Ποιοί σελέμπριτις; Εδώ υπάρχουν οι καθημερινοί άνθρωποι. Στους δικούς μας, λοιπόν, ανθρώπους πέφτει το φως. Στους γραφίστες, στους διανομείς, τους πωλητές και τους κειμενογράφους.
Όλοι αυτοί είναι Η Πόλη ζει! Όλα θα πάνε καλά!Χρύσανθος Ξάνθης
Ένας αιώνας καλοκαίρι
Τα καλοκαίρια έχουν γεύση σύκο και κομμένη ντομάτα απ’ το μποστάνι. Μπάνιο κάθε μέρα δώδεκα με δύο, διάλειμμα για φαΐ και ξεκούραση και μετά πάλι μπάνιο απ’ τις έξι μέχρι να δούμε το καράβι να περνάει απ’ τους Παξούς… «Τότε βγαίνουμε απ’ την θάλασσα γιατί έρχεται το κύμα». Μάσκες, αναπνευστήρες, βατραχοπέδιλα και μακροβούτια στα βαθιά. Πόνος στ’ αυτιά από την πίεση αλλά τα κοχύλια -ΠΑΝΤΑ- η καλύτερη ανταμοιβή. Τα βράχια, οι συκιές και ο πηλός η παιδική μας χαρά. Τα αυλάκια στο κτήμα, ο κρυφός μας λαβύρινθος. Η φαντασία μας το κυριότερο αξεσουάρ για παιχνίδι.
Τα καλοκαίρια είναι το ντουζ με το λάστιχο που φέρνει νερό απ’ την πηγή. Κρυφτό και σκανδαλιές στην ταβέρνα. Φως από το λουξ και πόδια γεμάτα τσιμπήματα κουνουπιών. Η μυρωδιά της φωτιάς που ανάβει το σούρουπο και του κεριού σιτρονέλας που καίει. Όργανα και γλέντια και ύπνος στην αιώρα μέχρι την μεταφορά στο τροχόσπιτο. Οικογένεια και φίλοι και ξένοι σ’ ένα τραπέζι.
Τα καλοκαίρια είναι τα τζιτζίκια και τα τριζόνια και η αλεπού που ξεπροβάλει τις νύχτες από το δάσος. Τα δελφίνια στα ανοιχτά και η σμέρνα που μας τρομάζει στα ρηχά. Τα πορτοκαλί ηλιοβασιλέματα και ο σκοτεινός ουρανός με τα αμέτρητα αστέρια και τους αστερισμούς. Το παλιό ράδιο που παίζει πάντα Δεύτερο.
Τα καλοκαίρια μοιάζουν σε κάθε αρχή τους πως δεν θα έχουν τέλος. Τα καλοκαίρια, μας επιστρέφεται η παιδική μας ηλικία και για λίγο είμαστε ανέμελοι όπως όταν ήμασταν μικροί. Τα καλοκαίρια είναι ένας τόπος, ένας συγκεκριμένος προορισμός. Ακόμα και όταν βρίσκομαι μακριά του.
Μυρτώ Στέλιου
H ατέλειωτη τσουλήθρα…
Δεν έχω καταλήξει στο αν αγαπώ το καλοκαίρι.
Από παιδί λάτρευα τη θάλασσα, τα παιχνίδια από το πρωί μέχρι το βράδυ, τα κοντομάνικα, τα παγωτά, το νερό που πίναμε από το λάστιχο του μπαλκονιού, ξεχνώντας πάντα την καυτή, πρώτη γουλιά! Πάντα όμως κάπου υπόβοσκε ένα άγχος και μια αίσθηση ανολοκλήρωτου. Η αγωνία του να «ρουφήξω» τις στιγμές πριν να έρθει ξανά το φθινόπωρο και η λαθεμένη, τελικά πεποίθηση, του ότι τα δικά μου καλοκαίρια έχω να ζηλέψουν από αυτά των φίλων που κάναν διακοπές στα νησιά με τις οικογένειες τους.
