Ο ήλιος βγήκε πελώριος πάνω από την πόλη. Ένα κίτρινο χοντρό ρολόι, σε καλεί να απολαύσεις την μέρα που έχει αρχίσει να μεγαλώνει επικίνδυνα.
Αυτές οι μέρες, υπό άλλες συνθήκες, είναι αφορμές για μικρές εξορμήσεις πέρα από τα στενά όρια του τσιμέντου, ευκαιρίες για να ανοίξει το βλέμμα μας μπας και ανοίξει και το μυαλό μας. Τώρα όμως, η ανάγκη για ένα ταξιδάκι με οδηγεί σε μία γειτονιά της Αθήνας που είναι ικανή να σε μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο.
Μόλις στρίψω την Πατησίων από την Ιουλιανού αρχίζει να ξεδιπλώνεται ένα γαϊτανάκι από μυρωδιές και χρώματα που δεν τα συναντάς σε πολλές άλλες περιοχές. Αυτές οι γειτονίες σε προκαλούν να σκεφτείς, εξαιτίας της συμπυκνωμένης ανοίκειαςπληροφορίας που πυρπολεί τα μάτια σου.
Η Αχαρνών είναι γεμάτη από μαγαζιά μεταναστών με χρωματιστές βιτρίνες και ταμπέλες που δεν καταλαβαίνω τι λένε. Κομμωτήρια, μίνι, σούπερ και σούπερ μίνι μάρκετ, εστιατόρια που μοσχοβολάνε κάρυ και κουρκουμά.
Με αφορμή τις ουρές που είναι σχηματισμένες έξω από τα καταστήματα που πουλάνε κάρτες για τηλέφωνα, σκέφτομαι ότι αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε «κατάσταση κόβιντ» εδώ και χρόνια, με τις οικογένειές τους μακριά, χωρίς να έχουν ιδέα πότε θα καταφέρουν να τις ξαναδούν. Τα υλικά που φαίνονται από τα τζάμια στα καταστήματα τροφίμων σίγουρα δεν είναι γνώριμα και πλησιάζω για να τα αποκωδικοποιήσω.
Οι μυρωδιές που ξεφεύγουν μέσα από τα σπίτια επίσης άγνωστες, αφού δεν μπορείς να πεις με σιγουριά ότι είναι σπανακόρυζο αυτό που μυρίζει ή μοσχαράκι κοκκινιστό. Μου τρυπάνε την μύτη και προσπαθώ να παίξω ένα ανώφελο παιχνίδι αντιστοίχισης προσπαθώντας να συνδυάσω την μυρωδιά με τις άγνωστες ετικέτες στα βαζάκια που βλέπω μπροστά μου.
Το χρώμα όμως εδώ δεν είναι πλεονέκτημα μόνο των υλικών, αλλά και των ανθρώπων. Χρώματα στα δέρματα και στο ντύσιμο. Ριχτά υφάσματα και έντονες αποχρώσεις που σπάνε την μονοτονία αυτής της πόλης και μας θυμίζουν ότι δεν είναι μόνο το γκρι το χρώμα μας.
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως βρίσκεται σε αυτά τα μαγαζάκια που συναντάς κάθε δέκα μέτρα περίπου και μοιάζουν με μικρά παζάρια.
Μέσα μπορείς να βρεις από τσιγάρα μέχρι μπανάνες και από μυγοσκοτώστρες μέχρι ναργιλέδες. Όλα τοποθετημένα προσεκτικά το ένα πάνω στο άλλο σαν τους ανθρώπους αυτούς που κοιμούνται στοιβαγμένοι δέκα-δέκα μέσα σε σπίτια πενήντα τετραγωνικών. Το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, την αρμονική συνύπαρξή μας πάνω σε αυτόν, την έχουν καταντήσει μία απάνθρωπη διαδικασία θανάτου και εκμετάλλευσης. Όμως, ο κύριος Σταύρος που καλημερίζεται με την Ναντίν και πιάνουν ψιλή κουβέντα, με κάνουν να χαμογελάω με αισιοδοξία.
Επόμενη γωνία, «Τιθορέας». Έρχεται κατευθείαν στο μυαλό μου η βαριεστημένη βραχνή φωνή του εκφωνητή στο τρένο, από και προς τη Θεσσαλονίκη. «Επόμενος σταθμός Τιθορέα. Οι επιβάτες με προορισμό την Τιθορέα να ετοιμάζονται για επιβίβαση. Η επιβίβαση θα γίνει από τις αριστερές πόρτες κατά τη φορά της αμαξοστοιχίας. Τιθορέα». Μία νοσταλγία μου έδωσε ένα απαλό χαστούκι στο μάγουλο για να θυμηθώ ότι η σημερινή βόλτα στην Αχαρνών είναι η πιο κοντινή μου επαφή με τον σταθμό των τρένων τον τελευταίο χρόνο.
