Αν μπορούσα να συνοψίσω την εποχή μας σε δύο λέξεις, θα ήταν αυτές: Όλα ψεύτικα.
Οι ανθρώπινες σχέσεις σε κρίση. Οι άνθρωποι προσπαθούν να περιορίσουν το κόστος από τις ανθρώπινες επαφές στο ελάχιστο. Κάτι σαν φιλίες, κάτι σαν έρωτες, κάτι σαν σεξ, κάτι σαν γιορτές, κάτι σαν συνευρέσεις…
Στο φαγητό. Από τη μία οι ρυθμοί ζωής που έχουν αλλάξει τον τρόπου που τρεφόμαστε. Κάτι γρήγορο, κάτι στο πόδι, συνήθως απέξω. Αμφιβόλου ποιότητας και χωρίς καμία προσήλωση στην ιερή διαδικασία της τροφής. Από την άλλη, ακόμα και στο σπίτι να μαγειρεύεις, σκουπιδαριό. Δεν ξέρεις τι είναι αυτό που φτάνει στην κατσαρόλα σου. Όσο περνάνε τα χρόνια τόσο περισσότερο νοσταλγώ το γάλα που μας έφερνε κάθε πρωί στις διακοπές στο χωριό η Λυραβδού, η γιαγιά από το παραπάνω σπίτι. Τότε μου βρομούσε και δεν το ήθελα, τώρα άνετα το κουβαλούσα μαζί μου με καλαμάκι να το γεύομαι όλη μέρα. Ή τα κοτόπουλα του παππού μου, τα πραγματικά χωριάτικα, που μας τα έστελνε στην Αθήνα με το ΚΤΕΛ και μου φαινόντουσαν σκληρά και κιτρινιάρικα και εξίσου βρομερά. Τώρα, θα έτρωγα κοτόσουπα μόνο απ’ αυτά μέχρι να σβήσει ο ήλιος (αργεί άραγε;) Και ο παππούς μου και η Λυραβδού πεθάνανε. Μαζί με αυτή τη γενιά πεθάνανε και οι υγιείς τρόποι παραγωγής.
Ψεύτικο κρέας. Στο όνομα κατά της καταπίεσης των ζώων και της μαζικής βιομηχανίας κρέατος, μία άλλη μπίζνα προωθείται – όπως συνέβη και με τα γάλατα. Έρευνα πραγματοποιήθηκε από Good Food Institute Europe για το καλλιεργημένο κρέας(!), έναν νέο τρόπο παραγωγής κρέατος χωρίς εκτρεφόμενα ζώα(!) Ο Δρ. Δημήτριος Ι. Στραβοπόδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Κυτταρικής και Αναπτυξιακής Βιολογίας στο Τμήμα Βιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), Ελλάδα, λέει σχετικά: «Η καλλιέργεια κρέατος περιλαμβάνει τη λήψη ενός μικρού δείγματος ζωικών κυττάρων και την καλλιέργειά τους σε ζυμωτήρες, παρόμοιους με εκείνους που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή μπύρας, οι οποίοι ουσιαστικά προσομοιάζουν την ίδια διαδικασία που συμβαίνει μέσα σε ένα ζώο, παρέχοντας ζεστασιά και βασικά θρεπτικά συστατικά».
Σχεδόν το 45% των Ελλήνων είναι, λέει, πρόθυμο να δοκιμάσει καλλιεργημένο κρέας, εάν αυτό ήταν διαθέσιμο και ένα 17% θα αντικαθιστούσε κάποια ποσότητα από το κρέας που ήδη καταναλώνει με καλλιεργημένο κρέας. Παραπάνω από τους μισούς (51%) συμμετέχοντες στην έρευνα συμφωνούν ότι εάν το καλλιεργημένο κρέας εγκριθεί από τις Ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές για την ασφάλεια των τροφίμων, θα πρέπει να διατίθεται προς πώληση στην χώρα. Παράλληλα το 52% θεωρεί ότι θα πρέπει να παράγεται εγχώρια, ώστε να ωφεληθεί η ελληνική οικονομία. Επίσης, λέει το Δελτίο Τύπου, ότι με την Ελλάδα να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές κρέατος προκειμένου να καλυφθεί η ζήτηση, το συγκεκριμένο προϊόν θα μπορούσε να συμβάλει στην ενίσχυση της αυτάρκειας της χώρας και στη δημιουργία μιας εγχώριας βιομηχανίας καλλιεργημένου κρέατος.
