Σε κάποιο σημείο, τα καλοκαίρια μου έχουν ως σκηνικό μια παραλία μεταξύ Ακράτας και Διακοπτού. Το χαρακτηριστικό αυτής της παραλίας είναι ότι έχει παντού βότσαλα. Όταν τον Αύγουστο λοιπόν ο ήλιος χτυπάει αλύπητα, έχω ένα συνήθειο που εκνευρίζει τους συν-λουόμενους και προκαλεί γέλιο στην παρέα. Όση ώρα είμαι στην παραλία, πετάω τις έξω πέτρες μέσα στη θάλασσα, όχι με σκοπό να κάνω ψαράκια. Ούτε για να περάσει η ώρα. Αλλά γιατί τις λυπάμαι που καίγονται και θεωρώ ότι πρέπει να δροσιστούν.
Η μόνη που με καταλαβαίνει ως προς αυτό, είναι η φίλη μου η Βάσω. Με την οποία όταν στολίζουμε ένα ψηλό, χριστουγεννιάτικο δέντρο σε κηφισιώτικο σαλόνι, βάζουμε στην πρόσοψη τα ωραία, καινούργια στολίδια, ενώ τα παλιά λίγο χάνονται προς τα πίσω. Τα λυπόμαστε, γιατί κι αυτά κι έχουν ψυχή και στο τέλος του στολίσματος, τα παλιά ως δια μαγείας έχουν βρει μια διακριτική θέση στα κλαδιά του έλατου ανάμεσα στα καινούργια.
Αλήθεια, έχουμε ποιητική ή αλαφροΐσκιωτη ψυχή ή όντως τα πράγματα έχουν τη δική τους ψυχή; Μήπως εμείς δίνουμε σε αυτά την πνοή μας;
Τα αντικείμενα που κάτι δηλώνουν, τα αντικείμενα που κάτι θυμίζουν
“Χρησιμοποιούμε τα αντικείμενα για να βάλουμε όρια και να στείλουμε μηνύματα” είπε η ανθρωπολόγος Mary Douglas. Και αυτό ισχύει από παλιά, πολύ πριν την περίοδο του καταναλωτισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη εντύπωση για κάποιον σχηματίζεται από τα ρούχα που φοράει, τα διακοσμητικά αντικείμενα ή και το ίδιο του το σπίτι, που τονίζουν το υλικό του περιβάλλον. Tα αντικείμενα είναι σύμβολα που ορίζουν την ταυτότητά μας ως ένα σημείο και μάλιστα, προϊδεάζουν τον απέναντι θετικά ή αρνητικά ανάλογα με τις δικές του καταβολές. Στις μέρες αυτό έχει αρχίζει κάπως να σπάει ως στερεότυπο, αλλά ακριβώς επειδή υπήρξε στερεότυπο είναι δύσκολο να σταματήσουμε αυτή τη λειτουργία του εγκεφάλου που λαμβάνει τα αντικείμενα ως χαρακτηριστικά ταυτότητας.
Από την άλλη, πολλές φορές αντικείμενα που δεν “ταιριάζουν” με τον χαρακτήρα, αλλά είναι φορτισμένα με συναισθηματική αξία, δεν τα αποχωριζόμαστε εύκολα. Είτε τα έχουμε συνδέσει με κάποιο συναισθηματικό περιστατικό, είτε με την παιδική μας ηλικία, το θέμα είναι ότι δεν τα αποχωριζόμαστε γιατί δημιουργούν μια αίσθηση ασφάλειας, σαν μια υλική οικογένεια. H ιδιόμορφη σχέση μας με τα αντικείμενα αρχίζει από τη βρεφική και την παιδική ηλικία, στάδια κατά τα οποία τα αγαπημένα αντικείμενα αντικατοπτρίζουν την ανάγκη για ασφάλεια και φροντίδα. Xρησιμοποιούνται κυρίως την ώρα του ύπνου, όταν τα μωρά αποχωρίζονται το πιο κοντινό τους πρόσωπο, και γενικότερα σε αγχώδεις καταστάσεις.
Παίρνοντας ως παράδειγμα τον εαυτό μου, προσπάθησα να βρω το πιο παλιό αντικείμενο στο δωμάτιο μου. Δεν μιλώ ως προς την παλαιότητα αυτή καθαυτή, καθώς είμαι συλλέκτης παλιών βιβλίων, αλλά μπορεί να τα απέκτησα πρόσφατα. Εννοώ ένα αντικείμενο που έχω από πάντα. Ζορίστηκα πολύ, αλλά το βρήκα. Πρόκειται για το πορτατίφ του γραφείου μου, το οποίο κάπως δεν ταιριάζει κιόλας με το γραφείο. Όσα σπίτια κι αν αλλάξαμε, το πορτατίφ έμενε αναλλοίωτο σαν να το παντρευτήκαμε. Έχει ένα ιδιαίτερο φως, ιδιαίτερο στυλ γραφείου. Δεν είναι ούτε όμορφο, ούτε άσχημο, είναι διακριτικό, αλλά κυρίως είναι σκυλί. Κι αν έχει πέσει, κι αν έχει γρατζουνιστεί, δεν έχει πάθει τίποτα απολύτως. Το πιο μαγικό δε είναι ότι ως δια μαγείας δεν χρειάζεται να αλλάζεις τη λάμπα καθόλου συχνά. Έχει και πλούσια ιστορία φυσικά. Υπάρχει από όταν ο μπαμπάς μου ήταν φοιτητής στην ΑΣΟΕ.