Η φωτογραφία αυτή έρχεται από το 1993 κι ένα από τα «αιώνια» καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων στη Ναύπακτο. Αν και έχω καλή σχέση με τη μνήμη, δε μπορώ με σιγουριά να συνδέσω τις αναμνήσεις μου με τη συγκεκριμένη χρονιά. Λογικά όμως, ήταν κι αυτό ένα καλοκαίρι με αμέτρητα μπάνια αγνοώντας την ύπαρξη του αντηλιακού, ατέλειωτες ώρες στο καφενείο των γονιών, αρκετή τηλεόραση και χαρτζιλίκια κατατεθειμένα εξ ολοκλήρου σε playmobil και κούτες από κόμικς (τα οποία ακόμα φυλάω σαν κόρη οφθαλμού).
Ο αγαπημένος μου Θανάσης Παπακωνσταντίνου (αυτός κι αν συνδέεται με αμέτρητες, μεταγενέστερες καλοκαιρινές μου αναμνήσεις) έχει πει πως η νοσταλγία της παιδικής ηλικίας είναι το πιο αβάσταχτα ωραίο συναίσθημα, γιατί είναι κάτι που δε θα ξανάρθει ποτέ. Ο ερχομός του κάθε καλοκαιριού λοιπόν για εμένα, είναι μια ασταμάτητη πάλη του μέσα μου, δειλού παιδιού, να αφεθεί ολοκληρωτικά στην μαγεία, την τρέλα και την εξωστρέφεια αυτής της εποχής. Μου δημιουργεί την αίσθηση πως «κατεβαίνω» πάντα, μια ατέλειωτη τσουλήθρα, αρκετά μεγαλύτερη απ’ αυτή της φωτογραφίας, που δε καταλήγει πουθενά! Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως αυτό να είναι κι αυτό ένα από τα πράγματα που με κάνουν να νιώθω ακόμα παιδί. Πως το καλύτερο καλοκαίρι είναι πάντα το επόμενο, που θα έλεγε κι ένας φίλος.
Ίσως πρέπει επιτέλους να πάρω απόφαση ότι, κατά βάθος, αγαπώ αυτή την εποχή.
Θανάσης Καρανίκας
Κυκλάδες απ’ την κούνια
Σίφνος 1997, δηλαδή 8 χρονών. Από τις πρώτες Κυκλάδες που επισκέφθηκα ή μάλλον από τις πρώτες Κυκλάδες που θυμάμαι να επισκέπτομαι. Περιοχή διαμονής: Χρυσοπηγή. Η πιο ωραία μεριά του Αιγαίου με την ατέλειωτη θέα και το χαρακτηριστικό εκκλησάκι. Όμως, οι δύο πιο έντονες μνήμες που μου έχουν μείνει δεν έχουν να κάνουν με το μέρος:
α) Θυμάμαι ένα παιδί λίγο μεγαλύτερο από μένα (γύρω στα 12-13) μου έμαθε να ζωγραφίζω πέτρες, να κάνω βουτιές χωρίς να φοβάμαι και ποια είναι τα ονόματα των αστεριών. Ξέρετε, στις Κυκλάδες, τα αστέρια δεν κρύβονται πίσω από σύννεφα, τσιμέντα και καυσαέριο οπότε ο ουρανός είναι σαν χάρτης. Και όπως μαθαίνεις να κινείσαι σε μια πόλη, έτσι μαθαίνεις να κινείσαι κι ανάμεσα στα άστρα. Το παιδί τον έλεγαν Παύλο και δεν τον ξαναείδα ποτέ.
β) Ο μπαμπάς μου είχε επιτέλους χρόνο να με μάθει τάβλι. Εμμονικά παίζαμε από το πρωί με τον καφέ του, στη θάλασσα όλη μέρα, το απόγευμα μετά το μπάνιο. Μόνο για φαγητό σταματούσαμε ή αν γκρίνιαζε η αδερφή μου. Το αποτέλεσμα φυσικά είναι ότι μέχρι σήμερα στο τάβλι είμαι καθηγήτρια. Και όποιον και να ρωτήσετε θα σας το επιβεβαιώσει.
