Γάντια, μάσκα, φόρμα και μπουφάν, γυαλιά μυωπίας, ένας στόχος: να βγω λίγο έξω από το σπίτι. Το αμάξι παρκαρισμένο από την Παρασκευή 13 Μαρτίου στις 02.00 τη νύχτα. Το μόνο μέσο να βγω λίγο έξω να ξεσκάσω, ήλπιζα να μην το έχουν πάρει ή να μην έχει μείνει από μπαταρία.
Όλα καλά. Μπαίνω, βάζω μπρος, ανοίγω ραδιόφωνο, κατεβάζω παράθυρο και ξεκινάω μια βόλτα που την εκτίμησα περισσότερο από όσες αντίστοιχες βόλτες έχω κάνει στη ζωή μου.
Κεφαλληνίας αριστερά, Πατησίων πάλι αριστερά. Η Ακρόπολη, που πάντα την καμαρώνω σ’αυτό το σημείο, φωτισμένη ακόμα, αν και έχει ησυχάσει αυτές τις μέρες από τα άπειρα φωτογραφικά κλικ.
Μελίνα Κανά «Όσες κι αν χτίζουν φυλακές, κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό κι όλο θα δραπετεύει». Μέχρι και το ραδιόφωνο με τρολάρει σκέφτηκα, ενώ είχα φτάσει ήδη στην Ακαδημίας, κοιτώντας δεξιά το αγαπημένο στέκι -τώρα σκοτεινό, χωρίς καν έναν περαστικό γύρω.
Αμάξια ελάχιστα, όλοι μόνοι τους μέσα σε αυτά – όποτε έριχνα καμιά ματιά στα φανάρια. Μάλλον όλοι σαν κι εμένα, βγήκαν να πάρουν μια ανάσα, να ξεγελάσουν την απομόνωση, δημιουργώντας μια δικιά τους ιδιότυπη καραντίνα πάνω σε τέσσερις ρόδες.
Δεξιά στην Ομήρου, πιάνω Σταδίου για το Σύνταγμα. Οι βιτρίνες, φωτισμένες κι αυτές, δίνουν μια αίσθηση ότι η ζωή κυλάει κανονικά. Μόνο η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει. Είναι 11 το βράδυ και νομίζεις ότι είναι βράδυ Τετάρτης γύρω στις 03.00 το ξημέρωμα. Μπορεί και λίγο χειρότερα.
Σύνταγμα ένα δυο περαστικοί-λίγο πιο πολλά αμάξια λόγω φαναριών. Πιάνω τη Συγγρού και πάω Πειραιά. Έφτασα σε 7 λεπτά χωρίς να τρέχω. Μόλις είδα το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, είπα να βγω για ένα τσιγάρο. Ένιωσα ότι ο αέρας είναι πιο καθαρός, μάλλον τελικά επιβαρύνουμε πολύ την ατμόσφαιρα με την άπειρη κίνηση, τα αμέτρητα λεωφορεία, τα άσκοπα πέρα δώθε.
«Μωρέ λες να μας βγει σε καλό;». Μπορεί, ποιος ξέρει. Πάει και η τελευταία ρουφηξιά, μπαίνω στο αμάξι, σβήνω τη γόπα, ανοίγω πάλι ραδιόφωνο. Νατάσσα Μποφίλιου και «σ’εχω βρει και σε χάνω». Αλήθεια, πόσοι έρωτες «βρέθηκαν» και γεννήθηκαν ακριβώς πριν σκάσει ο ιός; Τι κάνουν αυτές οι ψυχές; Πώς μιλάνε; Πώς κρατιούνται και δεν πιάνονται; Πώς γίνεται να μην ακουμπάνε συνέχεια ο ένας τον άλλον, όπως αχόρταγα συμβαίνει όταν πρωτοερωτεύεσαι και ανακαλύπτεις το σώμα του άλλου, τα χείλη του, τη μυρωδιά και το ρυθμό της ανάσας του;
Χάθηκα με τούτα και με κείνα και βγήκα στη Θηβών. Το κατάλαβα αρκετά μετά βέβαια. Μέσα σε όλα, η ρόδα μου πήρε και μια σακούλα. Σταματάω στη μέση του πουθενά να την ξεκολλήσω. Σκηνικό από ταινία τρόμου, όπου νεαρή- άμυαλη και αγέρωχη- κατεβαίνει από το αμάξι και ο σχιζοφρενής δολοφόνος την περιμένει στη γωνία. Γέλασα.
Ξανά στη διαδρομή μου. Αρχίζω να πλησιάζω Ιερά Οδό, γνωστά λημέρια. Στρίβω δεξιά, το Αιγάλεω μοιάζει πιο ζωντανό, πιο πολλοί περαστικοί. Άντε πάω ευθεία να πιάσω την Πειραιώς να γυρίσω προς Κυψέλη.
Στην Ιερά, μερικά σκουπιδιάρικα, να που η Πόλη ζει ακόμη. Σε όλη την Πειραιώς, σκέφτομαι τι να συμβαίνει τώρα πίσω από τις κλειστές πόρτες; Είναι άραγε οι άνθρωποι ευτυχισμένοι; Είναι μόνοι τους ή με την οικογένεια; Έχουν κάνει σωστές επιλογές ή βασανίζονται κλεισμένοι σε τέσσερις τοίχους; Και όλοι εμείς που μένουμε σπίτι, τι προσπαθούμε τελικά να σώσουμε; Τις ζωές μας, τις στιγμές μας, το μέλλον μας ή τις αναμνήσεις μας;
Ομόνοια, δύο ταξί. Η Πόλη Ζει. Γ’ Σεπτεμβρίου. Ένα τρόλεϋ, με δύο ανθρώπους μέσα. Κανένα φανάρι δεν με πιάνει για να ανάψω το τελευταίο τσιγάρο πριν στρίψω στην Ιθάκης. Θέσεις πάρκινγκ άπειρες, διαλέγω μία και το βάζω.
Δεν γυρνάω σπίτι, πάω μέχρι τη γωνία Κεφαλληνίας και Πατησίων. Ξαναβλέπω την Ακρόπολη. Και τότε μου το ‘πε κι αυτή: «Η Πόλη Ζει». Φαντάστηκα ότι εκείνη έχει ζήσει κι άλλες πανδημίες – ξέρει.