Οι μικρές ιστορίες ταιριάζουν στο καλοκαίρι γιατί έχουν μικρή διάρκεια και μέσα τους χωράνε ολόκληροι κόσμοι. 8 άνθρωποι, λοιπόν, συναντήθηκαν υπό τον ήλιο και έγραψαν για εμάς και εσάς αυτά τα μικρά διηγήματα με θέμα το καλοκαίρι, ο καθένας και η καθεμία από τη δική του/της σκοπιά και πένα. Τους ευχαριστούμε όλους/όλες μαζί και τον καθένα/καθεμία ξεχωριστά για αυτές τις εμπνευσμένες λέξεις που βάλανε στη σειρά και μας φέρανε ένα βήμα πιο κοντά στον ήλιο!
Η ξηρασία λυτρώνει
Ήρθε κάποτε ένα καλοκαίρι ξερό μέσα κι έξω απ’ αυτήν.
Κοιμόταν χρόνια τώρα και με τους δυο τους — δε φαίνεται να ενοχλούσε κανέναν αυτό. Ο ένας από τη μια πλευρά την φιλούσε πάντα στο λαιμό· στα στήθη ο άλλος. Ευτυχώς ποτέ δε συναντιόνταν πάνω της. Ίσως αγνοούσαν ο ένας την ύπαρξη του άλλου κι όμως πάντα φαινόταν πως ήταν κι οι δυο παρόντες ταυτόχρονα.
Ήρθε κάποτε η ώρα να τους αποχαιρετήσει και να μείνει μόνη για να ησυχάσει, να ηρεμήσει ο λαιμός και το στήθος της. Πρώτος έφυγε αυτός που μάδαγε το λαιμό, την επομένη υπήρχαν εκεί κάτω από το πηγούνι σημάδια κοκκινωπά κι αιματώματα. Λυπήθηκε, όχι πολύ όμως. Μετά άρχισε και το στήθος να απελευθερώνεται, να ξεραίνεται και να πέφτει. Έκανε άλλωστε τόση ζέστη. Σε τρεις μόνο μέρες δεν υπήρχε τίποτα πια στη θέση του.
—Ίσως τώρα να προφτάσω να θηλάσω τις πιο εμβρυακές σκέψεις μου, να τραφούν και να απογαλακτιστούν επιτέλους. Κι ο λαιμός μπορεί πια να φωνάξει, να λειτουργήσει σιγά σιγά.
Της άρεσε αυτή η σκέψη.
Χάιδεψε το κορμί το άφυλο, το αγαπούσε, ήταν ανθρώπινο πολύ. Κάποιες ρυτίδες τόλμησαν να αντισταθούν, τεντώθηκαν για να φαίνονται πιο λείες, τις μάζεψε στη θέση τους, ελατήρια για τη μελλοντική εκτόξευση.
Η ζέστη δεν της φαινόταν πια αποπνικτική. Αντίθετα, την ένιωθε τρυφερή, σχεδόν προστατευτική. Σκέφτηκε τις γριούλες στο χωριό της μάνας της που απλώνονταν με τις ώρες στον ήλιο.
Εκείνη την καλοκαιρινή νύχτα κοιμήθηκε επιτέλους ήρεμα.
Καλοκαιρινά γενέθλια
Ζέστη αφόρητη.
Ένιωθε το οξυγόνο να της τελειώνει, πονούσε στο στήθος και προσπαθούσε απεγνωσμένα να ανασάνει, χωρίς αποτέλεσμα. Τα πόδια της λύγισαν, ένιωσε ένα κάψιμο. Το κεφάλι της βούιζε και μια αναγούλα ανέβαζε από το στομάχι στη στοματική της κοιλότητα υγρά και πίκρα. Αγωνία. Τα χέρια της έκαναν μια αδύναμη προσπάθεια να πιαστούν από κάπου, δεν υπήρχε τίποτα γύρω της. Σωριάστηκε.
—Δεν έχετε πιθανότητες επιβίωσης κυρία μου. Αν όμως προχωρήσουμε σε μεταμόσχευση καρδιάς, ακριβώς επειδή είστε πολύ νέα και υγιής κατά τ’ άλλα, έχετε τη δυνατότητα να ζήσετε μια ζωή φυσιολογική. Θα έχετε περιορισμούς και θα πρέπει να εξετάζεστε τακτικά, αλλά θα ζείτε στο μεταξύ, θα δουλεύετε, θα κινείστε, θα αυτοεξυπηρετείστε πλήρως. Ήταν μεγάλη τύχη για σας η απώλεια αυτού του νέου στο δυστύχημα. Οξύμωρο, αλλά σκεφτείτε πόσο άδικα θα ξοδευτεί η δεύτερη ευκαιρία που σας δίνει το σύμπαν, αν τώρα δειλιάσετε. Ξοδεύετε μια δωρεά ζωής. Διπλασιάζετε το θάνατο, του δίνετε διπλή νίκη…
Καλοκαιρινές διακοπές. Δίπλα στη θάλασσα.
Άνοιξε την πόρτα του ξενοδοχείου που οδηγούσε στην παραλία. Καθώς περνούσε δίπλα στη τζαμαρία, έριξε μια ματιά στη σιλουέτα της. Το καινούριο της μαγιό τής πήγαινε τέλεια. Είχε διαλέξει κόκκινο μπικίνι και μάλιστα αποκαλυπτικό, δεν την ενδιέφερε να κρύψει την τεράστια ουλή στο κέντρο του κορμού της. Ήταν το παράσημό της, αποκτηθέν στο χειρουργείο ακριβώς πέντε χρόνια πριν. Με ζωηρά βήματα έφτασε στην παρέα της. Την περίμενε μια τούρτα σοκολατένια με αναμμένα πέντε κεριά.
—Να ζήσεις, να ζήσεις!
Κι ας είχε γεννηθεί χειμώνα για πρώτη φορά… Ήταν τα δεύτερά της γενέθλια.