Κοιτώντας το για πρώτη φορά τόσο καλά, κατάλαβα ότι πολύ θα με χαλάσει να μην το έχω κάποια στιγμή. Μπορεί να σπάσει, μπορεί να βραχυκυκλώσει, εξάλλου μιλάμε για 45 χρόνων αντικείμενο. Αν αναγκαστώ, θα το αλλάξω, αλλά δεν θέλω. Πέρα από τη χρηστική αξία που ξεκουράζει τα μυωπικά μάτια μου, από την πρώτη δημοτικού διαβάζω με αυτό. Αν χαθεί αυτό, χάνεται κι ένα κομμάτι μου.
Θα έλεγε κανείς ότι μου προσφέρει κάποιου είδους συναισθηματική ασφάλεια. Μήπως τελικά γι’αυτό αρνούμαστε να αποχωριστούμε πράγματα; Μήπως αν τα χάσουμε, νιώθουμε ότι χάνουμε μια δικλείδα ασφάλειας, ένα σημείο αναφοράς που ποτέ δεν μας έχει προδώσει, όπως ενδεχομένως κάνουν οι άνθρωποι;
Το παρελθόν και η γοητεία του
Μέσα σε όλο αυτό το τοπίο, έχουμε όλοι μας κάποιον άνθρωπο στο περιβάλλον μας που τρελαίνεται για παλιά αντικείμενα. Είτε είναι συλλέκτης, είτε απλώς μαγεύεται να τα κοιτά και να τα ανακαλύπτει. Ακόμη κι εμείς οι ίδιοι. Μπορεί να μην αποτολμούμε να αγοράσουμε ή να κρατήσουμε αντικείμενα που κατατάσσονται στην κατηγορία “αντίκα”, σίγουρα έχουμε ξεφυλλίσει ή περιεργαστεί αντικείμενα του παρελθόντος. Ακόμη και η ατμόσφαιρα σε παλιατζίδικα στην Αθηνάς ή την πλατεία Αβησσυνίας είναι κάπως μυστηριακή και γοητευτική, φορτισμένη από το παρελθόν των αντικειμένων.
Γιατί αυτό; Γιατί και αυτά έχουν ιστορία. Ένα βιβλίο δεύτερο χέρι, μπορεί να κρατά στα φύλλα του μια πολύ σημαντική σημείωση, ένα τραπεζάκι μπορεί να έχει ένα βαθούλωμα από ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο, ένα αμπαζούρ να έχει χάσει κάποιο μικρό κροσάκι γιατί έπεσε στο σκούπισμα, μία παλιά φωτογραφική μηχανή να έχει φωτογραφίσει τον Αλέκο Παναγούλη. Μα πάνω από όλα, αυτά και άλλα τόσα αντικείμενα είναι φορτισμένα με μνήμες που ανήκουν σε κάποιον. Και αυτός ο κάποιος, έδωσε ξεχωριστή πνοή σε κάθε αντικείμενο. Αυτή του παρελθόντος του. Ένα κομμάτι του εαυτού του.
Μνήμη, αυτή που μας ορίζει
Όλα τα παραπάνω σχετίζονται με μία πολύ ιδιαίτερη και ξεχωριστή ανθρώπινη εγκεφαλική λειτουργία. Τη μνήμη.
Το να προσπαθείς να χωρέσεις τις ερμηνείες, τους ορισμούς και τις λειτουργίες της μνήμης, μέσα σε ένα άρθρο και μάλιστα “συνειρμικό” (αφού από αλλού ξεκινήσαμε κι αλλού μας πήγε!) είναι κάτι που αγγίζει τα όρια του ακατόρθωτου. Ή και τα ξεπερνάει.
Ο απλός επιστημονικός ορισμός (ανάμεσα σε πολλούς ομολογουμένως) είναι ο εξής: Μνήμη είναι η ιδιότητα του νευρικού συστήματος να συγκρατεί την προσλαμβανόμενη μέσω της εμπειρίας πληροφορία για μικρό η μεγάλο διάστημα και έτσι να τροποποιεί τη συμπεριφορά. Φυσικά, η μνήμη έχει κι αυτή τις κατηγορίες της που αφορούν τόσο τη λειτουργία του εγκεφάλου, όσο και τα αποτελέσματα στη συμπεριφορά του κάθε ατόμου ξεχωριστά.
Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται ο ταυτοτικός χαρακτήρας της μνήμης. Κατά κοινή ομολογία “δεν ξέρεις ποιος είσαι αν δεν σε θυμάσαι”. Κι αυτό ακριβώς δε νομίζω ότι μπορούμε να το συλλάβουμε σε όλες τις αποχρώσεις του, αν δεν το αναλύσουμε. Πώς θα θυμάσαι τα βιώματά σου που καθορίζουν το είναι σου αν δεν έχεις μνήμη; Πώς θα ερμηνεύεις ανθρώπινες συμπεριφορές και πώς θα εκτιμάς ανθρώπινες σχέσεις αν δεν θυμάσαι αντίστοιχες περιπτώσεις; Πώς θα μπορέσεις να ενταχθείς σε ένα οποιοδήποτε κοινωνικό σύνολο, αν δεν υπάρχουν γνώσεις και παραδείγματα χαραγμένα μέσα στο μυαλό σου; Πώς θα γνωρίζεις την ιστορία του ανθρώπινου γένους που καθορίζει τόσο τα παρόντα, όσο και τα μελλούμενα; Και τελικά η μνήμη είναι απαραίτητη και ακίνδυνη ή απαραίτητη και επικίνδυνη;
Σε αυτό ακριβώς το ερώτημα, θυμήθηκα την ταινία “Eternal sunshine of a spotless mind” (Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού). Για όσους δεν το έχουν δει, εκτός του ότι πρέπει να το κάνουν άμεσα, η κύρια ιστορία έχεις ως εξής: ένα ζευγάρι αποφασίζει να χωρίσει και για να μην πονάει από αυτό το χωρισμό, αποφασίζει να απευθυνθεί σε επιστήμονες ώστε να διαγράψουν τις μνήμες του ενός και του άλλου. Τα θέματα στα οποία εγκύπτει η ταινία είναι σημαντικά: ο πόνος που προκαλείται από την απώλεια, η αγωνία της “μνήμης”, δηλαδή του ίδιου του ατόμου να κρατηθεί από την ανάμνηση, η αρνητική πλευρά της εμμονικής λειτουργίας της μνήμης και πώς μία και μόνο ανάμνηση μπορεί να επηρεάσει όλη σου τη ζωή, την ψυχική ισορροπία και τη συμπεριφορά.
Μέσα από το ισχυρό κίνητρο του έρωτα, η ταινία δίνει αυτές τις λεπτές αποχρώσεις, μακριά από επιστημονικούς όρους, αλλά χρησιμοποιώντας το συναίσθημα. Και μάλλον αυτό είναι το κλειδί για να αντιληφθούμε τι σημαίνει ουσιαστικά η έννοια μνήμη.
Εν τέλει…“Συνειρμικά”
Στην έρευνα για να γράψω το συγκεκριμένο άρθρο, έπεσα πάνω σε μία είδηση του 2018, η οποία φαίνεται πραγματική και όχι hoax, αφού υπάρχει σε πολλά άρθρα και παρακάτω θα σας γράψω το σημείο που με έβαλε σε σκέψεις από το cnn.gr: “Η πρώτη «μεταμόσχευση» μνήμης σε σαλιγκάρια είναι γεγονός: Βιολόγοι στις ΗΠΑ κατάφεραν να μεταφέρουν μια συγκεκριμένη άσχημη ανάμνηση από ένα θαλάσσιο σαλιγκάρι σε ένα άλλο, δημιουργώντας έτσι στο δεύτερο μια τεχνητή μνήμη. Η μεταπήδηση της μνήμης έγινε μέσω μεταφοράς του μορίου RNA από το ένα πειραματόζωο στο άλλο, αν και ο ακριβής βιολογικός μηχανισμός που επέτρεψε την «μεταμόσχευση» της μνήμης, δεν είναι ακόμη κατανοητός στους επιστήμονες”.
Η ταινία που αναφέρεται παραπάνω είχε αγγίξει το όριο της επιστημονικής φαντασίας, όπου η μνήμη μπορεί να διαγραφεί τεχνητά. Τι γίνεται όμως αν κάποιος, για κάποιο λόγο χρησιμοποιήσει αυτή τη μεταμόσχευση μνήμης για να διαμορφώσει συμπεριφορές και συνειδήσεις όπως εκείνος θέλει; Από την άλλη, αν αυτός ο τρόπος σώσει κάποιον από το να απαλλαγεί από την ανάμνηση επίπονων βιωμάτων όπως οι πόλεμοι ή η κακοποίηση; Θα ήταν θεμιτό κάτι τέτοιο ή θα ήταν πλήρως αντίθετο στις έννοιες της ατομικότητας, της διαφορετικότητας και εν τέλει της ταυτότητας;
Σίγουρα θα βρεθούν απαντήσεις με επιχειρήματα και για τις δύο πλευρές. Σύμφωνα με τη δική μου γνώμη, ο πόνος είναι μέρος της ζωής και χωρίς αυτόν δεν μπορείς να πορευθείς, παρά ζεις σε ένα ιδιότυπο Truman Show, για να μιλήσω πάλι με κινηματογραφικούς όρους. Η ζωή είναι όλα. Και η έννοια της μνήμης είναι συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή.