Η τραγουδίστρια Ντένια Κουρούση με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να πάω όσο πιο στο Αρχοντικό του Σαράντη για να με ακούσει ο Θοδωρής Παπαδόπουλος να τραγουδάω. Αν του άρεσα, θα έμπαινα κι εγώ στο μουσικό σχήμα του Αρχοντικού, ενός μαγαζιού που δεσπόζει στην οδό Φυλής εδώ και 50 χρόνια, με μουσική και γευστική ιστορία από πίσω του.
Οι παραπάνω «διαφημιστικές» σειρές δικαιολογούνται, θέλω να πιστεύω, από το γεγονός ότι με άκουσαν και με πήραν τελικά, να με ζυμώσουν τραγουδίστρια. Αν και αγαπώ το τραγούδι και τα επιπλέον χρήματα που μπορεί να βγάζω από αυτό, αντιμετώπισα εξ αρχής αυτή την ευκαιρία να εργαστώ ως τραγουδίστρια στην οδό Φυλής (σαν ταινία εποχής ακούγεται!), ευκαιρία και εμπειρία ζωής. Σκέφτηκα πόσα θα είχα να γράψω μετά από μια σεζόν συνεργασίας με καλούς μουσικούς, αλλά και μετά από επικά ξενύχτια σε ένα μαγαζί τύπου έπαυλη το οποίο βρίσκεται μια ανάσα από τα μαγαζιά με τα κόκκινα φώτα και άλλη μία από τη θρυλική Πλατεία Αμερικής, πάλαι ποτέ Αγάμων.
Οδός Φυλής, λοιπόν. Τρομακτική στο άκουσμα, ιδίως για αυτούς που δεν ζουν και δεν κυκλοφορούν συχνά στο κέντρο της Αθήνας. Για του λόγου το αληθές, όμως, αν κάνεις γκουγκλάρεις τις λέξεις «Οδός Φυλής» βγάζει τα… αναμενόμενα αποτελέσματα. Ιερόδουλες, αμαρτίες, σεξ, τιμές στοματικού έρωτα, κακοφτιαγμένα βίντεο από τηλεοπτικά ρεπορτάζ της δεκαετίας του 90, τότε, που ο κόσμος διαδήλωνε «Όχι Τρούμπα η Φυλής! Όχι Τρούμπα η Φυλής!» Τα λόγια είναι περιττά. Ή μήπως δεν είναι; Ναι, ήταν εκείνα τα σκατοχρυσαφένια χρόνια της διαχρονικά μανιπουλαριστικής TV με μηνύματα τύπου «οι ξένες έχουν αρρώστιες, οι Ελληνίδες είναι καθαρές». Αγριεμένα νιάτα που δεν είχαν ιδέα από social media και γύρευαν αληθινή σαρκική επαφή. Με όποιους όρους.
Τα σπίτια παραμένουν, όμως έχουν λιγοστέψει σημαντικά. Στην περιοχή κατοικούν πολλοί Έλληνες, κυρίως ηλικιωμένοι, και πολλοί ξένοι: Πακιστάν, Ιράκ, Πολωνία, Αλβανία, Συρία φυσικά, Βουλγαρία, Κίνα. Μικρά παιδιά παίζουν στο δρόμο τα απογεύματα. Φαγητά κατσαρόλας ξερνούν αμφιλεγόμενες μυρωδιές από τα μικρά, σχεδόν ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Οι πολυκατοικίες του 70 με τις λαδιές και κίτρινες τέντες χάσκουν υπομονετικές την περατζάδα. Τύποι με κινητά στις γωνίες.Τοξικοεξαρτημένα άτομα. Μανάδες φορτωμένες σακούλες με κρεμμύδια και σακούλες ρύζια και μακαρόνια. Γκόμενοι από όλες τις πλευρές της γης με στενά τζιν καπνίζουν καθισμένοι στο πεζοδρόμιο και με κοιτούν καλά καλά. Δεν τους παρεξηγώ.
