Της φάνηκε πως τον ήξερε. Χρόνια πίσω, σε ένα ξενοδοχείο, ένα καταραμένο βράδυ. Κοντοστάθηκε, κρατούσε ψώνια, ήταν οι μέρες τέτοιες. Θα έπιανε βροχή. Το είπανε στις ειδήσεις των 3. Πήγε 4 και 10.
Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω του. Πλησίασε δειλά, χωρίς να σκέφτεται.
– Μάρκους, είπε σιγά.
Ο άντρας με το σκουφί του Άη Βασίλη στα μαλλιά και την γενειάδα είχε πριν λίγο σηκώσει το καπάκι ενός κάδου απορριμμάτων του Δήμου και είχε ρίξει μέσα μια ματιά. Αυτή η ματιά που γλίστρησε από τα σκουπίδια στο πρόσωπό της, το σίγουρα αγνώριστο από τα χρόνια αλλά πάντα φωτεινό, την έκανε να δακρύσει.
– Εμένα λέτε;
– Εσάς… μου θυμίσατε έναν παλιό γνώριμο.
– Καταλαβαίνω, μου το λένε συχνά, έχω τόσο κοινό μούτρο, που όλοι με περνάνε για κάποιον άλλον.
– Εμένα δεν με γελάς, η φωνή σου δεν μπορεί να με γελάσει.
– Αν σας ήξερα και ήθελα να κάνω πως δεν σας ξέρω, θα απέφευγα να σας μιλήσω. Αλλά όπως βλέπετε, είμαι ομιλητικότατος. Δεν είμαι εκείνος. Βολφ με λένε. Αλλά εγώ άμα θέλετε μπορώ, για λίγο, να γίνω και ο Μάρκους. Φτάνει να έχετε να μου δώσετε κάτι να φάω και λίγα λεφτά να πάρω μια μπύρα.
Τι μεγάλος απατεώνας. Να ξεγελαστεί τόσο, δεν της συνέβη ποτέ. Πίσω της ήρθε ο άντρας της. Κομψός, με καπαρτίνα, ρυτίδες, τσάντα με λάπτοπ, ρολόι.
– Αγάπη μου, της είπε, σε περίμενα στο Ράμπιτ, απέξω, και σε βρίσκω διακόσια μέτρα μακριά. Τι έχεις; είσαι άσπρη σαν το πανί. Είσαι καλά;
Σε μια μελό ταινία του ’60 θα είχε φύγει μαζί του βιαστικά σκουπίζοντας τα μάτια και ρίχνοντας πίσω κλεφτές ματιές, ενώ ο κλοσάρ θα χαμογελούσε βλέποντας την να απομακρύνεται. Σε μια ταινία του ’70 θα είχε λιγοθυμήσει στην αγκαλιά του συζύγου.
Σε μια ταινία του ’80, θα είχε πει: “Τόμας, πήγαινε εκεί που είχαμε ραντεβού, δώσε παραγγελία και για μένα, ένα καυτό τσάι με δύο σταγόνες κονιάκ και σε 3 λεπτά θα είμαι εκεί. Μην μου πεις όχι, κάνε όπως σου λέω.” Σε μια ταινία του ’90 θα είχε κοπεί η σκηνή εκεί με γκρο – πλαν τα μάτια της πάνω στα μάτια του καλοπροαίρετου ζητιάνου Άη – Βασίλη.
Το επόμενο πλάνο δεν θα ήταν στο Ράμπιτ. Θα ήταν στο κρεβάτι της με τον άντρα της και το τζάκι στο ευρύχωρο υπνοδωμάτιο αναμμένο. Εκείνος θα κοιμόταν μετά το σεξ κι εκείνη θα κάπνιζε. Τον εικοστό πρώτο αιώνα η σκηνή θα γινόταν μάλλον όπως τώρα.
– Να σου συστήσω τον Μάρκους, αγάπη μου. Ήταν εραστής μου για λίγες νύχτες, συνεχόμενες, πολύ πριν σε γνωρίσω και τώρα κάνει πως δεν με ξέρει, επειδή η ζωή στάθηκε μάλλον λίγο σκληρή μαζί του. Μόλις του μίλησα. Τον είδα και απομακρύνθηκα από το Ράμπιτ.