Άντα Κουγιά
Λεπτομέρειες από την Γαύδο
Σκηνή, καβάτζα, σκορπιοί, γυμνή, κατσίκες να μας τρώνε τις ψάθες, κατσικάκι τσιγαριαστό της Σούλας, άμμος, πολλή άμμος, καρτοτηλέφωνο, χελώνα, πηγάδι, λιωμένα παγωτά, πλοίο-παντόφλα, Δέσποινα, Μanu Chao, θαμμένα κουζινικά, ξυπόλητη, χορός, μπάνιο με μπουκάλια, αστέρια, παιχνίδια με τους σκατομπάμπουρες, ένα φιδάκι μέσα σε πλαστικό μπουκάλι, αμμόλοφοι, Άρτεμις, Σέλινο, φωτιά, σαλπιγκάβουρες, παρεό, τέντες στην παραλία, κέδροι, πολλοί κέδροι, ζαχαρούχο γάλα, φεγγάρι αντί για φακό, θυμαρορίγανη, πατημασιές πουλιών στην άμμο, αιώρα, ένα τεράστιο κοχύλι που επέστρεψε στη θάλασσα.
Εγώ τα καλοκαίρια μου, μεγάλωσα στην Γαύδο. Μ’ αρέσει που μεγάλωσα, αλλά δεν μ’ αρέσει που δεν πάω πια στην Γαύδο.
Ηλέκτρα Τζώρτσου
Το καλοκαίρι είναι στα απλά της ζωής!
Κέρκυρα. Κάμποσα ξέγνοιαστα καλοκαίρια πριν. Τρικάβαλο στον Μάρκο και βόλτα με καμάρι. Κατακόκκινη φέτα καρπουζιού στα χέρια και απόλαυση στα πετρόχτιστα σκαλιά, μπροστά από τον ανθισμένο -και πάντα με αγάπη φροντισμένο- κήπο της γιαγιάς.
Ρίγανη, θρούμπι, δυόσμος κι ένα σωρό ακόμα αρωματικά δώρα της φύσης να μη χορταίνεις να μυρίζεις. “Πάμε να μαζέψουμε σύκα, νόσπολες (μούσμουλα) και σκάμνα (μούρα);;”.
Ήχοι καλοκαιριού να σε γλυκονανουρίζουν. Τζιτζίκια τα μεσημέρια, γκιώνηδες και τριζόνια τις νύχτες. Διάσπαρτες πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν στο σκοτάδι.
Απόγευμα και ραντεβού στην πλατεία. Κουτσό, κρυφτό, κυνηγητό, λάστιχο, ανέκδοτα, παγωτά, κιθάρες και τραγούδι. “Συννεφούλα, συννεφούλα να γυρίσεις σου ζητώ”.
Εκδρομή στο σπιτάκι στον κάμπο, δίπλα από τη λιμνοθάλασσα Κορισσίων. Μια ξύλινη σανίδα, λίγο σκοινί, κι έτοιμη η κούνια στο δέντρο! Καταγής, ξεσπόρισμα κουτσούνας (καλαμποκιού) με το τσιόκαλο.
Μαγείρεμα έξω, στην πυροστιά, και από πάνω αμέτρητα αστέρια να λαμπυρίζουν ρυθμικά. Το φεγγάρι ολόγιωμο να φωτίζει τα γαλήνια νερά και την ασημένια άμμο. Νηνεμία μέσα κι έξω. Να ακόμα ένα όμορφο κοχύλι, “Κοίτα!”.
Πόσα και πόσα ακόμη..! Τελικά, αν το καλοσκεφτούμε, το Καλοκαίρι δεν είναι μόνο η πιο ζεστή εποχή του χρόνου. Είναι και όλες εκείνες οι ωραίες παιδικές αναμνήσεις που χαράχτηκαν γλυκά στο νου. Είναι και οι ανέμελες στιγμές που θα ακολουθήσουν. Στο χέρι μας είναι, εμείς θα τις φτιάξουμε!
