Το θαύμα
1. Από τα παράθυρα ήλιος ζεστός απογευματινός που δεν υπολογίζει εποχές, διαθέσεις, αναγκαιότητες κι επείγουσες καταστάσεις, συνθήκες προσαρμογής ή εξιλέωσης.
Ή καλύτερα όλα αυτά τα έχει για απλά περιστατικά αφού το πιο σημαντικό είναι ο εαυτός του. Έτσι να τρυπώνει και να φωτίζει τις ώρες αυτές το ασυγκράτητο της ζωής όσων νομίζουν πως ο πλανήτης Γη φτιάχτηκε για να τον περπατήσουν και θα εκραγεί απλά την μέρα του θανάτου τους. Στην ουσία πρόκειται για εκείνον τον ελεεινά αθόρυβο παρατηρητή της πτώσης του Ίκαρου που καψάλισε τα φτερά του πλησιάζοντάς τον.
“Ίκαρος” το όνομα και αυτού του ηλιόλουστου καφέ στα όρια της πόλης πλάι στον αυτοκινητόδρομο. Δεν θα το είχα ανακαλύψει ποτέ αν δεν μου είχε δώσει ραντεβού εκεί η Κρίστι. Το κορίτσι που βοήθησα να φτάσει, περνώντας τα σύνορα, στη δική μου χώρα. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες πέραν του ότι δεν την ήξερα καθόλου, μου έκανε αίτημα φιλίας στο F/Β, μιλήσαμε λίγο, μου έστειλε στο messenger γυμνές φωτογραφίες της, και με έκανε να την ερωτευτώ. Τώρα ο τρόπος που ερωτεύομαι εγώ και ξενερώνω στο φτερό ας μην σχολιαστεί. Πάντως αφού της έστειλα λεφτά με western union κι έχοντας ελάχιστα στοιχεία για την ίδια, έμαθα πως τελικά τα πέρασε τα σύνορα και μπήκε στην χώρα.
Για περίπου δέκα μέρες επικοινωνούσαμε με κάθε τρόπο αλλά χωρίς να βρεθούμε. Ήδη από το πρώτο τηλεφώνημα της είπα πως δεν θα ήθελα να ανταλλάξω τα χρήματα που της έστειλα με υπηρεσίες της και πως είναι βαρύ ένας πενηντάρης να πιστεύει πως μια δεκαεννιάχρονη κοπέλα, θα μπορούσε να είναι ερωμένη του, ακόμη και πληρωμένη.
Φυσικά δεν σχολίασα πως είμαι παντρεμένος, πως έχω παιδιά στην ηλικία της, πως είμαι υπέρβαρος, πως πίνω αρκετά. Κάποια στιγμή μόνο χρειάστηκε να της στείλω ένα βιντεάκι εύγλωττο για το πώς η ηλικία μου δεν με έχει θέσει εκτός μάχης. Εκείνη στα τηλεφωνήματά μας μου έλεγε πως πρέπει να ορθοποδήσει λίγο στην νέα πραγματικότητα και μετά θα με δει. Δεν άργησα να καταλάβω πως με δουλεύει ψιλό γαζί. Αλλά είχε μια αφέλεια ο τρόπος της κι εμένα μια αφέλεια η στάση μου που σχεδόν το οδηγούσε όλο αυτό σε μια “ρομαντική” ιστορία και με συνεπήρε.
Έτσι έθρεφα το παραμύθι μέσα μου πως θα την συναντήσω και έκανα υπομονή ως τώρα. Που μου ορκίστηκε πως θα είναι σε αυτό μας το ραντεβού συνεπής. Με παραξένεψε που χρειάστηκε για να την δω να διασχίσω το λεκανοπέδιο και να φτάσω στις Εθνικές Οδούς. Αλλά ένας ορφανός από τον εαυτό του άνθρωπος όπως εγώ τα παράξενα τα παίρνει για μοιραία.
2. Κανόνισα με το σπίτι πως δεν θα γυρίσω το βράδυ. Θα οδηγούσα ως μια γειτονική πόλη με έναν συνάδελφο για επαγγελματική υποχρέωση. Η γυναίκα μου έχει συνηθίσει σε αυτά. Δεν τα πιστεύει αλλά τα δέχεται. Μπορεί και να την βολεύουν. Τα παιδιά μου έχουν αρχίσει να λείπουν και δεν ασχολούνται. Φίλους δεν έχω. Η μάνα μου είναι σε γηροκομείο και η αδελφή μου προτιμάει να μιλάμε Χριστούγεννα και Πάσχα για ευχές. Περίπου η ζωή μου. Ήρθα λοιπόν ως εδώ. Μόλις μπήκα μέσα στο καφέ αισθάνθηκα γελοίος. Τι δουλειά έχω εγώ ένας άνθρωπος αυτής της ηλικίας με μια σχεδόν ανήλικη μετανάστρια, που κατά πάσα πιθανότητα εκδίδεται περιστασιακά για λεφτά. Και ντράπηκα. Αλλά η ντροπή δεν νικάει καμιά έξαψη για την πιθανότητα ενός θαύματος. Αυτό το θαύμα φώτιζε και ο απογευματινός ήλιος που σπαρταρούσε πάνω στην τζαμαρία του σχεδόν έρημου από κόσμο καφέ.
Δεν πρόλαβα να καθίσω και με πλησίασε ένας ψηλός σαραντάρης – γεροδεμένος άντρας. Κάθισε απέναντί μου. Ήξερε το όνομά μου και χωρίς περιστροφές μου είπε πως ήρθε στην θέση της Κρίστι. “Κρίστι με λένε κι εμένα” μου είπε. “Στη χώρα μου, αυτό το όνομα το φοράνε και άντρες και γυναίκες” Και μου έφτυσε σχεδόν στο πρόσωπο το νέο ότι ήταν ο πατέρας της Κρίστι που περίμενα.
Φυσικά δεν τον πίστεψα αλλά δεν είχα και πολλά περιθώρια να πιστέψω ή όχι κάτι πια. Μιλούσε σπαστά την γλώσσα αλλά έδειχνε να ξέρει πολλά. Μάλλον πιο πολλά από μένα. Άνοιξε το κινητό του και μου έδειξε τις φωτογραφίες που είχα ανταλλάξει με την Κρίστι. “Αυτό είναι πορνογραφικό υλικό με μια ανήλικη” μου είπε απλά. “Πόσο χρονών είναι η Κρίστι;” τον ρώτησα. “Δεκαεπτά” μου απάντησε και το χέρι του τινάχτηκε πάνω στο μάτι μου. Έτσι όπως ήμασταν καθιστοί ό ένας απέναντι στον άλλον η γροθιά βρήκε αμέσως τον στόχο της. “Αν δεν θέλεις να σου σπάσω τα δόντια και να σε κάνω ρεζίλι παντού, κατέβαινε ότι έχεις στις παραφουσκωμένες τσέπες σου, παλιόγερε” μου συλλάβισε μέσα από τα δόντια του, κρατώντας το χτυπημένο μούτρο μου πολύ κοντά στο δικό του, σαν να ήθελε να με φιλήσει στο στόμα. Έψαξα γρήγορα τις τσέπες μου, έβγαλα δύο κατοστάρικα και του έδωσα.
Πήρε τα λεφτά, μου γύρισε μια κουτουλιά και όπως σηκώθηκε να φύγει άρπαξε και το κινητό μου που κρατούσα σφιχτά στο χέρι μου. Πριν να φύγει έφτυσε στο πάτωμα.
Ο στοιχειωμένος χωρίς κόσμο “Ίκαρος” δεν είχε ούτε μισό πελάτη εκείνη την στιγμή, πέρα από μια καλοβαλμένη κυρία που διάβαζε ανενόχλητη την εφημερίδα της Κυριακής πλάι στο ηλιόλουστο τζάμι στην άλλη άκρη της αίθουσας. Νομίζω πως ούτε ο σερβιτόρος, ούτε ο μπουφετζής είδαν τι έγινε. Κι αν είδαν, έκαναν πως δεν είδαν. Ο ψηλός άντρας σε λίγα λεπτά είχε βγει έξω από τον “Ίκαρο” και με ταχύ βήμα μπήκε σε ένα κόκκινο σμαρτ που τον περίμενε. Άγγιξα το μάτι και το κούτελό μου κι η παλάμη μου γέμισε αίματα. Το αίμα είχε το ίδιο χρώμα με το πλαστικό μπουκαλάκι του κέτσαπ που είχε από την αθόρυβη φασαρία κατρακυλήσει από το τραπέζι στο πάτωμα. Το σήκωσα. Κι έτρεξα στην τουαλέτα.
