Δεν συνηθίζω να αγανακτώ ούτε συνηθίζω να έχω άποψη επί παντός επιστητού. Αλλά φτάνουν οι στιγμές που το ποτήρι ξεχειλίζει. Και αυτή η στιγμή ήρθε με όλα τα σχόλια για το παιδί με το φουσκωτό μονόκερο που το έσωσε το φέρι μποτ στο Ρίο-Αντίρριο.
Το τι γράφτηκε; Το τι ειπώθηκε; Και με τι τρόπο; Από που να το πρωτοπιάσω. Βγήκαν όλοι οι δικαστές και οι ένορκοι στα social media (μη γίνει τίποτα, πρέπει να έχουμε την ανάλυση κάθε κυρίας Κούλας να σουλατσάρει στα News Feed). Βγήκαν κι άλλοι σχολιαστές δημοσιογράφοι να κράξουν, να βάλουν στην αρένα τους γονείς του παιδιού να τους φάνε τα λιοντάρια. “Ψόφος” και “Άχρηστοι γονείς” και “Δεν υπάρχει μια σχολή γονιών” και “Πώς γίνονται γονείς κάποιοι άνθρωποι;” και ένα σωρό άλλες ατάκες.
Και ρωτάω: Ξέρεις τι έγινε; Ήσουν εκεί; Από όσο ξέρω, μπορεί οι άνθρωποι να είναι όντως άχρηστοι γονείς, αλλά μπορεί να ήταν και η κακιά η ώρα. Δεν γράφω για να τους υπερασπιστώ. Ξέρετε γιατί; Γιατί δεν είναι η δουλειά μου. Τελεία και παύλα. Υπάρχουν κοινωνικοί λειτουργοί να ερευνήσουν το θέμα, η Πρόνοια, η Δικαιοσύνη, ένα σωρό θεσμοί που είναι δουλειά τους να ασχοληθούν με αυτό. Κι όταν βγάλουν πόρισμα, θα βγω κι εγώ να εκφράσω άποψη.
Ξέρω ότι έχουμε φτάσει σε σημείο ως κοινωνία, να μην έχουμε εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Οκ. Αλλά τι πρέπει να κάνουμε; Να έχουμε εμπιστοσύνη μόνο στα δικά μας μάτια, τα δικά μας αυτιά, το δικό μας απόλυτο κριτήριο; Κάπου ένα έλεος.
Και θα μου πείτε. Γιατί γράφεις κοπέλα μου τότε; Γράφω, λοιπόν, γιατί πραγματικά ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ. Κουράστηκα να ακούω τον κόσμο να εξαπολύει κατηγορίες δεξιά κι αριστερά μόνο και μόνο γιατί κάτι διάβασε, κάτι άκουσε χωρίς να το ψάξει και βγάζει μια γενικόλογη κατηγορία. Κουράστηκα γιατί η κοινωνία των social media έδωσε βήμα να επικρατεί η ψυχολογία του όχλου, λες και είμαστε στο Μεσαίωνα, έτοιμοι να κάψουμε, να λιθοβολήσουμε, να κρεμάσουμε στο ικρίωμα.
Εδώ στο Η Πόλη Ζει έχουμε γράψει ξανά για την αργή δημοσιογραφία: κάνε ποιοτική έρευνα, περίμενε να βγουν τα στοιχεία στο φως και ύστερα γράψε, κρίνε, κάνε ρεπορτάζ, πάρε μία συνέντευξη. Κάπου περίμενε. Μισό λεπτό ρε φίλε. Πάρε πρώτα μια ανάσα και μετά το συζητάμε. Γιατί δεν είναι μόνο το κοριτσάκι με το μονόκερο που άναψε φωτιές. Δες εδώ: Η περίπτωση του 11μηνου βρέφους, Φεβρουάριος 2020 || Ο ηλικιωμένος που έδεσε το σκυλί του, Σεπτέμβριος 2019 όπου και στις δύο περιπτώσεις πρώτα έπεσε το κράξιμο και μετά βγήκε η αλήθεια. Και είναι και τόσες άλλες, που πραγματικά δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή.
Το πρόβλημα είναι ότι κανένας σήμερα δεν περιορίζεται στο να κάνει απλά τη δουλειά του. Οι δημοσιογράφοι πρέπει να παραθέτουν τα γεγονότα και μετά να γράφουν την άποψή τους, οι δικαστές πρέπει να ερευνούν τα στοιχεία και μετά να καταδικάζουν ή να αθωώνουν, οι ταξιτζήδες πρώτα να σε πηγαίνουν με ασφάλεια στη δουλειά σου και μετά να πληρώνονται την κούρσα. Απλά και καθάρα.
Επίσης, ξαφνικά εξελιχθήκαμε σε ένα είδος που δεν αφήνει κανένα περιθώριο λάθους. Μα κανένα. Αλλά να σας θυμίσω ότι αν δεν υπάρχουν τα λάθη, δεν μαθαίνουμε ποια είναι τα σωστά.
Φυσικά και ο καθένας έχει μια άποψη και μπορεί να την εκφράσει. Δημοκρατία έχουμε και ανοιχτοί σε δημόσιο διάλογο είμαστε. Αλλά έχε – κάπου – μία ευγένεια εν πάσει περιπτώσει. Είσαι χρήστης των social media. Ούτε ιεροεξεταστής ούτε οι New York Times ή το BBC. Που πιστέψτε μας, οι δύο παραπάνω έχουν αποκτήσει φήμη ακριβώς γιατί κρατούν το σκεπτικό “αργή δημοσιογραφία”.
Μαζέψου, σκέψου και περίμενε. Και να σου θυμίσω ότι αφού εκφράζεσαι έτσι ανοιχτά και κακότροπα, πρέπει να περιμένεις και την απάντηση. Όχι να διαγράφεις τα σχόλια όσων έχουν διαφορετική άποψη από σένα. Α! Και αν εκφράσεις μία άποψη, μην τη διαγράψεις μετά επειδή έφαγες κράξιμο. Έχε τουλάχιστον το θάρρος του λόγου σου.
Τι, όχι;