Πίνακας περιεχομένων
Πόσες ιστορίες έχουν ειπωθεί γύρω από μια μπάρα; Πόσοι έρωτες γεννήθηκαν, πόσες φιλίες έδεσαν, πόσοι χωρισμοί, πόσα φλερτ, πόσες ατυχίες.
Ανιχνευτές της πόλης, πηγαίνουμε στους καλύτερους ψυχολόγους της νύχτας για να μάθουμε κρυμμένα μυστικά, πάντα ανώνυμα!
Ιστορικές και καινούργιες μπάρες που έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν το δικό τους φανατικό κοινό. Έτσι, οι μπάρμαν της πόλης από τα δικά μας και τα δικά σας στέκια μας μεταφέρουν αστικές, αληθινές ιστορίες, κι εμείς τις μεταφέρουμε γραπτά στις πύλες του διαδικτύου!
Υ.Γ. Κάποιες ιστορίες δεν μπόρεσαν να ειπωθούν. Κάποιες ειπώθηκαν, αλλά έπρεπε να μείνουν κρυφές. Και κάποιες άλλες έχουν περισσότερη γοητεία να τις θυμάσαι, παρά να τις βάζεις σε λόγια. Μερικές φορές, μια ιστορία έχει τη δική της πορεία, παίρνει τη δική της ζωή και αποφασίζει μόνη της τι θ’απογίνει.
Ιστορία #1: Πρώτο ραντεβού σε μπαρ
Ακούγεται το Glendora. Αυτός γύρω στα σαράντα, αυτή λίγο μετά τα τριάντα. Αυτός στη δεύτερη μπύρα. Αυτή στο τρίτο ουίσκι. Καπνίζουν και μιλάνε για τις αγαπημένες τους ταινίες. Αυτός, προσπαθώντας να θυμηθεί το όνομα μιας ταινίας που ισχυρίζεται ότι τον έχει σημαδέψει, απομακρύνει την τραγιάσκα από το προβληματισμένο του κεφάλι.
Αυτή, κατεβάζει την τελευταία γουλιά ουίσκι και στρέφει το βλέμμα της προς τον μπάρμαν. Εκείνος, μάλλον για να αλλάξει θέμα, καθώς αρχίζει να αισθάνεται αμήχανα που δεν μπορεί να θυμηθεί το όνομα της περιβόητης ταινίας, της λέει με ύφος επικριτικό και απότομο, «Κάπως αλκοολική, ε;», κι αυτή ανταποδίδει με το θάρρος που της έχουν δώσει τα τρία μπούσμιλς, «Κι εσύ κάπως φαλακρός, ε;».
Αυτό το ραντεβού δεν πήγε καθόλου καλά. Αυτός με το ζόρι ήπιε μία τρίτη, μικρή μπύρα και εκείνη τερμάτισε στα έξι ουίσκι εκ των οποίων το τελευταίο το ήπιε μόνη της. Λίγο πριν αποχωρήσει κι αυτή, πήρε το ποτήρι στο χέρι, άναψε ένα τσιγάρο και κατευθύνθηκε προς τον ντιτζέι. «Μπορείς να ξαναβάλεις το Glendora; Παίζει στην αγαπημένη μου ταινία, αλλά με τον μαλάκα που είχα μπλέξει δεν μπόρεσα να το απολαύσω».
«Ποτέ μην κάθεσαι σε τραπέζι όταν μπορείς να σταθείς στο μπαρ»
Ernest Hemingway, 1899-1961, Αμερικανός συγγραφέας, Νόμπελ 1954
Ιπποπόταμος: Η πιο κλασική μπάρα της Αθήνας
Άνοιξε τις πόρτες του το 1978 και έμελλε να γίνει το πιο διαχρονικό σημείο αναφοράς της πόλης. Αυθεντικό μπαρ που μοιάζει να βγαίνει από μια άλλη εποχή, ενώ παράλληλα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι… κάθε εποχής!
