Το Βουλεβάρτο της Αθήνας, ετών 185
Ομόνοια- Μοναστηράκι, ένα χιλιόμετρο κορμί: ιδού η έμψυχη οδός Αθηνάς που τη λυμαίνεται το παράδοξο, το περιζήτητο, το αξιαγάπητο και το αποκρουστικό. Ένας οργανισμός όλο ζωή με κεφάλι αριστοκρατικό και πόδια σκονισμένα μέσα στην τύρβη μιας ολόκληρης πόλης που περιστρέφεται βουίζοντας γύρω από τον εαυτό της. Ένα κανονικό πεδίο μάχης καταγεγραμμένο για πάντα στην ιστορία του πιο παγωμένου Δεκέμβρη. Κι ένα τραγούδι, ένα σιωπηλό, αυτό που σιγοσφυρίζει στο κεφάλι καθενός και καθεμιάς που προχωρά ανάμεσα από κόρνες, κοντάρια από σκούπες, αιθέριες υπάρξεις, μυρωδιά αίματος και καφέ.
Τα εμβλήματά της, τα σήματα κατατεθέν της: η πλατεία Κοτζιά με το δημαρχιακό μέγαρο και τα πολλά ονόματα, η Βαρβάκειος, τα ξενοδοχεία και οι τράπεζες που στεγάζονται σε ορισμένα από τα παλαιότερα κτίρια της πόλης, οι δυο σταθμοί του ηλεκτρικού, το παλαιότατο τυροβουτυράδικο Καρατζάς, οι γραμμές των λεωφορείων της.
Ο Βασίλης είναι ένας νέος πωλητής του περιοδικού δρόμου Σχεδία και συχνά επιλέγει το πόστο της οδού Αθηνάς, στην έξοδο του ηλεκτρικού, γιατί είναι καλό πέρασμα.
Ο Νίκος είναι ιδιοκτήτης του εμβληματικού καφεκοπτείου ΜΟΚΚΑ και περνάει πολλές ώρες στην Αθηνάς, καθώς η επιχείρησή του είναι ακριβώς δίπλα στην κρεαταγορά της Βαρβακείου. Με κερνά αρωματικό καφέ φίλτρου και, παράλληλα, χαιρετά πολύ κόσμο και υποδέχεται πελάτες και φίλους.
Η Ειρήνη ξεκίνησε να εργάζεται πρόσφατα στις εκδόσεις Γαβιηλίδης, μια ανάσα από την οδό Αθηνάς. Μένει στο Θησείο και λατρεύει το κέντρο. Λίγο πριν την φωτογραφίσω, την πετυχαίνω να μιλά με έναν κύριο με καπέλο που ήρθε πρωί πρωί για να αγοράσει ποίηση.
ΟΔΟΣ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
ΚΑΙ ΤΕΡΑΤΩΝ
Η Αθηνάς ήταν επί της ουσίας χωρισμένη σε δύο τμήματα διαφορετικού χαρακτήρα: το πιο λαϊκό της κομμάτι εκτεινόταν από το Μοναστηράκι έως την Αγορά, ενώ το αστικό της ήταν προς την Ομόνοια. Είναι ένας από τους πρώτους δρόμους στην Αθήνα που ηλεκτροφωτίστηκαν με λαμπτήρες το 1904, ενώ ασφαλτοστρώθηκε το 1906, επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη.
Ώσπου να έρθουν οι πρόσφυγες στην Αθήνας, τα βασικά εμπορεύματα του κέντρου της ήταν τρόφιμα και οπωροκηπευτικά. Η έλευσή τους όμως προσέδωσε νέο χαρακτήρα στην οδό, η οποία πλέον έμοιαζε με εμποροπανήγυρη, με χιλιάδες μικροεμπορεύματα, πλανόδιους, καροτσάκια, λοταρτζήδες με τις λοταρίες τους και αυθόρμητα δρώμενα καλλιτεχνικής και όχι μόνο φύσης. Εμφανίζονταν συχνά «θεραπευτές», που πουλούσαν με τη βοήθεια «κραχτών», μαντζούνια και σκευάσματα κάθε λογής, υπαίθριοι οδοντίατροι, αλλά επίσης αθλητές και χειροδύναμοι οι οποίοι επεδείκνυαν τους μυς τους και την δύναμή τους.