– Μάλλον ο Μάρκους ντρέπεται να δεχτεί αυτό που λες, αγάπη μου. Είναι λογικό. Κοίταξέ τον.
– Όχι δεν ντρέπομαι καθόλου. Ζήτησα μάλιστα από την σύζυγό σας, ένα κομμάτι ψωμί και μια μπύρα. Αλλά δεν νομίζω πως έχει νόημα να συνεχίσουμε αυτό το αστείο, αν δεν δεχτεί.- Αν βγάλετε αυτό το γελοίο σκουφί, μπορείτε να έρθετε μαζί μας στο Ράμπιτ. Θα γευματίζαμε και εγώ θα σας την κεράσω την μπύρα, αν η Μάριον, συμφωνεί.
– Ναι, συμφωνώ, είπε κοφτά εκείνη, χωρίς να σηκώσει το χέρι για να σκουπίσει το τέταρτο δάκρυ της από τα μάγουλα.
– Πρέπει να συμφωνήσω κι εγώ. Αλλά δεν θέλω να μπλέξω. Μου μυρίζει άσχημα αυτό το κάλεσμα. Αν θέλετε δώστε μου λίγα ψιλά και …Καλά Χριστούγεννα.
– Μάρκους, έχεις μια μοναδική ευκαιρία, να καλυτερέψεις την ζωή σου. Ο Τόμας, το λέω μπροστά του, θα μπορούσε να σε βοηθήσει σε αυτό που, δυστυχώς, ζεις. Λέω να μην ορθώσεις πάλι τον εγωισμό σου. Δες που σε έφερε ο χαρακτήρας σου.
– Ο χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει, κυρία. Πολύ θα ήθελα να ήμουν κάποτε ο εραστής σας. Αλλά δεν θέλω να σας κοροϊδέψω. Μολονότι ορατά μπορώ και με την σύμφωνη γνώμη του άντρα σας. Πιστέψτε με, όμως. Αν ήμουν ο Μάρκους θα ερχόμουν.
Τίποτα δεν θα τελείωνε εδώ, αν ο Θεός δεν είχε στείλει, τον Μπόρις, έναν καχεκτικό τύπο με λερωμένο παλτό και τρύπια γάντια, εκεί. Περνούσε.
– Γεια σου Βολφ, φώναξε. Καλά Χριστούγεννα.
– Γειά σου Μπόρις. Και σε σένα, φίλε.
Η Μάριον κοίταξε τον Τόμας στα μάτια κι εκείνος της χάιδεψε τα μαλλιά.
– Πάμε, της είπε.
Ο Βόλφ έριξε δυο τρεις ματιές ακόμη στο ζευγάρι των μεγαλοαστών και μετακινήθηκε στον επόμενο κάδο σκουπιδιών δίπλα. Ο Τόμας είχε ανοίξει την κατάμαυρη ομπρέλα του και στιβαρά με το άλλο χέρι είχε πιάσει την καλοντυμένη γυναίκα από την μέση και έδινε το βήμα προς το Ράμπιτ.
Η Μάριον ακολούθησε τον άντρα της στο καφέ, με βήμα μετέωρο, την ώρα που η βροχή ξεσπούσε πάνω στις πλαστικές τσάντες με τα ψώνια που κρατούσε.
Όταν αργά το ίδιο βράδυ, η βροχή έπλυνε τα πάντα σε αυτήν την γειτονιά και κόπασε, ένας ζητιάνος με σκουφί αηβασιλιάτικο και λασπωμένο βλέμμα κοίταξε ψηλά στον ουρανό και χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη.
Μετά έβγαλε επιτέλους, την αστυνομική του ταυτότητα, από ένα σάπιο πορτοφόλι, και την πέταξε στα σκουπίδια. Την είχε κρατήσει ενθύμιο, πριν πλαστογραφήσει τον εαυτό του για να γλυτώσει από μια καταδίκη στο γύρισμα του αιώνα.
Και φυσικά δεν τον πήρε χαμπάρι κανείς. Κοντά στα Χριστούγεννα ήταν και τότε όπως κι απόψε.
Έβρεχε πάλι.