«Οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών», «Σκιάς όναρ άνθρωπος», «Ιώ γενεαί βροτών, / ως υμάς ίσα και το μη/δέν ζώσας εναριθμώ. / …βροτών ουδέν μακαρίζω», «Ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο», «Η ύπαρξή μας είναι ένα λάθος»
(…) Ο Όμηρος για τη ζωή
Τον χορό του προβληματισμού για τη φύση του ανθρώπου και το νόημα της ανθρώπινης ζωής άνοιξε ο Όμηρος στην Ιλιάδα. Περιγράφοντας με ποιητικό τρόπο τον δεκαετή πόλεμο Αχαιών και Τρώων και παρακολουθώντας την απώλεια ανθρώπινων ψυχών προβαίνει σε μια αποτίμηση της ζωής μέσα από τα λόγια των πολεμιστών.
«Οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών, / φύλλα τα με τ’ άνεμος χαμάδις χέει, άλλα δε θ’ ύλη / τηλεθόωσα φύει, έαρος δ’ επιγίγνεται ώρη∙ / ως ανδρών γενεή η μεν φύει η δ’ απολήγει» (Ζ, 146-149) (Η γενεά των φύλλων είναι η ίδια ακριβώς όπως αυτή των ανθρώπων. Τα φύλλα άλλα ο άνεμος σκορπίζει χάμω και άλλα φυτρώνουν… έτσι και η γενεά των ανθρώπων άλλη μεν γίνεται, άλλη δε αφανίζεται).
Τα λόγια αυτά του Γλαύκου προς τον Ιδομενέα αποτυπώνει με ενάργεια την πραγματικότητα που προκύπτει από τη λειτουργία του σύμπαντος. Η συνειδητοποίηση της «προσωρινότητας» του ανθρώπου και της ματαιότητας της ύπαρξής μας οδήγησε τους δύο ήρωες σε μία «εκεχειρία».
Ο άνθρωπος ίσκιος ονείρου
Ανάλογες είναι και οι εκτιμήσεις του Μίμνερμου για την αστάθεια της ανθρώπινης ζωής: «ημείς δ’, οίά τε φύλλα φύει πολυάνθεμος ώρη / έαρος, ότ’ αίψ’ αυγήις αύξεται πελίου / …ουδέ τις εστίν ανθρώπων ως Ζευς μη κακά πολλά διδοί…» (Όμοιοι κι εμείς με όσα γεννά φύλλα η πολυανθισμένη άνοιξη… δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην του δίνει ο Ζευς πολλά δεινά).
Στο ίδιο κλίμα κινείται και η αξιολόγηση της ανθρώπινης ζωής από τον Πίνδαρο που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ως ίσκιο ονείρου «επάμεροι∙ τι δέ τις; τι δ’ ού τις; σκιάς όναρ / άνθρωπος…» (εφήμεροι∙ τι είναι κανείς και τι δεν είναι; Ίσκιος ονείρου είναι ο άνθρωπος). Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Είναι μία βιωμένη διαπίστωση για την παροδικότητα της ζωής μας που φαίνεται να μην έχει υλική υπόσταση.
Η πλάνη του Οιδίποδα
Ο Σοφοκλής στην τραγωδία του «Οιδίπους Τύραννος», στην τραγωδία της «αυτογνωσίας» και της «πλάνης» προβαίνει σε μία απαισιόδοξη και αρνητική εκτίμηση για την ανθρώπινη ζωή. Λαμβάνοντας ως αφορμή τη μοίρα του Οιδίποδα καταλήγει σε μηδενιστικές απόψεις για τον άνθρωπο:
«Ιώ γενεαί βροτών, / ως υμάς ίσα και το μη/δεν ζώσας εναριθμώ./ …βροτών ουδέν μακαρίζω» (Αχ, γενιές των ανθρώπων, τη ζωή σας ίση με το μηδέν λογαριάζω… Τίποτα από τα ανθρώπινα δεν μακαρίζω). Ο Οιδίποδας – το αιώνιο σύμβολο της πλάνης και του αγώνα για αυτογνωσία – διανύει μία διαδρομή από την απόλυτη δόξα και ευτυχία στη συντριβή και στη δυστυχία (αυτοτύφλωση). Το δίδαγμα σαφές: Η ανθρώπινη μηδαμινότητα, το εύθραυστον της ανθρώπινης μοίρας και το εφήμερο της δύναμης και της ευτυχίας του ανθρώπου.
Για το Σοφοκλή άνθρωπος – όπως ο ήρωάς του, ο Οιδίποδας – είναι καταδικασμένος να ζει στην άγνοια που εναγωνίως αναζητά τις απαντήσεις για το παράλογο στοιχείο του κόσμου και το «άδηλον» των θεϊκών σκέψεων. Το τέλος προσχεδιασμένο και φρικτό.