Ιστορία #2: Η αφίσα στο λιμάνι
«Κάπου σε ξέρω» ήταν η πρώτη κουβέντα που της είπε μόλις την είδε στην μπάρα. Εκείνη είχε φτάσει στο νησί μόλις πριν δύο ώρες κι είπε να κάνει την πρώτη της βραδινή εξόρμηση. Για δουλειά είχε πάει, μια παράσταση θα έπαιζε στο νησί μεθαύριο και θα έφευγε. Εκείνη δεν κατάλαβε ότι ήθελε να της πιάσει κουβέντα και του απάντησε με τη μία, αφού ήπιε μια γουλιά από το Tanqueray που μόλις τη σέρβιραν: «Από την αφίσα στο λιμάνι μήπως; Έχουμε παράσταση μεθαύριο». «Όχι, όχι, από κάπου αλλού».
Συζήτηση στη συζήτηση, εκείνη δεν είχε καταλάβει ότι αυτός απλά φλέρταρε, κι εκείνος είδε ότι αυτή τσίμπησε και συνέχιζε. Κάποια στιγμή, εκείνη δεν άντεξε. Αν και δεν ήθελε να το πει μην την περάσει για ψωνάρα, θυμήθηκε ότι το σίριαλ που έπαιζε την προηγούμενη χρονιά, μεταδιδόταν σε επανάληψη μετά τις 02.00 κάθε βράδυ. Οπότε του λέει: «Εντάξει θα στο πω. Βλέπεις τηλεόραση μετά τις 02.00;». Άσπρισε ο άλλος. Σου λέει τι είναι αυτό το μετά τις 02.00; Άρχισε να κόβει λάσπη. Εκείνη δεν κατάλαβε πού χάλασε το γλυκό.
Πηγαίνοντας τουαλέτα, έπαθε διαύγεια. Ψάχνει όλο το μαγαζί να τον βρει, εν τέλει ήταν στην άλλη μεριά της μπάρας. «Για να εξηγούμαστε», του λέει, «ένα σίριαλ που έχω συμμετάσχει παίζει σε επανάληψη τις νύχτες. Δεν έπαιξα σε τσόντα, αν νόμιζες αυτό». Ακόμη οι «θεατρίνες» έχουν μια ρετσινιά…
«Βασικά, υποστηρίζω οτιδήποτε μπορεί να σε βοηθήσει να βγάλεις τη νύχτα, είτε πρόκειται για προσευχή είτε για υπνωτικά είτε για μια μπουκάλα Τζακ Ντάνιελς»
Frank Sinatra, 1915-1998, Αμερικανός τραγουδιστής
ΠάΡοτ: Η παιχνιδιάρικη μπάρα στο Παγκράτι
Όταν ο Ντίνος και η Τζένη ανοίξανε το ΠαΡοτ ήτανε καλοκαίρι του 2014. Από τότε, αυτό το μπαρ έχει αποδειχθεί παντός καιρού ανοίγοντας τις πολύχρωμες φτερούγες του και σκεπάζοντας φίλους, θαμώνες και περαστικούς. Το μικρό μπαρ που στήθηκε αρχικά, από φέτος μεγαλώνει για να χωράει ακόμη περισσότερα αχ και βαχ, ιστορίες και γέλια.
Ιστορία #3: Γ@μημέν@ έιτις
Η Λένα ήταν όμορφη και 2-3 χρόνια μεγαλύτερή μου. Σπούδαζε Νομική στην Αθήνα, έμοιαζε με την Ντέμπορα Χάρυ και ήταν και μαγκάκι. Εγώ 3 χρόνια μικρότερός της, βρήκα το κουράγιο να της ψιθυρίσω: «Μοιάζεις με την Ντέμπορα». Εκείνη μου χαμογέλασε. Η συζήτηση έγινε στην πόλη που σπούδαζα, ενώ εκείνη καταγόταν από εκεί και την είχα δει όταν κατέβηκε για δύο μέρες. Κλείσαμε ραντεβού στην Αθήνα μετά από 14 ακριβώς ημέρες στην «Αίτνα», ένα μπαρ στα Εξάρχεια, εννιά το βράδυ.
Μετά από 14 ημέρες, πιστός στο ραντεβού και μισή ώρα νωρίτερα, κάθομαι σε μία γωνία του μπαρ, με πλάτη στην πόρτα και με πολλούς καθρέφτες γύρω μου. Έβλεπα τα πάντα ανεστραμμένα και όμορφα. Δύο J&B με ελάχιστο νερό, τσιγάρα και έρως έχουν αρχίσει να πλάθουν την ψυχή και το σώμα μου. Τη βλέπω από το καθρέφτη να μπαίνει και να είναι όμορφη, σαν την Ντέμπορα έμοιαζε, αν δεν σας τo ‘πα. Γοητευμένος την έβλεπα να κοιτάει δεξιά-αριστερά μέσα στους καπνούς, τη μουσική και την ένταση. Δεν τολμούσα να χαλάσω τη σινεφίλ εικόνα (τότε δεν τα λέγαμε σινεφίλ αυτά τα σκηνικά, αλλά ροκ), απολάμβανα τη στιγμή και τη μορφή της. Την ονειρευόμουν πάνω μου με ένα φανελάκι άσπρο, να μου γελάει και να ψιθυρίζει το The Tide Is High. Κάποια στιγμή την έχασα. Περίμενα λίγο.
Σηκώθηκα έντρομος, το όποιο ροκ είχε γίνει τσάμικο σε χασαποταβέρνα στη Ρούμελη. Την έψαξα. Ρώτησα μία σερβιτόρα πανκιό αν είδε την Ντέμπορα. Χαμογέλασε συγκαταβατικά (αν αναλογιστούμε και την πανκιά της) και είπε: «Έφυγε πριν λίγο». Βγήκα έξω, ψιλόβρεχε. Πουθενά.
Αυτό το γαμημένο έιτις διέλυσε τις καλύτερες οικογένειες. Την ξανάδα μετά από μερικούς μήνες. Δε με πίστεψε, αλλά έτσι και αλλιώς τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Αχ, ρε Ντέμπορα!
«Από όλα τα μπαρ, σε όλες τις πόλεις, σε όλο τον κόσμο, εκείνη μπήκε στο δικό μου…»
Φράση του «Ρικ» (Humphrey Bogart) στην ταινία «Καζαμπλάνκα»
Ιστορία #4: Ο χωρισμός δίπλα στο ενυδρείο
Όποτε έρχονταν για καφέ, κάθονταν στην μπάρα δίπλα στο ενυδρείο. Μια μέρα, τον άκουσα να της το λέει, έτσι, επί λέξει: «Ρε συ, εγώ τώρα είμαι πρώτο έτος, εσύ ακόμη Γ’Λυκείου. Εγώ θέλω να βγαίνω, να κάνω άλλα πράγματα, να ζήσω εμπειρίες». Το είδα το κοριτσάκι, έπαθε σοκ. Είχε βουρκώσει. Έδειξε ότι από ένα σημείο και μετά σταμάτησε να τον ακούει. Κι εγώ σταμάτησα να τον ακούω, κοιτούσα το κορίτσι να δω αν θα ξεσπάσει.
Αλλά φαινόταν τόσο ήρεμη και γλυκιά που μάλλον θα την ξεφορτωνόταν γρήγορα κι εκείνη θα ‘μενε πίσω και θα ‘κλαιγε. Τι μαλάκες είμαστε οι άντρες ώρες ώρες. Κι έτσι, από το πουθενά, η μικροκαμωμένη κοπέλα, σηκώθηκε, πήρε το νερό και του το πέταξε όλο στα μούτρα. Έμεινε αυτός κάγκελο. Μέχρι και τα ψάρια τον κοιτούσαν έντρομα. Κι αφού του λέει «Είσαι και πολύ μαλάκας», πήρε τη σχολική της τσάντα κι έφυγε αέρινη και δυναμική. Αυτός καθάρισε τα γυαλιά του κι έφυγε χωρίς να πληρώσει.