Χριστίνα Αγγελακοπούλου
Τότε που ήμασταν χαρούμενοι με το λίγο
Ήταν τότε… Όχι και πολύ παλιά, 30 με 35 χρόνια πίσω, τέτοιες μέρες, μέρες Ιούνη δηλαδή, ήταν αυτές που περίμενα όλο το χρόνο… Ήταν οι μέρες που η σχολική χρονιά τελείωνε και ξεκίναγε το ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ μου… ΚΤΕΛ Λευκάδας, παράδοση σε οδηγό από γονείς… Κάθισμα στη διπλανή θέση του οδηγού, χωρίς καθόλου να με ενοχλεί ο καπνός του τσιγάρου του, γουόκμαν στα αυτιά (α οφ δε τάγκερ) και σε 5 ώρες η όψη του Κάστρου στην είσοδο του νησιού σηματοδοτούσε την έναρξη της “ελευθερίας”, της ξεγνοιασιάς και των ατελείωτων ωρών παιχνιδιού με τους φίλους μου… Ήταν τότε που η μπάλα που κρατούσα στην αγκαλιά μου ήταν το πολυτιμότερο δώρο, ο μεγαλύτερος έρωτας, η καλύτερή μου φίλη, ερωμένη, αγαπητικιά… Ήταν τότε, που οι βόλτες με το ποδήλατο, οι εξερευνήσεις στα σοκάκια του νησιού, τα πρώτα μπάνια με τους φίλους μου, οι ανέμελες καθημερινές στιγμές μας με κάνουν να επιζητώ με τον ίδιο πόθο να ξαναβρεθώ εκεί… -στο Τότε σίγουρα, αλλά και στο τώρα-.
Ήταν τότε που κάναμε μπάνιο με το λάστιχο στο “στενό”, τότε που τρώγαμε σ’ ένα τραπέζι 10-15 άτομα, τότε που ξαπλώναμε στρωματσάδα το μεσημέρι με ανοιχτές πόρτες για να κάνει “ρεύμα” ελλείψει a/c, τότε που περιμέναμε να πάρουμε παγωτό χωνάκι το απόγευμα, να γυρίσουμε με αίματα στα γόνατα από το παιχνίδι, να φάμε “ριγανάδα” στη γιαγιά, να πάμε θερινό σινεμά ή να μαζευτούμε σε κάποιο σπίτι με έγχρωμη TV να δούμε τον Μαραντόνα να τους “περνάει” όλους, και μετά να κάτσουμε σε κάποια γειτονιά όλοι μαζί, όλοι ίδιοι, όλοι ίσοι, χωρίς έννοιες, χωρίς προβλήματα, μέχρι να μας διώξει η “περίεργη” της γειτονιάς ή η φωνή κάποιας μάνας… Ήταν τότε, που τα είχαμε όλα, που τους είχαμε όλους, που ήμασταν χαρούμενοι με το λίγο, με το μικρό με το αληθινό, που είναι δύσκολο να το έχουμε πια… Ήταν τότε, που γίναμε αυτοί που είμαστε, αυτοί που για πάντα θα θυμούνται αυτά τα καλοκαίρια με ένα χαμόγελο και πολλά δάκρυα…
Καλό καλοκαίρι!
Βαγγέλης Νικολαΐδης
Μάθε παιδί μου κολύμπι!
Καλαμάτα 1997, μια υπέροχη πόλη, γενέτειρα του πατέρα μου, με φιλοξενούσε πολύ συχνά τα παιδικά και εφηβικά μου καλοκαίρια. Το συγκεκριμένο καλοκαίρι, αποφασισμένοι οι γονείς μου να με μάθουν επιτέλους να κολυμπάω χωρίς κουλούρα και μπρατσάκια, έριξαν τραγελαφικούς καυγάδες για το ποιoς είναι πιο ικανός να το καταφέρει. Γυρνάγαμε από τη θάλασσα άπραγοι κάθε μέρα. «Δεν θα μάθει ποτέ το παιδί κολύμπι», έλεγαν και οι δυο απελπισμένοι. Πίστευαν πως ήμουν ανεπίδεκτη μαθήσεως. Μια μέρα, η θεία μου η Μαργαρίτα, αδερφή του πατέρα μου και γυμνάστρια, ήρθε μαζί μας. Με τις κατάλληλες τεχνικές και μέσα σε 10(!) λεπτά, με έμαθε πως να επιπλέω χωρίς βοήθημα. «Μαμά, Μπαμπά, κολυμπάω!», φώναζα. Αυτοί δεν με πίστευαν. «Έλα έξω να βάλεις την κουλούρα και άσε τα ψέματα», έλεγε η μάνα μου. Η θεία μου γελούσε.