Όμως, εκτός από τα θαύματα, θέση στην οδό είχαν και τα «τέρατα»: άνθρωποι που εκμεταλλεύονταν ανθρώπους με αναπηρίες ή με παράδοξη σωματική διάπλαση. Δίπλα στο υπόγειο καφέ-σαντάν του Μπαγκείου βρισκόταν ένα μέρος που οι αβανταδόροι αποκαλούσαν «υπόγειο των θαυμάτων» και καλούσαν τους περαστικούς να μπουν και να δουν κομμένα κεφάλια που μιλούσαν, ζώα με πέντε πόδια και ποιος ξέρει τι άλλο.
Την δεκαετία του ’50, ξεκινά μια εποχή παρακμής για την Αθηνάς, με τα αριστοκρατικά κτίρια να μετατρέπονται σε φτηνά ξενοδοχεία, τα καφενεία να δίνουν τη θέση τους σε άσχημες πολυκατοικίες και τα στενάκια να αποκτούν κακή φήμη, εξαιτίας των πορνείων και των «ροζ» σινεμά.
Οι έμποροι δεν δραστηριοποιούνται με την ίδια ζέση εκεί, πια, όμως ο δρόμος ποτέ δεν χάνει τον εμπορικό του χαρακτήρα. Η Βαρβάκειος και η λαχαναγορά συνεχίζουν την λειτουργία τους εδώ και 150 χρόνια, παρά το γεγονός ότι τα πιο όμορφα, ιστορικά κτίρια της οδού μοιάζουν-και πολλά είναι- πράγματι-εγκαταλελειμμένα και αφημένα στο έλεος του χρόνου και των επενδυτικών ορέξεων ντόπιων και ξένων.
Στην πλατεία Βαρβακείου κατασκευάστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα τα πρώτα δημοτικά ουρητήρια και αποχωρητήρια, ενώ είχαν την αφετηρία τους ιππήλατα λεωφορεία που έκαναν νυχτερινά δρομολόγια προς Θήβα, Μέγαρα και άλλες περιοχές.
Το όνομά της η Αγορά το οφείλει στο κατεδαφισμένο, πλέον, Βαρβάκειο Λύκειο με το οποίο γειτνίαζε. Επί δικτατορίας, κινδύνευε και αυτή να κατεδαφιστεί, καθώς κατατέθηκε πρόταση ανέγερσης ενός πολυώροφου κτιρίου στην θέση της.
Η πλατεία Κοτζιά ονομάστηκε κατά καιρούς «Κήπος του Λαού» (έπιαναν τον Μάη!) «Αδριανού» (λόγω της εγγύτητάς της με την Βιβλιοθήκη του Αδριανού), «στις Καρότσες» ή «Των Αμαξών» (Ερμού και Αθηνάς στάθμευαν οι άμαξες στα τέλη του 190υ αι), «της Παλαιάς Στρατώνας».
Απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο στην οδό Αθηνάς, υπήρχε στις αρχές του 20ου αιώνα ένα εστιατόριο που ήταν στέκι ηθοποιών και οι ίδιοι το είχαν ονομάσει «Εστιατόριο των ναυαγών του βίου».
Η πλατεία Θεάτρου, επί της οδού Μενάνδρου, οφείλει το όνομά της στο Θέατρο Μπούκουρα που χτίστηκε το 1839. Ήταν το πρώτο λιθόκτιστο χειμερινό θέατρο της Αθήνας και για πολλά χρόνια το μοναδικό. Κατεδαφίστηκε το 1899.
Απέναντι από το θέατρο Μπούκουρα λειτουργούσε το καφενείο «Café des Artistes», που ήταν το πρώτο αθηναϊκό καφενείο που έφερε ξενόγλωσση επιγραφή.
ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΚΑΙ ΔΥΟ ΣΤΑΣΕΙΣ
Ξεκινώντας από την άλλοτε αριστοκρατική και κοσμική Ομόνοια έχω στο δεξί μου χέρι το Ξενοδοχείο Μ. Αλέξανδρος (1889), του Τσίλερ, ένα από τα πρώτα εμβληματικά αθηναϊκά ξενοδοχεία. Στο αριστερό μου χέρι, δεσπόζει το αδερφάκι του, το Μπάγκειον, πάλι σε σχέδιο Τσίλερ, που ονομάστηκε έτσι χάρη στην δωρεά για την κατασκευή του Ιωάννη Μπάγκα. Πριν χτιστεί το 1894, διέμενε εκεί η οικογένεια του Χαριλάου Τρικούπη.
Λίγο πιο κάτω, Αθηνάς 56, βλέπω το νεοκλασικό Κτίριο Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων (1920) κι αμέσως μετά ξανοίγεται στα μάτια μου η αγαπημένη μου πλατεία της πόλης, η Κοτζιά και η Βαρβάκειος. Ανάμεσα, όμως, πλατεία και Αγορά, κάνω μια νοητή στάση στον χρόνο για να θυμηθώ το Δημοτικό Θέατρο των Αθηνών που κατεδάφισε το 1939 ο επί μεταξικής δικτατορίας δήμαρχος Κώστας Κοτζιάς, δίνοντας έτσι-τι παράδοξο- και το όνομα της πλατείας!
Ευτυχώς, πριν κατεδαφιστεί είχε προλάβει να το δει ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και είχε γράψει γι’ αυτό στο βιβλίο του «Οδοιπορικό στην Ελλάδα»: «Το πιο όμορφο θέαμα είναι να βλέπεις στα θεωρεία τους θεατές ντυμένους με τις ελληνικές τους στολές. Βγαίνοντας μετά την παράσταση, βρεθήκαμε κάτω από μιαν ανατολίτικη τόσο λαμπρή αστροφεγγιά, λες και μια παντοδύναμη νεράιδα σε είχε αρπάξει μαζί μ’ ένα λαϊκό, βιεννέζικο θέατρο και σ’ έφεραν τα μάγια της εδώ στην ερημιά. {…} Κι όλο το κλασικό μεγαλείο της Ελλάδας ένιωθα να απορρέει από αυτές ακριβώς τις αντιθέσεις.»
Το θέατρο εγκαινιάστηκε (αν και ημιτελές) τον Οκτώβριο του 1888 από τον βασιλιά Γεώργιο Α’, 25 χρόνια τότε ήδη βασιλιάς. Η αυλαία στο «καλλίτερον θέατρον της Ευρώπης» , σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, άνοιξε με το μελόδραμα «Minion» από τον γαλλικό θίασο «Lasalle – Charlet». Στην παράσταση «Αντιγόνη» που παραβρέθηκε πάλι ο βασιλιάς, τα κείμενα των ηθοποιών ήταν στα αρχαία ελληνικά. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα, οι περισσότερες θεατές να αποκοιμηθούν στα καθίσματά τους, επειδή δεν καταλάβαιναν λέξη!
Ωραία χρόνια, γεμάτα θροϊσματα φουστανιών και σκονισμένων κουρτίνων…
Στο μεταξύ, όμως, μην ξεχάσω το Δημαρχείο (1873) που δημιουργήθηκε από μελέτη και σχέδια του Παναγιώτη Κάλκου, επηρεασμένο από την αρχιτεκτονική των ανακτόρων και, φυσικά, το πανέμορφο Ξενοδοχείο «Ολυμπιάς» (1939), πολύ μοντέρνο για την εποχή του. Κι αμέσως μετά, εκεί, στην Φρουταγορά, βρίσκεται το σημείο όπου κάποτε περήφανο ορθωνόταν το Βαρβάκειο Λύκειο (1857), ακριβώς απέναντι από την Αγορά και με πολυτάραχη ιστορία.
Το 1915, το επέταξε ο στρατός και ύστερα η Χωροφυλακή, ενώ το 1944 μια πυρκαγιά οδηγεί στην σταδιακή καταστροφή του-το 1955, κατεδαφίζεται οριστικώς.Μετά την Βαρβάκειο, το μάτι συναντά ένα σωρό υπέροχα κτίρια, οικοδομημένα τα περισσότερα στις αρχές του 20ου αιώνα, όπως ας πούμε στα νούμερα 51 (οικία Κατσανδρή), 40( ξενοδοχείο «Βενετία»), 32, 20, 16, 10 και 8. Στο νούμερο 28 της οδού, βλέπω τον Ναό της Αγίας Κυριακής που ανεγέρθηκε επί Τουρκοκρατίας. Στο νούμερο 4, υπάρχει ένα κτήριο που χρονολογείται από το 1850! Χτίστηκε ως κατοικία στον όροφο και κατάστημα στο ισόγειό του και αποτελεί ένα από τα πρωιμότερα δείγματα αρχιτεκτονικής της οδού Αθηνάς.