«Είμαι σαν τον μεθυσμένο στο μπαρ που θέλει μόνο ένα ακόμα για το δρόμο»
Archie Moore, Αμερικανός Μποξέρ, 1913-1998
Jimmy’s Hall: Η παρεΐστικη μπάρα της Αθήνας
Μπάρα από τις αυθεντικές, τις παρεΐστικες, από αυτές που κανένας δεν καταλήγει να πίνει μόνος το ποτό του. Το μπαρ των Εξαρχείων του οποίου το όνομα είναι εμπνευσμένο από την αριστουργηματική ταινία του Κεν Λόουντς άνοιξε τις πόρτες του πριν κάποια χρόνια κι από τότε έχει αποκτήσει θαμώνες φανατικούς.
Ιστορία #5: Τα πουλιά
Μόλις που είχα ανοίξει το μαγαζί, το πρώτο εξάμηνο. Λίγος ο κόσμος ακόμη, χειμώνας, έπεφτε το φως νωρίς. Μια μέρα μπαίνει μέσα ένας κύριος μόνος του. Τον σέρβιρα το ποτό του κι εκείνος με κοιτούσε παραξενεμένος. Κάποια στιγμή με ρωτάει: «Πού είναι όλοι;» Έμεινα λίγο. «Τι εννοείται;» τον ρωτάω. «Αυτοί που με περιμένουν, πού είναι;». Είχα αρχίσει να τα χάνω. Είδε το ύφος μου μάλλον και μου λέει: «Έχω παρουσίαση βιβλίου εδώ». «Αν είχατε παρουσίαση, θα το ήξερα. Μάλλον έχετε μπει σε λάθος μαγαζί». «Αποκλείεται! Ιπποκράτους 150 είμαι». «Όχι στο 146 είστε!» Με κοίταξε μπερδεμένος. «Α ναι; Εντάξει τότε. Πάω. Βάλτε μου το ποτήρι σε πλαστικό. Σας αφήνω και το βιβλίο μου δώρο». Από τότε, το βιβλίο έχει μείνει στο μαγαζί και το διαβάζουν όλοι. Μαζί με τον καφέ ή για να περάσει η ώρα. Τίτλος του; «Οι παπαγάλοι των Αθηνών».
«Η παμπ ήταν ένα μέρος για συζήτηση, για ανταλλαγή απόψεων, για επιχειρήματα, για επίλυση προβλημάτων. Ήταν ένα φόρουμ, ένα κοινοβούλιο, μια πηγή σοφίας και ένας βόθρος ανοησίας, ήταν ένα κέντρο για τους χαμένους και τους απελπισμένους […] Εκεί όπου οι απογοητευμένοι απέκτησαν προσωρινή ελπίδα, εκεί που συντελούνταν πράξεις καλοσύνης και σχεδιάζονταν φόνοι».
Alex La Guma (1924-1985), συγγραφέας, από το έργο «A walk in the Night»
7jokers: Η «πειραγμένα» κλασική μπάρα της πόλης
Το 7 Jokers είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του κέντρου της Αθήνας, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και από μόνο του ένα κέντρο. Από τα πρώτα μπαρ της περιοχής.
Ιστορία #6: Κριός με Παρθένο δεν ταιριάζει
Είχε πολλά χρόνια σχέση η Μικαέλα και κάπου βαρέθηκε. Είχε και τις περιπετειούλες της, αλλά όχι κάτι ιδιαίτερο. Δε φαινόταν να έχει σκοπό να χωρίσει, αλλά να, το φλερτ της άρεσε. Κι αν εξελισσόταν σε κάτι άλλο, no hard feelings. Το ξεχνούσε την επόμενη μέρα και συνέχιζε με τη «σχέση». Έλα όμως που μια μέρα η «σχέση» την πήρε χαμπάρι. Κλάματα, κακό, χωρισμοί, επανασυνδέσεις, κάπως τα ξαναβρήκαν με την προϋπόθεση ότι δε θα ξαναγίνει ποτέ.