Ο άνθρωπος ένα δεμάτι χόρτο
Συνεχίζοντας ή και συμπληρώνοντας την «ανθρωπολογία» των αρχαίων Ελλήνων ποιητών ο Σεφέρης θα προσθέσει κι αυτός την άποψή του για τη βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης φύσης: «Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το/χόρτο./ άπληστος σαν το χόρτο…/ Ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο».
Οι στίχοι αυτοί συνθέτουν μία «απαισιόδοξη ηθική ανθρωπολογία». Γνωρίζοντας – ως διπλωμάτης – ο Σεφέρης τον άνθρωπο σε όλες τις εκδοχές του επισημαίνει το ευμετάβολο του χαρακτήρα του ανάλογα με τις περιστάσεις και τα συμφέροντά του. Εκφράζει μία υπόρρητη απογοήτευση για την αστάθεια του ανθρώπου και ίσως – ίσως τη μελαγχολία του για την ίδια την ανθρώπινη φύση.
Η έννοια του «μαλακός» δεν παραπέμπει υποχρεωτικά στην ιδιότητα του «ευπροσάρμοστου», αλλά περισσότερο στον τυχοδιωκτισμό και τον καιροσκοπισμό του ανθρώπου. Η επίδραση του σεφερικού λόγου από τα εκκλησιαστικά κείμενα είναι πασιφανής, αφού κι αυτά συγκλίνουν στην ίδια απαισιόδοξη κρίση για τον άνθρωπο.
«Πάσα σαρξ χόρτος, και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου∙ εξηράνθη ο χόρτος, και το άνθος εξέπεσε» (Ησαΐα, Μ΄ 6-8).
Ο Σοπενχάουερ για τη ματαιότητα της ζωής
Από τον κατάλογο όλων εκείνων που αξιολογούν με αρνητικό τρόπο τη ζωή και τον άνθρωπο δεν θα μπορούσε να απουσιάσει ο εκφραστής του πεσιμισμού, ο Σοπενχάουερ. Έστω και μέσα από κάποιες μορφές υπερβολικής απαισιοδοξίας της ανθρώπινης ζωής ανέδειξε τη ματαιότητά της αλλά και την φυσικότητα και αναγκαιότητα του κακού και της δυστυχίας στη νοηματοδότηση της ζωής μας.
«Αυτό είναι το σαφές μήνυμα της φύσης πως ο αγώνας της βούλησης για ζωή ουσιαστικά είναι μάταιος» («Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση»
Η αποδοχή της ματαιότητας της ζωής μας οδηγεί σε μία δημιουργική ενασχόληση «περί του βίου» και σε μία διαφορετική στάση απέναντι στο μυστήριο και στο παράλογο της ύπαρξής μας «η παρουσία μας σε αυτόν τον κόσμο είναι η τιμωρία για την ύπαρξή μας».
Με βάση την παραπάνω θέση ο φιλόσοφος προτείνει έναν τρόπο αξιολόγησης του κόσμου και νοηματοδότησης της ζωής μας «συνηθίστε να αντιμετωπίζετε τον κόσμο ως έναν τόπο εξιλέωσης, ένα είδος αποικίας καταδικασμένων».
Επιμύθιο
Η περιπλάνηση στο σύμπαν της σκέψης των Ποιητών, των Ιστορικών και των Φιλοσόφων όσο και η βιωμένη πραγματικότητα στο «βασίλειο του κορωνοϊού» δεν στοχεύει τόσο στην αύξηση της μελαγχολίας μας – ως πεπερασμένων όντων σε έναν κόσμο μάταιο – όσο σε μια επανοηματοδότηση της ζωής μας και των αυτονόητων.
Τη ζωή των ανθρώπων τη συνέχει μία μυστηριακή αντιφατικότητα – όσο κι αν αυτό μας τρομάζει – που εύστοχα απέδωσε ο Σοπενχάουερ: «Ωστόσο, πόσο διαφέρουν το ξεκίνημα και το τέλος της ζωής μας! Η ζωή μας ξεκινά μέσα στο πάθος της σαρκικής επιθυμίας και το παραλήρημα της ηδονής, για να καταλήξει στην αποσύνθεση όλων των μελών μας και την αποφορά που αναδίνουν τα πτώματα».
Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει για τον τρόπο με τον οποίον πρέπει να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα που μας εξουσιάζει – όχι μόνο υποχρεωτικά λόγω Covid-19. Είμαστε οι κομπάρσοι ενός σεναρίου που άλλοι έγραψαν (συμπαντικοί νόμοι…) ή οι πρωταγωνιστές; Η ύπαρξή μας είναι ένα «λάθος» ή ένα δώρο της φύσης για δημιουργία;
«Η ύπαρξή μας δεν είναι μία μορφή τελειότητας, αλλά περιορισμός∙ έτσι, αν ελευθερωθούμε από αυτήν δεν ζημιωνόμαστε, αλλά μάλλον επωφελούμαστε» (Σοπενχάουερ).
Δίδαγμα: Η ζωή του ανθρώπου δεν θα ήταν ανθρώπινη και υποφερτή χωρίς το θάνατο.
Πηγή: Ηλίας Γιαννακόπουλος