Τελικά μπήκαν οι γονείς μου μέσα και με πήγαν στα άπατα για να διαπιστώσουν αν λέω αλήθεια. Προς μεγάλη τους έκπληξη, κατάλαβαν πως η θεία μου η Μαργαρίτα, μέσα σε ελάχιστη ώρα, κατάφερε να πετύχει αυτό που και οι δυο τους δεν είχαν καταφέρει εδώ και δυο χρόνια!
Και έτσι άρχισα να απολαμβάνω εντελώς διαφορετικά τη θάλασσα, που παραμένει μια από τις μεγαλύτερες αγάπες μου…
Χριστίνα Ρουντζούνη
Χίλια και δύο… βότσαλα!
Οι παιδικές καλοκαιρινές μου διακοπές είχαν πάντα λίγη Εύβοια μέσα τους. Δεν ήταν λόγω της καταγωγής του παππού ή της γιαγιάς, ήταν η λόξα του μπαμπά που μας οδηγούσε κάθε χρόνο και σ’ ένα διαφορετικό μέρος της βόρειας συνήθως Εύβοιας: Ροβιές, Πευκί, Λίμνη και πάει λέγοντας… Κρυστάλλινα νερά και χρωματιστά βότσαλα ήταν οι διακοπές μας.
Ιούλιος του 1997, κι εγώ “παλεύω” να γεμίσω βότσαλα το κουβαδάκι μου, να το μεταφέρω μέχρι την ξαπλώστρα στα πόδια της μαμάς για να της δείξω το κατόρθωμά μου, τις χρωματιστές και με τέλειο τρόπο λείες πετρούλες που τόσο σχολαστικά διάλεξα για να προσθέσω στη συλλογή μας. Έπειτα, να τις αραδιάσω όλες στα πόδια της και μετά πίσω στην ακρογιαλιά και πάλι απ’ την αρχή. Και μετά βουτιές στη θάλασσα με την αδερφή μου, πάντα φορώντας τα μωβ λαστιχένια παπουτσάκια μας για να μην πληγιάζουν τα πόδια μας από τις πέτρες, και κολύμπι μέχρι να μουλιάσουν οι παλάμες μας και ν’ ακούσουμε τις φωνές της μαμάς. Έτσι, απλά και ανέμελα κυλούσαν οι διακοπές το καλοκαίρι, για να πάρουν τη θέση τους τον χειμώνα οι αναμνήσεις μαζί με μερικά ξεχασμένα βότσαλα που ταξίδεψαν μαζί μας τον δρόμο της επιστροφής και κατέληξαν σε κάποια γωνιά του σπιτιού στο κέντρο της Αθήνας.
Σοφία Αργύρη
Καλοκαίρι 1985
Διακοπές στη Ζάκυνθο και ίσως να είναι οι πρώτες διακοπές που θυμάμαι τον εαυτό μου από τότε που γεννήθηκα. Δεν λέω πόσο χρονών ήμουν, για να μην αποκαλύψω πόσο μεσήλικας είμαι… Θυμάμαι ολοήμερα στην παραλία, με μυρωδιές που θυμίζουν καλοκαίρι!
Τότε τα αντηλιακά που έβαζαν οι μεγάλοι είχαν μια μυρωδιά που μύριζε σε όλα τα αξεσουάρ του μπάνιου με το ίδιο άρωμα! μπρατσάκια, κουβαδάκια και όλα τα συναφή πίσω στο αμάξι και βουρ στη θάλασσα!
Τα βράδια θυμάμαι στο σπίτι που είχαμε νοικιάσει, καθόμασταν στην αυλή με τον αδερφό μου τον Θανάση και παίζαμε με τα έντομα που βρίσκαμε, από τριζόνια και σαμιαμίδια μέχρι βατραχάκια.
Φυσικά δεν τα βασανίζαμε, γιατί τα ψιλοφοβόμασταν.. Εκτός από ένα βράδυ που θυμάμαι, ο αδερφός μου, σαν μεγαλύτερος, έκοψε την ουρά από ένα σαμιαμίδι και πρώτη φορά στη ζωή μου αντίκρισα την ουρά να κουνιέται μόνη της… Έπαθα ένα σοκ τότε, γιατί δεν μπορούσα να διανοηθώ πως γίνεται, αφού ακόμα δεν είχα πάει σχολείο, ώστε να μάθω για τις ιδιαιτερότητες των ερπετών…
Θυμάμαι τα σουβλάκια που τρώγαμε όταν πηγαίναμε βόλτα στη Ζάκυνθο τα βράδια με τους γονείς μου και δεν θα ξεχάσω ότι ήμουν συνέχεια στους ώμους του πατέρα μου στους περίπατους, γιατί με έκοβαν τα «απαίσια» πέδιλα που μου φόραγε η μάνα μου και γκρίνιαζα συνέχεια (ωραία προβλήματα)!