Βγαίνει λοιπόν κι η Μικαέλα ένα βράδυ με τη Μαργαρίτα, κάθονται στην μπάρα με κοκτέιλ και συζητούν τα γεγονότα. Έλα όμως που ο κοντραμπασίστας της μπάντας γλυκοκοίταζε τη Μικαέλα. Κι η Μικαέλα άρχισε να καρδιοχτυπάει για τον κοντραμπασίστα. Και η Μαργαρίτα πάθαινε απανωτά εγκεφαλικά που πάλι θα το’τρωγε το κεφάλι της η Μικαέλα.
Έρχεται ο κοντραμπασίστας, κάθεται στο διπλανό σκαμπό να μιλήσει στη Μικαέλα, μπαίνει ανάμεσα η Μαργαρίτα να τους την κάνει τη χαλάστρα. Τίποτα δεν καταλάβαιναν αυτοί. Τι έκοβε τη θέα, τι πεταγόταν ανάμεσα στις κουβέντες, τι έλεγε βλακείες μπας και το σχολάσουν. Τίποτα! Κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο. Ρωτάει τον κοντραμπασίστα: «Τι ζώδιο είσαι;» «Κριός!» απαντάει ο οργανοπαίχτης. «Κοίτα, η Μικαέλα είναι Παρθένος. ΔΕΝ ταιριάζετε! Από κει και πέρα, κάντε ό,τι σας φωτίσει!» Και με αυτή τη φράση, η Μαργαρίτα αποχώρησε αφήνοντας την ιστορία της μπάρας να πάρει το δρόμο της.
«Πέρασα στα μπαρ υπέροχες στιγμές. Το μπαρ είναι για μένα ένας χώρος στοχασμού και περισυλλογής, χωρίς την οποία η ζωή θα ’ταν αδιανόητη»
Luis Buñuel, 1900 – 1983, Σκηνοθέτης
Au Revoir: Η διαχρονική αθηναϊκή μπάρα
Αν μιλάμε για αυθεντικά, αθηναϊκά μπαρ και ιστορίες που έχουν εκτυλιχθεί εντός τους, μας έρχεται αυτόματα στο μυαλό το Au Revoir.
Ιστορία #7: Φλογερή και μοιραία
Με το ζόρι είχε βγει εκείνη την ημέρα η Αθανασία, καθώς ήταν πάρα πολύ κουρασμένη και το τελευταίο που ήθελε ήταν φασαρίες μες στο αυτί της. Έλα όμως που οι κολλητές είχαν πιάσει μπάρα στο νέο στέκι της πόλης. «Άντε να πάω», σκεφτόταν βαρυγκωμώντας και μπήκε μέσα στο μπαρ κατάκοπη, κουβαλώντας και μια τεράστια τσάντα με πράγματα, αφού από το πρωί ήταν στους δρόμους. Αφήνει την τσάντα στο πάτωμα, κρεμάει το μπουφάν στο πιαστράκι και οι κολλητές κάνουν λίγο στην άκρη ώστε να της προσφέρουν το σκαμπώ. Κάθεται και την ίδια στιγμή απλώνεται προς την μπάρα για να τεντώσει την πλάτη της που πονούσε. Επανέρχεται ευθεία στη θέση της και λέει: «Άντε πείτε, τι νέα;». Ξαφνικά και οι πέντε την κοιτούσαν στο κεφάλι, αλλά και λίγο παραπάνω από αυτό. Αρχικά οπισθοχωρούν και στη συνέχεια η μία, η γενναιότερη, αρχίζει να της χτυπάει το κεφάλι με λύσσα. Πανικός επικράτησε και σε δευτερόλεπτα όλα ήταν στο πάτωμα, μαζί με την Αθανασία. «ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΡΕ ΚΟΡΙΤΣΙΑ;;;». «Παιδί μου, τα μαλλιά σου, πήραν φωτιά τα μαλλιά σου, όπως τεντώθηκες άρπαξες από τα ρεσώ!» Το ρεζιλίκι δεν περιγράφεται. Όλο το μαγαζί την κοιτούσε, ενώ τα μαλλιά της έκαναν μήνες να συνέλθουν.