3. Πολύ κοντά σε αυτό το καφέ είναι ένα μοτέλ για παράνομα ζευγάρια και ταξιδιώτες της εθνικής. Πλήρωσα για ημιδιαμονή και χώθηκα σε ένα από τα δωμάτιά του. Ο ήλιος άρχισε να δύει πίσω από τους λόφους. Έπλυνα ξανά και ξανά το πρόσωπό μου αλλά όλα μαρτυρούσανε πάνω στις ρυτίδες μου, τα σιδερένια χέρια του Κρίστι. Μόλις έδυσε ο ήλιος και πριν κοιμηθώ έβαλα τα κλάματα. Θυμήθηκα που ήμουν παιδί και έκλαιγα. Κι ο πατέρας μου είχε πει πως οι άντρες δεν κλαίνε. Μπορεί να είχα να κλάψω κι από τότε. Που σίγουρα περίμενα ένα θαύμα, και που αργούσε παραδειγματικά.
Την ίδια περίπου ώρα, την άλλη μέρα, βγήκα από το μοτέλ. Διέσχισα το πάρκινγκ και βρήκα το αμάξι μου, εκεί που το είχα αφήσει την προηγουμένη. Ο ήλιος, με τον ίδιο τρόπο, τύφλωνε απ’ έξω τις τζαμαρίες του καφέ “Ίκαρος”. Μια παρόρμηση με έκανε να θέλω να ξαναμπώ μέσα.
Ακριβώς την ώρα που είχα χτες, ραντεβού με το νεαρό κορίτσι που λιμπίστηκα. Κάθισα στο ίδιο τραπέζι. Στην άκρη της τζαμαρίας, η ίδια καλοβαλμένη γυναίκα, χωρίς εφημερίδα, έπινε κάτι που μου έφερε την γεύση της ζεστής σοκολάτας στα χείλη. Ούτε που με πρόσεξε. Σερβιτόρος και μπουφετζής έκαναν πως δεν με είδαν. Ούτε που με πλησίασαν για να παραγγείλω. Το κέτσαπ με μια απότομη κίνηση που έκανα ξαναβρέθηκε στο πάτωμα. Κανείς δεν το άκουσε να πέφτει. Ούτε και ο Κρίστι, που έσκασε μύτη ξαφνικά πάλι, αλλά πέρασε από δίπλα μου, χωρίς να με προσέξει. Ταράχτηκα πολύ. Αλλά όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω στο δικό μου, τότε κατάλαβα. Δεν με έβλεπε. Δεν φαινόμουν. Σαν να μην ήμουν εκεί. Σηκώθηκα κι έτρεμα. Σκέφτηκα προς στιγμήν να φύγω τρέχοντας. Αλλά από ποιον; Από αυτούς που δεν με βλέπουν; Από αυτό που δεν συμβαίνει; Η αλήθεια είναι πως βγαίνοντας από το μοτέλ είχε γίνει κάτι ακόμη. Παράξενο.
Ζήτησα από την κυρία στην ρεσεψιόν να πληρώσω την διαφορά για το παραπάνω της διαμονής μου και με αγνόησε. Σαν να μην με άκουσε ή καλύτερα σαν να μην με είδε. Δεν έδωσα και μεγάλη σημασία εκείνη την στιγμή. Τώρα όμως; Που κανείς δεν με βλέπει, ένιωσα πως βρίσκομαι στην πιο ακριβή μου ώρα. Ο ήλιος σπαρταρούσε πάνω στις τζαμαρίες.
Το καφέ “Ικαρος” ανελέητα άδειο όπως χτες. Ο Κρίστι έδειχνε να σχετίζεται με τα παιδιά του σέρβις. Ίσως και να ήταν δικό του το καφέ ή να τους πουλούσε προστασία.
Το κόκκινο σμαρτ σταμάτησε απ’ έξω και ξεπρόβαλε το κορίτσι που περίμενα χτες. Πιο όμορφη από όσο την περίμενα. “Κρίστι, έχω πολλή δουλειά μην με περιμένεις” της φώναξε ο Κρίστι. “Δεν θέλω να πάω μόνη μου, εκεί” του απάντησε αυτή. Αναγνώρισα την φωνή της από τα τόσα τηλεφωνήματα. Δεκαεπτάχρονη επίσης δεν έδειχνε. Περπάτησα ως εκείνην και στάθηκα μπροστά στο τετράτροχό της. Με κοίταξε χωρίς να με βλέπει. Πετάχτηκε μέσα στον “Ίκαρο” πήρε από τον Κρίστι κάτι λεφτά και ξαναγύρισε στο αυτοκίνητο. Όσην ώρα συνέβαινε αυτό, άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και μπήκα μέσα.