Δηλαδή, αντί να ενισχυθεί η εγχώρια παραγωγή κρέατος η οποία πάσχει, θα την αντικαταστήσουμε με το καλλιεργημένο κρέας. Και σε κάποιους αυτό φαίνεται καλή ιδέα, μάλλον σύμφωνα με την άχαστη λογική «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι». Ή με κάτι πολύ πιο μελετημένο; Με ένα «σχέδιο» ολοκληρωτικής αλλαγής του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι παράγουν και καταναλώνουν –και εν τέλει του τρόπου που ζουν– για ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο και προφανώς για να τα κονομήσουν πάλι κάποιοι. Η οικονομία πρέπει να εξελίσσεται, να βρίσκει συνεχώς νέους δρόμους για να επιβιώσει, γιατί αλλιώς βαλτώνει. Εμείς;
Ψεύτικα νύχια, ψεύτικα βυζιά, ψεύτικες βλεφαρίδες… Καμία πίστη στη φυσικότητα. Προσοχή, δε μιλάω για τους ανθρώπους που βάζουν πρόσθετα μέλη (φτάσαμε στο σημείο να τα εξηγούμε όλα, να τα κάνουμε ταλιράκια μη και μας πούνε συντηρητικούς ή μας κατηγορήσουν για political incorrectness. Ω, θεοί!) Και μία φοβερή λοιπόν συμπάθεια προς όλα αυτές τις ψεύτικες αισθητικές παρεμβάσεις. Γιατί όχι, σου λέει, αφού ο καθένας και η καθεμία μπορεί να είναι ό,τι θέλει. Μπορεί λοιπόν να είναι ένα ψέμα από πάνω μέχρι κάτω, και αυτό είναι οκέι σήμερα. Δεν έχουμε ανάγκη πλέον για κανένα εχέγγυο αρκεί κάποιος, κάποια, κάποιο να πει «Είμαι αυτό ή εκείνο. Γιατί; Γιατί έτσι θέλω». Πόση μοναξιά; Πόσος φόβος; Πόση ματαιοδοξία;
Ψεύτικα ρούχα, fast fashion και άγιος ο θεός. Η θεία μου κι η μάνα μου μου έχουν δώσει ρούχα τους τριαντακονταετίας τα οποία είναι σαν να τ’ αγόρασες χθες. Το μπλουζάκι που αγόρασα πρόπερσι από τα ζάρα έχει γίνει διάφανο. Καλά, και κάτι άλλα brand που περηφανεύονται για την ποιότητα για να έχεις λόγο να τα χρυσοπληρώσεις δεν κάνουν πολύ καλύτερη δουλειά. Παιδιά, το θέμα δεν είναι μόνο στα υλικά, στο slow και στο fast fashion, στη μικρή και στη μεγάλη επιχείρηση. Είναι κατ’ αρχάς ζήτημα νοοτροπίας. Απ’ αυτό πάσχουμε.
Ψεύτικη γνώση. Το ΑΙ και γενικότερα το διαδίκτυο έχουν φροντίσει γι’ αυτό.
Ψεύτικες ιδέες. Κούφιες ιδέες. Αν δεν αλλάξει ολόκληρος ο τρόπος που ζεις και καταναλώνεις και φυσικά αν δεν αλλάξει και ο τρόπος που επιχειρούν οι μεγάλες επιχειρήσεις, τίποτα δεν θα πάει καλύτερα. Προσοχή, δεν εννοώ ότι πετάμε κάτω τα σκουπίδια μας επειδή «σιγά, τι θ’ αλλάξει μωρέ και να μην το πετάξω», ούτε εννοώ ότι πρέπει να αγοράζεις κάθε μέρα τον καφέ σου σε πλαστικό ποτήρι. Αλλά το να δηλώνω ευαισθητοποιημένος για το περιβάλλον και οικολόγος ενώ ταυτόχρονα έχω δέκα διαφορετικά θερμός και καμιά τριανταριά tote bags και πόσα ακόμα διαφορετικά οικολογικά μπλιμπλιμπλόνια τα οποία για να κατασκευαστούν χρειάζονται κι αυτά τα έρμα ενέργεια και εργασία και απόβλητα κ.λπ., ε, ντάξει, δε με λες και πρότυπο οικολόγου. Λίγο παραμυθιασμένος είμαι μάλλον. Όπως επίσης και με τη φάση με το γάλα αμυγδάλου που οικολογικά αποτελεί καταστροφή, καθώς για την παραγωγή του απαιτείται πολύ μεγαλύτερη ποσότητα νερού αλλά και η βιομηχανία αμυγδάλου που απαιτεί μεγάλης κλίμακας μηχανοποίηση μιας από τις πιο σπουδαίες φυσικές διαδικασίες της φύσης, εκείνη της επικονίασης, είναι υπεύθυνη για την εξόντωση δισεκατομμυρίων μελισσών. Ο αριθμός των μελισσών που πεθαίνουν κάθε χρόνο στις ΗΠΑ είναι μεγαλύτερος από όλα τα ψάρια και τα ζώα που εκτρέφονται για σφαγή μαζί.