Δίπλα μου, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, του προστάτη των θαλασσών, πάει ένα βήμα παραπέρα την διαπίστωση αυτή καθώς αναλογίζομαι ότι κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα πλοία. Ταυτόχρονα αισθάνομαι την ειρωνεία που σηματοδοτεί αυτή η εκκλησία μέσα σε μία γειτονιά όπου πολλοί κάτοικοι πλέον, έχουν φτάσει εδώ μέσω θαλάσσης, όχι και τόσο προστατευόμενοι από ανθρώπους και αγίους.
Κατεβαίνω στην Ιωνίας και ακολουθώ τις γραμμές του ηλεκτρικού. Ο ήχος τού ακορντεόν διακόπτεται από την βουή του τρένου που περνάει την ίδια στιγμή. Ευτυχώς το τραγούδι δεν τελείωσε, αν και ο ήχος είναι πλέον πιο απόμακρος και αρχίζω να τον ακολουθώ για να καταλάβω τον σκοπό του. «Ένα τραγούδι απ’ τ’ Αλγέρι» είναι, και όλα κουμπώνουν τέλεια εδώ. Εκτός από αυτές τις ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια ορισμένων σπιτιών που για κάποιο λόγο θέλουν να μας υπενθυμίζουν συνεχώς ότι εδώ είναι Ελλάδα.
Κοιτώντας τα λευκογάλανα πανιά σκοντάφτω πάνω σε έναν κάδο σκουπιδιών που με περισσή συνείδηση και τέχνη έχει τοποθετήσει ο δήμος Αθηναίων μες στη μέση του πεζοδρομίου και μάλιστα πάνω στην γραμμή για τους τυφλούς. Μια χαρά θυμόμαστε ότι είμαστε στην Ελλάδα από κάτι τέτοια σκηνικά, δεν χρειαζόμαστε τις σημαίες στα μπαλκόνια να μας το υπενθυμίζουν. Αυτή η πόλη μας εκδικείται σε κάθε γωνία και η περηφάνια είναι να καταφέρνεις να παραμένεις άνθρωπος μέσα στο χάος, και όχι Έλληνας.
Από την είσοδο της πολυκατοικίας βγαίνει μία γυναίκα με μαντήλα και ένα μικρό ποδήλατο. Ακολουθεί κι ο μικρός άνθρωπος, χοροπηδηχτός, ανυπομονώντας να οργώσει τα στενά των Πατησίων με το δίκυκλό του. Αφήνω το βλέμμα μου να κάτσει πάνω του μέχρι να τον δω να χάνεται στο επόμενο στενό καβάλα στο όνειρο. Ονειρεύομαι κι εγώ ότι όταν θα μεγαλώσει θα έχει αλλάξει ο κόσμος και θα μπορεί να περπατάει όπου θέλει χωρίς να φοβάται.
*«Κου κου σιμπαζαμίνι»: μία αφγανική συνταγή για πατατοκροκέτες.
Υλικά
4 βρασμένες πατάτες
1 μεγάλο κρεμμύδι
1 κ.σ. αλεύρι
1 κ.γ. τζίντζερ
1 κ.γ. κάρυ
1 κ.σ. κόλιανδρο
1/2 κ.γ. κύμινο
1 κ.γ. γκαράμ μασάλα
1/2 κ.γ. τσίλι
Αλάτι – πιπέρι
1 αυγό
Λάδι για το τηγάνισμα
1 κ.σ. μαϊντανό αποξηραμένο
Εκτέλεση
- Με ένα πιρούνι πολτοποιούμε τις πατάτες, προσθέτουμε το αυγό και το αλεύρι και ανακατεύουμε καλά με τα χεριά.
- Προσθέτουμε τον μαϊντανό, αλάτι, πιπέρι, κόλιανδρο, κάρυ, γκαράμ μασάλα, τσίλι, κρεμμύδι, τζίντζερ και κύμινο και ανακατεύουμε πάλι πολύ καλά.
- Πλάθουμε μπαλάκια, τα πατικώνουμε και στη συνέχεια τα αλευρώνουμε.
- Τηγανίζουμε και από τις δύο πλευρές μέχρι να ροδίσουν.
- Τα σερβίρουμε ζεστά με γιαούρτι και αραβικές πίτες.
خوش اشتها που θα πει «Καλή όρεξη»