Κάπως έτσι, φτάνω Μοναστηράκι, που τώρα αυτό είναι το κοσμικό έναντι της κάπως πεσμένης Ομόνοιας, και κάνω μια στάση για τσιγάρο στο πεζούλι της Μονής Παντάνασσας. Πόση έμπνευση αυτή η πόλη, πόση κούραση, βρώμα και κάθαρση μαζί.
Η ΑΘΗΝΑΣ
ΕΙΝΑΙ
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ
Τα τελευταία χρόνια και ιδίως μετά το άνοιγμα του Μετρό στο Μοναστηράκι το 2003, η οδός Αθηνάς ξαναβρίσκει κάτι από τον παλιό, καλό εαυτό της, ενώ έχει μετατραπεί σε urban παράδεισος για γευσιγνώστες, χίπστερς και instagramers.
Διάφορα airbnb experiences (ξεναγήσεις μέσω της πλατφόρμας) λαμβάνουν χώρα στην οδό Αθηνάς και τους γύρω δρόμους και η συνύπαρξη των παλιών μαγαζιών με τα καινούργια, αλλά και η μεταμόρφωση από το πρωί στη νύχτα είναι συναρπαστική. Εκεί που το πρωί μυρίζεις τάρτες από γαλλικούς φούρνους και αγοράζεις ζωοτροφές, χειροποίητα ψάθινα καλάθια και είδη καθαριότητας για το σπίτι, το βράδυ πίνεις ποτό σε εξωτικό σκηνικό και βγάζεις φωτογραφίες δίπλα στα graffiti.
Ισχύει για κάθε δρόμο και για κάθε πόλη: οι άνθρωποι, οι τότε και οι τώρα, διαμορφώνουν τις καταστάσεις και τα σκηνικά. Στην οδό Αθηνάς, εργάζονται πλέον πολλοί μετανάστες (Αλβανοί, Ρουμάνοι, Πολωνοί, Αρμένιοι, Αιγύπτιοι), αλλά και οι νεοαφιχθέντες στην χώρα πρόσφυγες από την Συρία. Οι μαγαζάτορες του κέντρου επιλέγουν την Βαρβάκειο για τις προμήθειες των εστιατορίων τους και οι νέοι των προαστίων, που κατεβαίνουν για καφέ Μοναστηράκι, δεν παραλείπουν μία βόλτα στην κεντρική αυτή αρτηρία της πόλης.
Οι έμποροι της Αγοράς φλερτάρουν τα ωραία κορίτσια και προσπαθούν να πουλήσουν όσο πιο πολύ μπορούν, αν και σχεδόν όλοι ομολογούν πως η κρίση επηρέασε σοβαρά την δουλειά τους. Ο ταβερνιάρης του κλασικού, «μυστικού» Δίπορτου, που ξεκίνησε από βοηθός στο μαγαζί, ετοιμάζει από το πρωί τα ρεβύθια και τα υπόλοιπα πιάτα.
Οι τωρινοί ιδιοκτήτες του Οινομαγειρείου Ήπειρος κάνουν επίσης τις δουλειές τους από νωρίς το πρωί, για να υποδεχθούν τους συνήθεις πεινασμένους ύποπτους, αλλά κάθε τόσο, και νεοφερμένους εξερευνητές της αστικής μέθης που παραβλέπει τα όποια αισθητικά εμπόδια, τις οσμές και την βαβούρα, για να βουτήξει ατόφια στο μεδούλι των πραγμάτων, στην αλήθεια τους.
Ο ρεμπέτης Ανέστος Δελιάς, ένας εκ «Ξακουστής Τετράδας του Πειραιώς» (με Μπάτη, Βαμβακάρη, Παγιουμτζή) βρέθηκε το καλοκαίρι του 1944 νεκρός από την ηρωίνη στο πεζοδρόμιο της Βαρβακείου, σε ηλικία 32 ετών, με το μπουζούκι στα χέρια.
