Όταν η βαλίτσα με το όνομα «Καισαριανή» ανοίξει, από μέσα της θα ξεχυθούν τα δάκρυα των προσφύγων, τα κουτούκια,
η σκόνη των αλλοτινών χωματόδρομων, ο ήχος του μπουζουκιού, η μυρωδιά του βασιλικού, οι ηλικιωμένοι που αναπολώντας συνεχίζουν και οι νέοι που ζούνε την Καισαριανή των πολυκατοικιών και των διαμερισμάτων, κάποιες κόκκινες κηλίδες που ξεκινάνε από τον τοίχο του Σκοπευτηρίου, η αίσθηση ενός συνοικισμού που μεγάλωσε απότομα αλλά δεν έχασε τη ζεστασιά και τη φιλοξενία του. Τη βαλίτσα αυτή κρατάει ακόμη στα χέρια της μία ηλικιωμένη ασπρομαλλούσα κυρία που επιμένει να αφηγείται την ιστορία της Ελλάδας.
Το πρόσωπο της Καισαριανής
Γράφει ο Σπύρος Τζόκας
ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ: στις ματιές προς τα πίσω, στο παρελθόν, σου μένουν εικόνες που εναλλάσσονται στο μυαλό σου. Δίπλα στις εικόνες παρατάσσονται λέξεις. Λέξεις βαριές με τεράστια συναισθηματική και βιωματική φόρτιση. Λέξεις όπως αξιοπρέπεια, ελπίδα, διεκδίκηση, απειλή, αλληλεγγύη, αγώνας, αισιοδοξία, φιλία, φιλότιμο, που χαρακτηρίζουν το λεξιλόγιο των ανθρώπων της γειτονιάς μας.
Η λέξη, όμως, που διατρέχει την ιστορία του λαού της Καισαριανής τον 20ο αιώνα και παράγει πλήθος εικόνων είναι η λέξη «διωγμένος». Διωγμένοι από τους Τούρκους, διωγμένοι από τους παλαιοελλαδίτες, διωγμένοι από τον Μεταξά, από τους Γερμανούς, τους γερμανοτσολιάδες, τους παρακρατικούς, τους δεξιούς, τις δικτατορικές κυβερνήσεις. Ένας φαύλος κύκλος διώξεων.
Αναρωτιέται κανείς πόσες λαθεμένες συνδέσεις έγιναν ανάμεσα στον Καισαριανιώτη πρόσφυγα και ένα σωρό δαίμονες, στα μυαλά τόσο διαφορετικών ανθρώπων και για τόσες πολλές δεκαετίες: στρατοδικεία, φυλακίσεις, εξορίες, δύσκολος βιοπορισμός λόγω πολιτικών φρονημάτων.
Από την ταμπέλα του «πρόσφυγκα» σε μια νέα ταμπέλα, αυτή του «ύποπτου κομμουνιστή», πάντα στην προοπτική της υποτίμησης και περιθωριοποίησης. Όπως όλες οι ταμπέλες, γενικεύει και δαιμονοποιεί κάθε Καισαριανιώτη μικρό ή μεγάλο.
Κάπως έτσι εικονογραφείται το πρόσωπο της Καισαριανής. Ένα ταλαιπωρημένο αλλά περήφανο και λαμπερό πρόσωπο. Ο κυνηγημένος πρόσφυγας της Μικράς Ασίας είναι το ίδιο πρόσωπο με τον κυνηγημένο της μεταξικής δικτατορίας, της Κατοχής, τον αγωνιστή της εθνικής αντίστασης, είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αριστερό του εμφυλίου πολέμου, είναι το ίδιο πρόσωπο με τον εξόριστο και τον δεσμώτη της μετεμφυλιακής εποχής, είναι το ίδιο πρόσωπο με τον αγωνιστή της ύστερης και της σημερινής περιόδου.
Υπάρχει σήμερα αυτό το πρόσωπο; Ή, διαφορετικά, ενδιαφέρει κανέναν να υπάρχει; Ίσως τα κείμενα που ακολουθούν προσεγγίσουν μιαν απάντηση στο δύσκολο αυτό ερώτημα.