Από αυτές τις διακοπές δεν θα ξεχάσω, επίσης, τα πεντανόστιμα καρπούζια που τρώγαμε κάθε μέρα και μάλιστα μου έχει μείνει χαραγμένο ένα απόγευμα που, καθώς βυθιζόμουν στη νιρβάνα του καρπουζιού, «τσακ!», με τσιμπάει μια μέλισσα στο ποδαράκι μου! Τότε, για κάποιο λόγο που ακόμα δεν ξέρω, μας έβαζαν ένα μεταλλικό κομμάτι πάνω στο τσίμπημα. πάνω στις τσιρίδες μου, λοιπόν, ο πατέρας μου βουτάει ένα μαχαίρι 20 πόντους και μου λέει, «δεν είναι τίποτα, δώσε μου το πόδι σου». Εγώ νόμιζα ότι θα μου κόψει το πόδι εκεί που με τσίμπησε, με αποτέλεσμα να μας ακούσει όλο το νησί από τα κλάματα!
Υπερβολικές οι χαρές υπερβολικοί και οι φόβοι εκείνα τα χρόνια… Παρ′ όλα αυτά δεν τα αλλάζω με τίποτα, γιατί εκείνες οι εποχές ήταν αθώες, από όλες τις απόψεις, και η ανεμελιά ήταν ο παράδεισός μας!
Εύχομαι να μπορεί ο κόσμος να ζει και να νιώθει ελεύθερος, γιατί οι φοβίες και η χειραγώγηση, που δεν υπήρχαν σε τέτοιο βαθμό τότε, σε κάνουν να ΝΟΜΙΖΕΙΣ ότι είσαι ελεύθερος αλλά δεν είσαι…
Καλό καλοκαίρι με ελεύθερη σκέψη και λιγότερο φόβο σε όλο τον κόσμο!
Σπύρος Αποστολόπουλος
ΠΟΡΤΟΚΑΛΑΔΑ ΧΩΡΙΣ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟ & ΑΛΗΤΕΙΑ!
Το καλοκαιράκι, από παιδάκι, είχα μια ανεμελιά και ένα βασανάκι. Η ανεμελιά είναι το φραουλένιο μου ποδηλατάκι, τα μπρατσάκια, οι τυροκροκέτες στο ταβερνάκι και ξεμαλλιασμένες barbie που βουτούσαν στο νεροχύτη και στη μπανιέρα, πολλά βραχιόλια και τα σκουλαρίκια! Το βασανάκι είναι «οι χαρούμενες διακοπές» (βιβλίο για να μη ξεχάσεις την άλφαβήτα και το 1+1), καμία διάθεση για διάβασμα το καλοκαίρι, ο μεσημεριανός ύπνος που μόνο οι μεγάλοι επιθυμούσαν κι εμείς έπρεπε να κάνουμε ότι κοιμόμαστε…
Όλα «τα πρώτα» που πρέπει να μάθουμε έρχονται το καλοκαίρι, κόβεις την πιπίλα, κόβεις τα μπρατσάκια και ξεκινάς τα παγωτάκια. Αργότερα, έφηβη πια, πρώτα φιλιά, πρώτη μπίρα, πρώτα τσιγάρα, πρώτα ξενύχτια… Πότε έτρωγα την μπάλα στο κεφάλι από το αγόρι που μ’ αρέσει, πότε τραγούδαγα Βικτώρια Χαλκίτη και Σοφία Αρβανίτη, πότε έκλεισε το ταβερνάκι, πότε παράτησα το ποδήλατο, πότε το ένα, πότε το άλλο. Άλλα το χωριό είναι πάντα εκεί κι όλα όσα θυμίζουν παιδική ηλικία παραμένουν και έρχονται στην επιφάνεια ξανά το καλοκαίρι!
Νικολέττα Βήκου