομίζεις πως έχεις τέτοια δύναμη, είναι απλό. Προσπάθησε να φύγεις. Δεν θα τα καταφέρεις. Κλείστηκες εδώ για πάντα. Λυπάμαι τόσο για σένα.”
Μετά, μέσα στον μεσημεριανό καύσωνα, άκουγα τους θορύβους του δρόμου, τα αυτοκίνητα, την ημέρα έξω που σπαρταρούσε. Δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ. Ξεψυχισμένα σωριαζόμουν στην πολυθρόνα που με περίμενε και άναβα ένα τσιγάρο. Και τότε καταλάβαινα πως κάποιοι αναχωρούσαν, κλείδωναν το σπίτι με κάτι λιγοστά έπιπλα μέσα, αυτά που πάντα κάποιοι ένοικοι αφήνουν σε κάποια σπίτια, φεύγοντας και τα βρίσκουν, μετά από χρόνια οι επόμενοι.
“Που πάτε;” ήθελα να τους φωνάξω, “δεν μπορείτε να με αφήσετε εδώ. Είναι άδικο. Εγώ ήρθα μόνο για να πάρω αυτήν την πολυθρόνα. Που ξέρω πως δεν την θέλατε. Και ταιριάζει τόσο στο δικό μου σπίτι. Δεν γίνεται να με αφήσετε εδώ μαζί της. Σας παρακαλώ.“
Τα κλειδιά στρίβανε στην κλειδαριά. Οι ένοικοι με άφηναν μέσα κλειδωμένο. Με την πολυθρόνα που ήταν ο βασικός λόγος της επίσκεψής μου. Αυτήν που ήθελα να πάρω. Και που μισούσα πια. Η επιθυμία μου είχε γίνει η παγίδα μου. Ήμουνα ένα ποντίκι που πιάστηκε στην φάκα της αδυναμίας του να αντισταθεί στο τυράκι. Ναι. Δεν είχα πάει εκεί για να βοηθήσω.
Είχα πάει για να τσιμπήσω την πολυθρόνα που μου άρεσε και ήξερα πως δεν την θέλουν άλλο. Εξάλλου εκείνοι μου το είχανε πει. “Αν την θέλεις σε περιμένει. Είναι δική σου.” Αυτό που δεν μου είπαν φυσικά, ήταν πως για να μπορέσουν να φύγουν, κάποιος θα έπρεπε να θυσιαστεί. Εκούσια. Όχι με το ζόρι. Από επιλογή, όχι με βία.
Μέρες μετά όσο ακόμη ανέπνεα η ταπετσαρία της πολυθρόνας με ρουφούσε. Με κατάπινε. Δεν μπορούσα να σηκωθώ. Δεν είχα δύναμη. Μόνο κάπνιζα. Ο καπνός έβγαινε από το στόμα μου αλλά ήταν σαν να βγαίνει από το κάλυμμά της. Λίγο – λίγο γινόμουν αυτή. Η ψυχή της. Με κατάπινε. Στο τέλος αν κοιτούσε κανείς δεν θα έβλεπε πια παρά μια άδεια πολυθρόνα μέσα σε ένα άδειο σχεδόν σπίτι. Ήμουν μέσα της για πάντα. Ένα με το εμπριμέ της κάλυμμα, τα μπράτσα της, το σώμα της. Ήμουν η πολυθρόνα.
Τότε ανοίγανε οι πόρτες. Οι νέοι ένοικοι έλεγαν μεταξύ τους: “Αγάπη μου, αυτήν την πολυθρόνα λέω να την κρατήσουμε. μ’ αρέσει που ενώ είναι φθαρμένη έχει ακόμη τόσο ζωντανά πάνω της τα χρώματα. Είναι σαν να μην έχει παλιώσει καθόλου. Είναι Vintage. Τι λες;” Και “ναι”, απαντούσε εκείνος, “ας την κρατήσουμε.” Την ώρα που ο ένας από τους δύο ετοιμαζόταν να καθίσει πάνω μου, μια λοξή αχτίδα ήλιου μεσημεριανού έμπαινε από το παράθυρο, με τύφλωνε και ξυπνούσα.
Το όνειρο σταμάτησε όταν έπαψα να κοιμάμαι μεσημέρι και ξαναγύρισα στην δουλειά. Μόνο μια – δυο φορές αναρωτήθηκα: “Άραγε κι αυτοί κάποτε θα χωρίζανε; Και κάποιος άλλος ή άλλη, σαν εμένα, οικογενειακός φίλος ή φίλη, ας πούμε, θα ερχότανε εκεί για να βοηθήσει στην μετακόμιση, έχοντας κατά βάθος μπανίσει την vintage πολυθρόνα;” Μετά το ξέχασα. Τα μεσημεριανά όνειρα σου επιτρέπουν εύκολα, να τα αφήσεις πίσω και να μην ασχοληθείς μαζί τους ξανά.