Ας αναζητήσουμε, λοιπόν, την ιστορία της δικής μας πόλης, της Καισαριανής. Ο ξεριζωμός, η προσφυγιά, η εγκατάσταση, ο μεσοπόλεμος, το ′40, η Κατοχή, το θυσιαστήριο της Λευτεριάς, η Αντίσταση, το κίνημα του Δεκέμβρη, τα πρώτα βασανιστικά μεταπολεμικά χρόνια, η δικτατορία της 21ης Απρίλη, η αποκατάσταση της Δημοκρατίας και η μεταπολίτευση αποτελούν βιώματα των ανθρώπων της ιστορικής αυτής πόλης. Μια ιστορία που διαπλάθει τον χαρακτήρα μας και διαμορφώνει τη συνείδησή μας.
Η πόλη αναπτύσσεται. Κέρδισε αρκετά με τους αγώνες της. Ορθοπόδησε και ορθοστάτησε. Σήμερα ελκύει πολλούς, άλλαξε και κάπως. Η φτωχογειτονιά των προσφύγων της Μ. Ασίας με τα μύρια όσα προβλήματα, η διωκόμενη στο παρελθόν συνοικία κατάφερε με τις αγόγγυστες και συνεχείς προσπάθειες των κατοίκων της να «πατάει γερά στα πόδια της» και να μετατραπεί σε μια σύγχρονη και εξυπηρετική πόλη.
Η ιστορική διαδρομή της συνοικίας ανέδειξε κάποια στοιχεία τα οποία την χαρακτηρίζουν και σχηματικά διαμορφώνουν τη φυσιογνωμία της ή την ταυτότητά της. Κυρίαρχα τέτοια στοιχεία, που προϋπήρχαν στους πρώτους οικιστές ή διαμορφώθηκαν στην πορεία, θεωρούνται το υπόβαθρο των πρώτων κατοίκων της, η διαμορφούμενη αγωνιστική παράδοση στους εθνικούς, δημοκρατικούς και κοινωνικούς αγώνες, η αντίσταση σε όσους απείλησαν την ανεξαρτησία του τόπου και η υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Μέσα απ’ αυτά τα στοιχεία μπορούν να ερμηνευθούν, κατά προσέγγιση, οι πολιτικοκοινωνικές συμπεριφορές των κατοίκων, αλλά και ο πολιτισμός τους και η νοοτροπία τους.
Η εξέλιξη της Καισαριανής, συνεπώς, από τη γέννησή της, που είναι προϊόν ιστορικής συγκυρίας, τη χωροθέτησή της, που είναι αποτέλεσμα ιδεολογικών και οικονομικών επιλογών, την κοινωνικοπολιτική της ένταξη που είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής και πολιτικής θέσης των κατοίκων της, τη μακρόχρονη πορεία της μέσα στο καμίνι της νεότερης ιστορίας μας, γίνονται ολοένα και πιο δυσανάγνωστες τόσο στο ανθρώπινο περιβάλλον, όσο και στην ίδια την πόλη. Η αλλοίωση, συνεπώς, της φυσιογνωμίας της πόλης ή και η πλαστογράφησή της στους αδιάφορους και πονηρούς καιρούς μας, χτυπάει κόκκινο. Και όμως, η Καισαριανή είναι μια συνοικία με ιστορία και η διαφύλαξή της είναι περισσότερο σημαντική από το όποιο εκσυγχρονιστικό έργο. Αξίζει, συνεπώς, να μεταλαμπαδευτεί η ιστορία της στις νεότερες γενιές.