«Τίποτα από ό,τι λέγεται σε ένα μπαρ δεν είναι ακριβώς αλήθεια»
Mark Ruffalo, Ηθοποιός
Μπάρα ή τραπέζι;
20 βαθιά «μπαρόβιοι» Αθηναίοι απαντούν στο αιώνιο δίλημμα: Μπάρα ή Τραπέζι; Το αποτέλεσμα; Αυτό που περιμέναμε. Εξάλλου, οι μπάρες ενώνουν, δε χωρίζουν!
1. «Μπάρα γιατί είναι πιο σέξι» Μ.Β.
2. «Μπάρα γιατί δε νυστάζεις και έχεις ελευθερία κίνησης» Α.Δ.
3. «Μπάρα μόνο, ποιο τραπέζι;» Χ.Χ.
4. «Τραπέζι γιατί δεν καταπιέζομαι από το στριμωξίδι της μπάρας» Τ.Τ.
5. «Μπάρα για τον μπάρμαν. Ροτόντα για σοβαρές συζητήσεις» Η.Π.
6. «Μπάρα γιατί είσαι πιο ψηλά και βλέπεις καλύτερα το μαγαζί. Επίσης, τα μπαρ δεν είναι για μεγάλες παρέες, αλλά για πιο χουχουλιάρικα. Έτσι η μπάρα σε συγκεντρώνει στο σημείο ενδιαφέροντος» Η.Τ.
7. «Μπάρα γιατί μ’αρέσει να είμαι όρθια» Μ.Σ.
8. «Τραπέζι γιατί δε μ’αρέσει να ‘μαι όρθια» Υ.Π.
9. «Μπάρα παιδί μου, μπάρα!» Θ.Κ.
10. «Τραπέζι γιατί “γέρασα”» Χ.Ρ.
11. «Τραπέζι με πρόσωπο, μπάρα με φίλη ή μόνη» Σ.Α.
12. «Θα πω κάτι στη μέση. Σταντ. Μ’ αρέσει η εγρήγορση του ημιόρθιου» Α.Χ.
13. «Αν είμαστε δύο-τρία άτομα και λέμε στο άκυρο να πάμε να γίνουμε δυναμίτες, θα κάτσω μπάρα να είμαι κοντά στην πηγή. Για χαλαρά και τσιτ τσατ, ε, ένα τραπέζι θα το θελήσω!» Ν.Μ.
14. «Η μπάρα είναι πιο κοινωνική, πιο παιχνιδιάρα. Στο τραπέζι όμως υπογράφονται οι συμφωνίες. Ανάλογα τους σκοπούς» Θ.Σ.
15. «Επειδή διανύω φάση πάρτι άνιμαλ, θα πω μπάρα γιατί είναι πιο φαν και συγχρωτίζεσαι με κόσμο. Είναι πιο εύκολο να γίνει το σχετικό τσιριπιπί!» Π.Χ.
16. «Μπάρα, ειδικά αν ψάχνω γκομενάκι» Μ.Α.
17. «Μπάρα, γιατί γνωρίζεσαι με τους μπάρμαν, τους ιδιοκτήτες, έρχεσαι πιο κοντά και έτσι κάνεις ένα μαγαζί στέκι σου» Χ.Ο.
18. «Καναπές. Να είμαι άνετος». Σ.Τ.
19. «Δεν καταλαβαίνω καν την ερώτηση. Μπάρα βέβαια, μπάρα!» Α.Κ.
20. « Η γοητεία της μπάρας δεν αντικαθίσταται» Ε.Ν.
Νότες Μπάρας
Cheers Darling
Συνάντηση
The piano has been drinking
* Για τις ιστορίες, ευχαριστώ τους: Μπαρτέντερ της καρδιάς μου, τις 5Μ, τον Τάκη Λούη, τον μεγάλο γκουρού, την εκλεπτυσμένη διπλανή του γραφείου, τις Σοφιολογίες της Σοφίας, όσους μοιραστήκαμε τις παραπάνω εμπειρίες και όλους τους μπαρόβιους της αθηναϊκής νύχτας.