Παρέα
1. Περνούσα απέναντι κάθε βράδυ. Της πήγαινα φαί, χαρτιά, χλωρίνες… Της πήγαινα κεριά – δεν είχε ρεύμα. Της πήγαινα και ξύλα τον χειμώνα. Ο χειμώνας κρατούσε πολύ. Γυρνούσα με άδεια χέρια μια ώρα μετά. Αλλά με γεμάτο το μέσα μου. Εμένα στο σπίτι με περιμένανε 8 άνθρωποι… Εκείνη δεν την θυμόταν κανείς. Τα παιδιά της την ξέχασαν. Ο άντρας της την χώρισε προ ετών. Το σκυλί της πέθανε. Οι φίλες της όλες παντρεμένες με οικογένειες που δεν χωράνε παρείσακτοι. Ένας γιατρός από αυτούς που λέμε οικογενειακούς ερχότανε δύο φορές τον μήνα. Φρόντιζα να είμαι εκεί. Κι εκείνη χαιρόταν.
– Να μη λέει κι ο γιατρός πως δεν έχω κανέναν, είπε μια φορά.
– Να του λέτε πως έχουμε συγγένεια, αν θέλετε, της απάντησα
– Μα, έχουμε συγγένεια, είπε και γέλασε…
Δεν πήγαινε ο νους μου.
Ένα βράδυ την βρήκα κοκαλωμένη. Έκλαψα. Δεν είπα τίποτα στο σπίτι όταν γύρισα. Είχα φωνάξει όμως να την μεταφέρουν και στην κηδεία της δύο μέρες μετά ήμουν η μόνη που ήτανε εκεί. Είχε στην άκρη κάτι λεφτά και θάφτηκε. Όποιον κι αν ειδοποίησα, απάντηση δεν ήρθε.
Τα πράγματά της φωτογραφίες, κάτι κειμήλια και βιβλία τα μάζεψα στο αποθηκάκι κάτω από το σπίτι μου. Το σπίτι της ξανανοικιάστηκε. Μάλλον σε ένα φοιτητή που το έκανε κέντρο διερχομένων νεαρών κοριτσιών. Κάθε βράδυ κι άλλη. Καλά έκανε το παιδί. Γλέντι θέλει η νύχτα, γλέντι μέχρι να πέσει για πάντα και να μην ξαναξημερώσει πια. Αυτά τα λέω και τώρα κοιτώντας από εδώ εκείνο το μακρινό χτες.
2.Που πήγανε τόσοι δικοί μου; Σύντροφο δεν έχω από καιρό… Με άφησε μόλις μεγαλώσανε τα παιδιά και έμαθα πως ζει με έναν ναύτη στην Αμβέρσα. Την μητέρα μου, που έμενε μαζί μας, την αποχαιρέτησα πριν 8 χρόνια.
Είχε πια άνοια, βγήκε ένα βράδυ να πάει λέει απέναντι να ψωνίσει αρώματα, είπε και μου έπεσε από τις σκάλες. Οι κόρες μου μια – μια φέρθηκαν σαν γιοι. Η πρώτη παντρεύτηκε στα 18 έναν καπετάνιο και ζει κάπου στα πέλαγα. Πάει αυτή. Η δεύτερη, χάθηκε στην Ανατολή, σε μια περιοχή που φημίζεται για την ομορφιά της. Η βουδιστική θρησκεία, την θεωρεί ως την ιερότερη γη του Θιβέτ – έμαθα έμεινε ανύπαντρη, έγινε ιέρεια σε ένα ναό κι άλλαξε όνομα.
Κλεισμένη ζει κι η τρίτη στο πιο νότιο νομίζω νησί της γης. Δεν υπάρχει αεροδρόμιο εκεί και για να φτάσει κανείς από την ηπειρωτική χώρα, χρειάζεται να ξεκινήσει με πλοίο από τη Νέα Ζηλανδία, σε ένα ταξίδι που μπορεί να διαρκέσει έως και δέκα ημέρες. Ευτυχώς παντρεύτηκε έναν απόγονο από τους ναύτες της Ανταρσίας του Μπάουντυ, έκανε 8 παιδιά και μαθαίνω ασχολείται με την κτηνοτροφία. Τα δίδυμα τα έχασα φαντάρους σε ένα αεροπορικό δυστύχημα στον Αρκτικό Ωκεανό, μόλις 800 χιλιόμετρα κάτω από τον Βόρειο
Πόλο, πάει πολύς καιρός.
Δεν είχα λόγο να αφήσω αυτό το σπίτι.
Από το παράθυρό μου βλέπω τώρα σαράντα χρόνια μετά, το παράθυρό της. Με θυμάμαι να περνάω απέναντι μέσα στην νύχτα να της πάω φαί, χαρτιά, χλωρίνες, κεριά και ξύλα.
Την είχα γνωρίσει όταν αρρώστησε κι εγώ ήμουν τότε λίγο πριν τα σαράντα. Είχε κι εκείνη μια οικογένεια που διαλύθηκε. Την φρόντισα μέχρι να φύγει. Και μόνο τώρα που ούτε να περπατήσω μπορώ, ούτε κι έχω κανέναν να με κοιτάξει, μετά από μια τόσο γεμάτη ζωή, σκέφτομαι ξανά και ξανά που μου είπε ένα βράδυ και γέλασε: “Μα έχουμε συγγένεια!”
Πάω με το καροτσάκι μου στο παράθυρο.
Κοιτάζω έξω.
Και με βλέπω.
Να περνάω απέναντι, σαράντα χρόνια πριν.
Αυτό μου κάνει παρέα.
Εγώ, δηλαδή.
Τότε.