Με λίγα λόγια, αν είσαι ένα υπερκαταναλωτικό ον, είτε υπερκαταναλώνεις zero waste και ψευτο-eco friendly προϊόντα είτε του συρμού, παραμένεις ένα υπερκαταναλωτικό όν. Επίσης, αν δεν ενδιαφέρεσαι για τίποτ’ άλλο εκτός από τις μόδες που πάνε κι έρχονται και την καλοπέρασή σου, θα απογίνεις ένα άβαταρ που θα άγεται και θα φέρεται.
Αυτή την υποκρισία και τη γελοιότητα των πάσης φύσεως τηλεοπτικών φαινομένων την οποία τη βλέπαμε μόνο μέσα από τη μικρή οθόνη, γίναμε πλέον εμείς. Τη βάλαμε στα σπίτια μας και στα μυαλά μας. Την περιφέρουμε από δω κι από κει, την επιδεικνύουμε, καμαρώνουμε. Αρκούμαστε στο φαινόμενο και χάνουμε την ουσία.
Μία απύθμενη μοναξιά απλώνεται σαν γκρι σύννεφο κι εμείς δεν κρατάμε ομπρέλα.
Ποτέ μα ποτέ ξανά δεν είδα τόσους λύκους ντυμένους πρόβατα και από κάτω τα πραγματικά πρόβατα να χειροκροτάνε επειδή νομίζουν πως αυξάνεται το είδος τους.
Μία αρένα με ατυχείς συμπτώσεις, ένας λαβύρινθος χωρίς μίτο: εμείς και η εποχή μας.
Ένα ποίημα της Βίκυς Τζελέπη από τη νέα της ποιητική συλλογή γυρνάει συνέχεια στο μυαλό μου τον τελευταίο καιρό:
Οι τελευταίοι λυπημένοι
Τους παιδικούς μου φίλους ξανασυνάντησα
Η Ηλέκτρα ταμίας στο σούπερ μάρκετ
ο Αλέκος στο κουρείο του πατέρα του
ο λεβάντοβας –μα πού τα βρίσκαμε–
αρωματοπωλείο δικό του
Το ’χε δηλώσει ο πεισματάρης από τότε
Κι εγώ στο γραφείο, με τ’ αχρείαστα πόδια
Δεν ζήλεψα όμως κανέναν τους
είδα από μένα πιο αστείους
με αχρείαστα χέρια
με αχρείαστα μάτια
Μα όσο κι αν διαφέραμε
όλοι, μα όλοι, μια λύπη ίδια είχαμε
για κείνα τα δέντρα
Είχε μουριές τότε η γειτονιά μας
Όλοι τ’ ομολογήσαμε
πως κείνα τα δέντρα πρωτοψάξαμε
όταν επιστρέψαμε
Είχε μουριές τότε η γειτονιά μας
Σκαρφαλωμένη η πιτσιρικαρία
πάνω στα κλαδιά
ζουμιά γεμάτη η ζωή
μας φίλαγε στο στόμα
Μας μισούσαν οι κάμπιες κι εμείς αυτές
Τώρα μουριές δεν υπάρχουν πια στις γειτονιές
Κάποια αρρώστια, λέει, τις έπληξε
τις βγάλαν απ’ τη ρίζα
Φύτεψαν ανθοφόρα, ανθεκτικά φυτά,
που δεν καρπίζουνε ποτέ
Πικροδάφνες παντού
Ένδοξες πια οι γειτονιές,
δαφνοστεφανωμένες
λουλουδιασμένη η ερημιά
Μικρό το κακό, θα μου πεις,
δεν παίζουν παιδιά στις γειτονιές
κανείς δεν απογοητεύεται
Και κείνα στα μπαλκόνια
που κοιτούν στο δρόμο
δεν είναι λυπημένα
Πώς να λυπηθείς γι’ αυτά που λείπουν
σαν δεν τα γνώρισες ποτέ
Στο μέλλον κανείς δεν θα στέκει
λυπημένος στις γειτονιές
Ούτε τα παιδιά για τις μουριές
ούτ’ οι γειτονιές για τα παιδιά
Εμείς μονάχα οι τελευταίοι λυπημένοι
********************************************************************************************
Ας διαφυλάξουμε τις μνήμες μας κι ας τις περάσουμε στις επόμενες γενιές. Να ζήσουν οι μέλισσες και οι άνθρωποι.