Κάθισα πλάι της. Άρχισε να οδηγεί. Έβαλε κι ένα τραγούδι στην γλώσσα της. Και τα μάτια της βούρκωσαν. Παρατηρούσα τα ολόλευκα χέρια της. Με αυτά άγγιζε τα γυμνά της στήθη στο βιντεάκι που μου είχε στείλει και με ξεμυάλισε πριν λίγο καιρό.
Από το παράθυρο του αυτοκινήτου έτρεχαν οι δρόμοι, τα δέντρα, η Γη και ήρθε η ώρα που ο ήλιος έπρεπε πάλι να κρυφτεί. Αρκετά έκανε για σήμερα. Τότε μόλις το φως έπεσε, κι ανάψανε τα κίτρινα φώτα στον αυτοκινητόδρομο, η Κρίστι γύρισε το κεφάλι της δεξιά, προς εμένα, με είδε να εμφανίζομαι μπροστά της στην θέση του συνοδηγού. Είδα τα μάτια της, είδε τα δικά μου, κατακόκκινα κι έβαλε τις φωνές. Έχασε στο λεπτό τον έλεγχο του οχήματος και το σμαρτ εκτροχιάστηκε. Βρεθήκαμε μέσα στα πυκνά δέντρα ενός μικρού δάσους που έγλειφε, σχεδόν ερωτικά στο σημείο αυτό, την εθνική οδό.
4. Την βρήκανε στραγγαλισμένη και βιασμένη μέσα στο αυτοκίνητό της το άλλο πρωί σε αυτό το δασάκι λίγα χιλιόμετρα μακριά από το καφέ “Ίκαρος”. Μαζί δηλώθηκε και η εξαφάνιση ενός άντρα πενήντα ετών, στελέχους πολυεθνικής, που το αυτοκίνητό του βρέθηκε εγκαταλελειμμένο έξω από το καφέ.
Είχε, το προηγούμενο βράδυ, διαμείνει στο γειτονικό μοτέλ και ίχνη από το αίμα του στο λουτρό, έκαναν φανερή και την ταυτότητά του στην οικογένειά του, αλλά γέννησαν και υποψίες. Ο ίδιος ακόμη κι αν κρίθηκε ο πιθανότερος δράστης καταχωρήθηκε ως “εξαφανισθείς”.
Οι ανακρίσεις κράτησαν για λίγο καιρό. Οι εφημερίδες της Κυριακής ασχολήθηκαν με την αλλόκοτη ιστορία για το ατύχημα που οδήγησε σε έγκλημα και πίσω του δεν άφησε δακτυλικά αποτυπώματα. Μια από αυτές τις εφημερίδες διάβαζαν ανήσυχοι και οι θαμώνες του καφέ “Ίκαρος” που πάντα ο ήλιος το επισκέπτεται απογευματινές ώρες και το λούζει με ένα θαυματουργό φως, σπαρακτικά εκτυφλωτικό, κατά την γνώμη μου.
Οι δικοί μου προτίμησαν να με ξεχάσουν γρήγορα και οτιδήποτε θα μπορούσε να αγγίζει το σκάνδαλο αποσιωπήθηκε. Ξέρω πως ο Κρίστι προφυλακίστηκε ως βασικός ύποπτος του ατυχούς συμβάντος. Αλλά σύντομα θα αποφυλακιστεί “ελλείψει λοιπών στοιχείων”.
Εγώ θα συνεχίσω να ζω αόρατος, όσο ο ήλιος θα ανατέλλει και θα δύει, μια πολύ πιο εύκολη ζωή, από εκείνη που έκανα ως τώρα. Είμαι ελεύθερος, χαρούμενος και πιο όμορφος από ποτέ. Όσο κρατάει το φως της μέρας, που εμποδίζει τους άλλους να με δουν. Και την νύχτα που έρχεται, κατοικώ σε μέρη ανυπολόγιστης και εκστατικής ομορφιάς. Κάπου πίσω από το καφέ “Ίκαρος” που τα παράθυρά του αγγίζει σταθερά ένας ζεστός απογευματινός ήλιος. Που ξέρει να δίνει στον άνθρωπο το θαύμα που δικαιούται αλλά η ευτέλεια δεν τον αφήνει να το φέρει κοντά του. Το θαύμα που ορίζει τι είναι σημαντικό για να ζήσεις ή για να πεθάνεις γι’ αυτό.