Στην αρχή της οδού, στο τμήμα του Μοναστηρακίου διατηρούσε παλαιοπωλείο στα τέλη του 19ου αιώνα οι Σμυρνιοί έμποροι της οικογένειας Γιουσουρούμ. Το όνομά του κατέληξε να γίνει συνώνυμο της περιοχής, αλλά και της έννοιας «παζάρι, αγορά»
«Οι Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» του Χατζιδάκι κυκλοφόρησε το 1983 και ο Μόραλης φιλοτέχνησε το εξώφυλλό του. “Η οδός Αθηνάς είναι η καρδιά της Αθήνας. Και η Αθήνα είναι η καρδιά του έθνους. Γι’ αυτό και ό, τι υμνεί την Αθηνάς είναι εθνικό κι ελληνικό μαζί», έγραψε μεταξύ άλλων ο συνθέτης στο εξώφυλλο.
Ένας από τους χασαπέμπορους της αγοράς, με καταγωγή από την Αλβανία, πολύ εξυπηρετικός και με ενδιαφέρον για το ρεπορτάζ. Δεν συγκράτησα το όνομά του κι όταν πήγα να τον ξαναρωτήσω είχε ξεκινήσει φουριόζος να τυλίγει κρέατα και να δίνει οδηγίες στον υπάλληλό του. “Είναι το σπίτι μας εδώ”,
μου λέει.
Δύο μικρά προσφυγόπουλα από την Συρία κυνηγούν περιστέρια και παίζουν ξέγνοιαστα στην πλατεία Κοτζιά. Οι μαμάδες τους μου έδωσαν άδεια για την φωτογράφιση ενώ κουνούν τα καρότσια με τα μωρά αδέλφια τους.
Η κοκέτα Βουρτουί είναι Αρμένισσα και πολύ ντροπαλή. Εργάζεται εδώ και σχεδόν τρία χρόνια στο αρμένικο αλλαντοπωλείο της Βαρβακείου σε ένα από τα σημεία όπου κυρίως άντρες δουλεύουν και αποτελεί μια δροσερή νότα θηλυκότητας.
Ο ρεμπέτης Ανέστος Δελιάς, ένας εκ «Ξακουστής Τετράδας του Πειραιώς» (με Μπάτη, Βαμβακάρη, Παγιουμτζή) βρέθηκε το καλοκαίρι του 1944 νεκρός από την ηρωίνη στο πεζοδρόμιο της Βαρβακείου, σε ηλικία 32 ετών, με το μπουζούκι στα χέρια.
Στην αρχή της οδού, στο τμήμα του Μοναστηρακίου διατηρούσε παλαιοπωλείο στα τέλη του 19ου αιώνα οι Σμυρνιοί έμποροι της οικογένειας Γιουσουρούμ. Το όνομά του κατέληξε να γίνει συνώνυμο της περιοχής, αλλά και της έννοιας «παζάρι, αγορά»
«Οι Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» του Χατζιδάκι κυκλοφόρησε το 1983 και ο Μόραλης φιλοτέχνησε το εξώφυλλό του. “Η οδός Αθηνάς είναι η καρδιά της Αθήνας. Και η Αθήνα είναι η καρδιά του έθνους. Γι’ αυτό και ό, τι υμνεί την Αθηνάς είναι εθνικό κι ελληνικό μαζί», έγραψε μεταξύ άλλων ο συνθέτης στο εξώφυλλο.
ΠΗΓΕΣ
που βοήθησαν το επιτόπιο ρεπορτάζ:
Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό
την Ιστορία και τη Λογοτεχνία»
Θ. Γιόχαλας και Τ. Καφετζάκη
«Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ»
Μ. Λιδωρίκης, εκδόσεις Polaris
Atenistas.files.wordpress
Η μπαλάντα της οδού Αθηνάς
του Τάκη Σκριβάνου, Athens Voice
Ξενάγηση στην Οδό Αθηνάς
της Σελάνας Βροντή, Καθημερινή
Η οδός Αθηνάς τότε και σήμερα
του Γιώργου Κόκουβα, in2life.gr