Τι γυρεύει μια τύπισσα με κάμερα και με βλέμμε τουρίστριας να μη χορταίνει να κοιτάζει τριγύρω της; Δεν θεοποιώ καμία κατάσταση, ούτε ερεθίζομαι απαραίτητα με την λογοτεχνική και σινεφίλ ατμόσφαιρα αυτής της urban decadence, αυτής της μιζέριας των αισθήσεων, με κρεμασμένα ασπρόρουχα που δεν λάμπουν ποτέ όσο λευκά αγοράστηκαν και ημιφωτισμένες, σχεδόν τρομακτικές, εισόδους πολυκατοικιών. Λόγω κρίσης, αρκετά διαμερίσματα νοικιάστηκαν ή και πουλήθηκαν για να γίνουν studios και να φιλοξενούν τους γρήγορους οργασμούς εκατοντάδων επισκεπτών που αγκομαχούν πάνω από κορμιά γυναικών, οι οποίες, μες στο σκοτάδι συνοψίζουν τα όνειρά τους για το τέλειο θηλυκό. Είκοσι ευρώ και πενήντα δεν είναι πολλά…
Όμως, δε φοβάμαι να περπατήσω στην οδό Φυλής.
Μπροστά μας βουίζει σπαστικά η Αχαρνών. Σουβλατζίδικα, προπατζίδικα, καφενεία, μαύρα κεφάλια με υπέροχα, παχιά μαλλιά. Οι στάσεις των λεωφορείων που πάντοτε αργούν. Η λαϊκή της Τετάρτης στη Φυλής αποκαλύπτει το πραγματικό της πρόσωπο: μια «πληγωμένη», μια παρατημένη γειτονιά της Αθήνας, από αυτές που κανείς δεν αγαπά και πολύ, αλλά αρκετοί ανέχονται και ελάχιστοι μπορεί και να ερωτευτούν. Πόσο μπορεί να διαρκέσει, όμως, ένας τέτοιος έρωτας;
Στη γωνία Φυλής και Φερών, η όμορφη παιδική χαρά που διαμόρφωσε στο παρελθόν η ομάδα Atenistas είναι έρημη από καιρό και όσα νεοκλασικά ή κτίρια του μεσοπολέμου δεν έγιναν οίκοι ανοχής ετοιμάζονται να πέσουν ή είναι κλειδωμένα με λουκέτα.Κοντά στην οδό Φυλής βρίσκεται και η πλατεία Βικτωρίας που επίσης έχει πέσει στην κατηγορία των λούμπεν στεκιών της Αθήνας. Η ελληνική γλώσσα δεν ακούγεται και πολύ σε αυτούς τους δρόμους. Μα είναι αρκετός αυτός ο λόγος για να υποβαθμίσει μια συνοικία; Δε νομίζω…
Κάποιο αντέχουν ακόμα και, μάλιστα, γουστάρουν, Μπακάλικα, φούρνοι, το κοσμηματοπωλείο του Γιάννη απέναντι από το Αρχοντικό του Σαράντη Ρουχωτά και άλλα καταστήματα έχουν δει, σίγουρα, και καλύτερες ημέρες. Μέρες χωρίς φόβο. Μέρες και νύχτες με περισσότερα λεφτά για ξόδεμα. Όμως, παραμένουν γενναία στις θέσεις τους. Ό, τι κι αν σημαίνει αυτό για εκείνους και τις επιχειρήσεις τους.
Ένας παλιατζής περνά και κάνει θόρυβο. Με διακόπτει από τον ειρμό της σκέψης μου. Η ζωή συνεχίζεται στην οδό Φυλής κι ας μην πρόκειται να γίνει στο εγγύς μέλλον ξανά συνώνυμη με το Κολωνάκι, όπως ήταν κάποτε.
Η Οδός Φυλής (Φυλής των Ελλήνων, ας πούμε) δεν είναι μια οδός που ανήκει στα μπουρδέλα. Ούτε και στην Αθήνα, ακριβώς ανήκει. Με έναν τρόπο, αιωρείται μεταξύ ιστορίας και δράματος, κάπως σαν ξεκομμένη. Μυρίζει θλίψη, κάτω από τις ιδρωμένες περούκες των γηραιών τσατσάδων που βγαίνουν με τις γούνινες παντόφλες τους να πάρουν τσιγάρα. Τις είδα. Με είδαν. Χαμογελάσαμε.
Στην οδό Φυλής κατοικεί το «αχ», σε κάθε του μορφή. Στη Φυλής κατοικούν οι αμαρτίες μας και οι δικές σας.
Κι αν κανείς δεν την αγαπά, αυτή κάθεται εκεί που κάθεται χρόνια τώρα. Πώς να αλλάξει η φήμη της αν κανείς σας δε βγάζει βόλτα το σκυλί του εκεί; Αν κανείς σας δεν ψωνίζει τον πρωινό του καφέ από εκεί; Αν κανείς σας δεν τολμά να περπατήσει ένα μεσημέρι και να γίνει μέρος του σκηνικού;
Discussion about this post