Iστορίες που ενώνονται με έναν κρότο
Σκέψεις πάνω σε κείμενα του Μίμη Χριστοφιλάκη
Έχω μπροστά μου έξι κείμενα. Με ονόματα, ημερομηνίες και αφηγήσεις. Η ευγένεια της γραφής, δηλαδή να γλυκοπερνούν χωρίς τυμπανοκρουσίες έντονα συμβάντα και γεγονότα, σε αναγκάζει να υποκλιθείς, όχι τόσο στον εξαιρετικό γράφοντα κύριο Μίμη Χριστοφιλάκη, αλλά σε όλα αυτά και αυτούς που αναφέρονται και ζωντανεύουν στις αράδες.
Από την πρώτη εκτέλεση –των αδελφών Άγγελου και Μαρίνου Μπάρκα, 19 και 24 χρονών αντίστοιχα, που έγινε στις 26 Μαΐου του 1942 για σαμποτάζ σε γερμανικό στρατώνα– έχουν περάσει 80 χρόνια. Αρκετός χρόνος για να ανιχνεύσει κάποιος με λιγότερα πάθη, αλλά με μεγαλύτερο σεβασμό αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους που δέθηκαν μαζί του με «μια τουφεκιά». Είτε πρόκειται για τον κομμουνιστή Ναπολέοντα Σουκατζίδη, είτε για έναν άγνωστο πιτσιρικά σαλταδόρο της γειτονιάς. Αυτήν τη γραμμή που ενώνει τους ανθρώπους την βρίσκω στα ήρεμα και πλούσια κείμενα του κυρίου Χριστοφιλάκη.
Υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το σύνολο των εκτελεσθέντων που συγκέντρωνε η (αδερφή του Γιώργου Σεφέρη) Ιωάννα Τσάτσου και η Λιλίκα Θεοτοκά (αδερφή του Γιώργου Θεοτοκά). Στο σκοπευτήριο αυτά τα τρία χρόνια (1942-1944), 48 καμιόνια ξεφόρτωσαν 600* πατριώτες που εκτελέστηκαν.
Για άγνωστους λόγους
Εκτός από τις γνωστές αιτίες εκτέλεσης (κατασκοπεία, σαμποτάζ, κατοχή ασυρμάτου, ως όμηρος, κατοχή όπλων-εκρηκτικών, απόπειρα διαφυγής εις Αίγυπτο-Τουρκία, απόκρυψη Άγγλων, ανατρεπτική προπαγάνδα, ακρόαση ραδιοφωνικών σταθμών, κατοχή προκηρύξεων, κομμουνιστική δράση, τροφοδοσία ανταρτών, καθοδήγηση απεργίας, έκδοση-διανομή παράνομου τύπου, παροχή προστασίας στον εχθρό, κατοχή πιστολιού ετοίμου προς βολήν, ανατίναξη Μεγάρου [ΕΣΠΟ], φόνος-τραυματισμός οργάνων ασφαλείας) σε αρκετές εκτελέσεις υπήρχε η ένδειξη «άγνωστος λόγος».
Οι άγνωστοι, ποιοι να είναι άραγε; Μήπως μέσα σ’ αυτούς τους «άγνωστους λόγους» περιλαμβάνονται και σοβαροί λόγοι; Όποιοι κι αν είναι πάντως, είναι λόγοι που οδήγησαν στην εκτέλεση Ελλήνων — και το αποτέλεσμα των άγνωστων λόγων είναι ο θάνατος.
Για τον λόγο αυτό γράφω το σημερινό σημείωμα. Για να μην μείνουν αυτά τα θύματα του ναζισμού αμνημόνευτα. Παίρνω και τη βοήθεια του εξαίρετου Καισαριανιώτη συγγραφέα Μάριου Χάκκα. Σε συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Καισαριανής (ήταν δημοτικός σύμβουλος το 1964), ζήτησε τον λόγο και πρότεινε τα εξής (όπως γράφει στο βιβλίο του Το κοινόβιο): «Κύριε Δήμαρχε, κύριοι συνάδελφοι, ασφαλώς θα γνωρίζετε πως μεταξύ των Ελλήνων που εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο, υπήρξαν και μερικοί σαλταδόροι.
Παρακαλώ να ληφθεί μέριμνα να κατατεθεί στεφάνι στη μνήμη των». Φυσικά μου αφαιρούν τον λόγο, άλλοι με βρίζουν. Σκέφτομαι αυτά τα σκληρά παιδιά που είχανε σύμβουλό τους την πείνα. Έφτασαν κατάμονα μπροστά στον τάφο, χωρίς ελπίδα ότι το κόμμα θα τους κάνει μνημόσυνο… Και πώς να συμπαρασταθείς στη μοναξιά τους. Σε ποιες ιδέες ακούμπησε ο σαλταδόρος;»
Για άγνωστους λόγους και άγνωστα αμνημόνευτα παιδιά. Ο Μάριος Χάκκας γράφει «δεν πρόκειται να ξανασχοληθώ με τα κοινά, μόνο με τις κοινές, όσο αυτές με θέλουν».
Με τον Μάριο Χάκκα, τον βέβηλο εσαεί.
26/12/2018
Κλείνουμε το μάτι, λοιπόν, στους πιτσιρικάδες και στα σάλτα τους και προχωράμε σε ένα πρόσωπο από την απέναντι μεριά.
Μαγκάλντι, ο «βαμπένε»
Τη θέση του προέδρου του ιταλικού Στρατοδικείου κατείχε ο αντιστράτηγος Τζεράλντο Μαγκάλντι. Του είχαν αποδοθεί από δικαζόμενους δύο παρατσούκλια. Το πρώτο, «ο κουτσός» και το δεύτερο «ο βαμπένε». Ήταν τραυματίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και έσερνε το ένα του πόδι. Το δεύτερο παρατσούκλι οφειλόταν στο γεγονός ότι έλεγε κάθε τόσο στη διάρκεια της διαδικασίας, με ένα σκληρό μειδίαμα, «βα μπένε», δηλαδή «πάει καλά», όταν διαπίστωνε ότι τα στοιχεία επιβάρυναν τους κατηγορούμενους. Σαδισμός.
Η σκληρότητά του ήταν πρωτοφανής και αποδιδόταν στο γεγονός ότι είχε χάσει ένα του γιο στον πόλεμο της Αλβανίας. Μας εκδικείτο. Ήταν εργασιομανής, μελετούσε τα στοιχεία των δικογραφιών στο ξενοδοχείο Ακροπόλ που έμενε και εστίαζε μόνο στα επιβαρυντικά στοιχεία για τους κατηγορούμενους. Οι άλλοι στρατοδίκες ήταν υποχείριά του και τον έτρεμαν. Τις αποφάσεις αυτός τις έπαιρνε. Αθώωσε ελάχιστους. Καταδίκασε πάνω από εκατό σε θάνατο — τον βοηθούσε πολύ ένας νόμος του Λογοθετόπουλου που καταδίκαζε σε θάνατο τη λιποταξία για αυτούς που έφευγαν για τη Μέση Ανατολή. Καθύβριζε όλους τους κατηγορούμενους ότι είχαν ταπεινά ελατήρια.
Γι’ αυτούς τους πατριώτες, που είχαν αψηφήσει τον κίνδυνο του θανάτου, τα σωματικά βασανιστήρια, το μαρτύριο της φυλακής, θεωρούσε ότι δεν είχαν άλλο κίνητρο παρά μόνο τις αγγλικές λίρες. Μεγαλύτερη σκαιότητα επεδείκνυε στους Έλληνες αξιωματικούς. Στο ιταλικό Στρατοδικείο, οι Έλληνες κατηγορούμενοι δεν είχαν δικαίωμα να προσλάβουν Έλληνα συνήγορο. Μόνο Ιταλοί δικηγόροι [και Λεβαντίνοι] μπορούσαν να αναλάβουν την υπεράσπισή τους.
Και κατέφθασαν κοράκια δικηγόροι από την Ιταλία, γιατί μυρίστηκαν ότι μπορούσαν να κάνουν χρυσές δουλειές από πλούσιους κατηγορούμενους. Όσοι δεν είχαν δυνατότητα να προσλάβουν, διόριζε έναν ο «βαμπένε», ο οποίος περιοριζόταν μόνο να ζητήσει την επιείκεια της έδρας. Μάρτυρες ήταν οι καραμπινιέροι που τους συνέλαβαν, οι πράκτορες της Τση-Έσσε και οι αξιωματικοί που είχαν διεξάγει την ανάκριση και τους είχαν βασανίσει. Υπήρχε όμως διερμηνέας, ειδικά για τις απολογίες. Το δικαστήριο αποσυρόταν, η φρουρά παρουσίαζε όπλα και, όταν επέστρεφε, το ακροατήριο σηκωνόταν όρθιο και ο μεγαλοπρεπής Μαγκάλντι διάβαζε με στόμφο την απόφαση. Πάνω από την έδρα ήταν γραμμένο με μεγάλα λατινικά γράμματα:
«LEX UNO ORE OMNES ALLOQUITUR»,
δηλαδή «Ο ΝΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ».
27/10/2019
Αποστρέφουμε το βλέμμα από τον αιματοβαμμένο «Βαμπένε» και σταχυολογούμε 3-4 πρόσωπα από τους εκτελεσθέντες.
Τρία πρόσωπα
Σεφεριαν Μικιρδήτης, τσαγκάρης,
16 Ιουνίου 1943
Αρμένης κομμουνιστής. Πριν την εκτέλεσή του μαζί με άλλους 9 πατριώτες, του ασκήθηκε απρεπής πίεση από τον Αρχιμανδρίτη Δ.Α. να πεθάνει ως Χριστιανός και όχι ως κομμουνιστής. Εκείνος αρνήθηκε και τη στιγμή της εκτελέσεως φώναξε «ζήτω το ΕΑΜ». Ο Αρχιμανδρίτης αναφέρει: «εις τους εννέα, επειδή απέθανον με χριστιανικά τα τέλη της ζωής των, τους αξίωσεν ο Θεός να ατενίσουν τον ουρανό. Ως τέκνα του ουρανού έπεσαν υπτίως. Τον κομμουνιστήν επειδή απέθανε ως άπιστος, δεν τον αξίωσεν ο Θεός της τιμής αυτής, αλλά του είπε: συ είσαι τέκνον της γης, όχι του ουρανού, δεν έχεις το δικαίωμα να ατενίσης τον ουρανόν, δια τούτο πέσε πρηνής».
Κωνσταντίνος Μπούρας, Δικηγόρος,
19 Ιουνίου 1943
Κατά την περιγραφή του Ιερέα που εξομολόγησε τους προς εκτέλεση πατριώτες, ο Κωνσταντίνος Μπούρας ξυλοκοπήθηκε αλύπητα από Γερμανό Λοχία πριν την εκτέλεσή του, διότι τραγουδούσε το «στη στεριά δε ζει το ψάρι».
Κωνσταντίνος Περρίκος, αξιωματικός,
4 Φεβρουαρίου 1943
Ο Γερμανός επιθεωρητής των Στρατοδικείων, ο Λάγκε, που παρέστη στην εκτέλεση του Κώστα Περρίκου της ΠΕΑΝ στην Καισαριανή είπε: «Εrstard den Heldentot» [Πέθανε σαν αληθινός ήρωας] και έδωσε στον συνομιλητή του, τον γερμανομαθή δικηγόρο του Περρίκου, να διαβάσει το πρακτικό της θανατικής εκτέλεσής του, όπου καταγράφονται οι τελευταίες του λέξεις «Ich sterbe als griechishcer offzier der Fliefre. Zito | Elas» [Πεθαίνω σαν αξιωματικός της Αεροπορίας. Ζήτω η Ελλάς].
Δεν έχουμε ανάγκη από αφηγήματα, αλλά από Ιστορία.
* Συνολικά, στο Σκοπευτήριο εκτελέστηκαν 600 πατριώτες: 13 το 1942, 147 το 1943 και 440 το 1944