*γράφουν: Ηλέκτρα Τζώρτσου, Άντα Κουγιά
Τι θα καταλάβει ένα παιδί τού σήμερα με τη λέξη «σάκα»; Τι θα συμβεί αν του πεις ότι κάποτε η έδρα ήταν μισό μέτρο πάνω από το έδαφος και ότι ο δάσκαλος είχε και μία βέργα παραμάσχαλα; Πού θα πάει το μυαλό τους με τον όρο «γυμναστικές επιδείξεις»; Κι όμως, όλα αυτά, και τόσα άλλα, ήταν κάποτε η πραγματικότητα παρόλο που σήμερα μοιάζουν να ξεπήδησαν από ταινία με δεινόσαυρους.
Κουδούνα
Ποιο ηλεκτρικό κουδούνι; Παλαιότερα, υπήρχε ο επιστάτης που έβγαινε στο προαύλιο και βαρούσε μια χαλκόχρωμη κουδούνα για να βγουν τα παιδιά έξω να γλιτώσουν. Αν τον έπαιρνε κάνας ύπνος, το μάθημα συνεχιζόταν στο διηνεκές.
Βέργα
Ιδανική τιμωρία για τον Μεσαίωνα. Μία ξύλινη βέργα αρκετά λεπτή ήταν το εργαλείο του δασκάλου για να επιβάλλει την τάξη. Φώναζε τα παιδάκια, τους ζητούσε να ανοίξουν την παλάμη κι έδινε ένα δυνατό και γρήγορο χτύπημα αλά Τσάκι Τσαν. Ο πόνος ήταν ασύλληπτος λένε οι φήμες. Άλλες φήμες λένε ότι η βέργα έμπαινε σε εφαρμογή πριν καν γίνει η αταξία.
Σάκα
Οι σχολικές τσάντες έχουν περάσει από πολλά κύματα. Ξεκίνησαν παραλληλόγραμμες (σαν φάκελοι), δερμάτινες, με ένα ή δύο λουριά στο μπροστινό μέρος και το χαρακτηριστικό κούμπωμα που έκανε κλακ. Αυτές ήταν οι κλασικές σάκες που βλέπουμε στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες και ταινίες. Στα επόμενα χρόνια επικράτησε το σακίδιο πλάτης που άλλοτε έφτανε μέχρι τις γάμπες, άλλοτε σχεδόν σου έκοβε τις μασχάλες, ήταν γεμάτο κονκάρδες, φουλάρια στη χειρολαβή, ατάκες γραμμένες με μπλάνκο. Στο εσωτερικό δεν μπορούμε να ξέρουμε τι περιέχουν – και πολύ καλά κάνουμε.
Μαυροπίνακας
Κάποτε μαύρος, πιο μετά πράσινος, χιλιοχαραγμένος από τις κιμωλίες που αρχικά ήταν άσπρες, μετά υπήρξε μια πολυχρωμία για να δοθεί το απαραίτητο στυλ. Το χέρι σου γέμιζε σκόνη, ενώ το πανβρόμικο σφουγγάρι ήταν το απαραίτητο συνοδευτικό. Σήμερα, στις σχολικές αίθουσες βρίσκουμε τον ξενέρωτο «διαδραστικό πίνακα» με μαρκαδόρους που σβήνουν.
Τα κρεμασμένα
Παλιότερα στις αίθουσες μπορούσες να βρεις κρεμασμένους χάρτες (μπορούσαμε τότε τουλάχιστον να έχουμε μία ιδέα πώς είναι το σχήμα της Ελλάδας και κατά πού πέφτει ο κάθε νομός), τον Χριστό να σε παρακολουθεί σε όποιο θρανίο κι αν κάθεσαι (κάτι σαν τη Τζοκόντα, αλλά στο πιο θρησκευτικό), σε κάποια σχολεία υπήρχε και το τρίπτυχο Κολοκοτρώνης-Καραϊσκάκης-Διάκος (καλύτερα από τον Χριστό, εκατό τοις εκατό), κάτι πλαστικοποιημένες αφίσες από τοπία με καταπράσινα δέντρα, ποτάμια, λίμνες και καταρράκτες που δεν είχες ιδέα πού βρίσκονται αλλά σίγουρα αν σε έπιανε κατούρημα δε βοηθούσαν καθόλου.
Λεύκωμα
«Τι εστί ανήρ» και «τι εστί γυνή» και «τι εστί έρως» σε ένα τετράδιο που αποκάλυπτε την αισθητική του ιδιοκτήτη. Δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμη. Σίγουρα όμως τα τσιτάτα τα οποία έδιναν την απάντηση στο εκάστοτε ερώτημα, υπάρχουν στο Google. Βέβαια, ας μην κρυβόμαστε. Όλο το θέμα ήταν να μάθεις τα κουτσομπολιά της τάξης.
Έδρα, η υπερυψωμένη
Δεν είμαστε όλοι ίσα κι όμοια: Ο δάσκαλος και η δασκάλα παλαιότερα έπρεπε να ξεχωρίζουν, να φαίνονται ψηλότεροι, πιο επιβλητικοί, να έχουν προφανώς την εποπτεία όλων των μαθητών, να μην τους ξεφεύγει τίποτα. Όλα αυτά προφανώς είχαν να κάνουν με την εξουσία που ο/η δάσκαλος/δασκάλα έπρεπε να έχει μέσα στην τάξη και αυτό έπρεπε κάπως να φανεί. Ευτυχώς αυτές οι… διαφορές ύψους που μόνο άγχος προκαλούσαν, μας άφησαν χρόνους.
Ποδιά
Κι όμως, δε χρειαζόταν πάντα να ψάχνεις από την προηγούμενη μέρα το βράδυ ή με την τσίμπλα στο μάτι να βρεις τι θα φορέσεις την επόμενη μέρα στο σχολείο. Ο λόγος; Ποδιά. Με μικρές διαφοροποιήσεις στα σχέδια, όλα τα αγοράκια φορούσαν κοντό μπλε παντελονάκι και πουκαμισάκι, και όλα τα κοριτσάκια μπλε φουστανάκι με λευκό γιακά. Πολλές φορές ήταν υποχρεωτική για τα κορίτσια και μία λευκή κορδέλα στα μαλλιά, η οποία γνωρίζω από αφηγήσεις πως αν δεν είχαν προλάβει να την πλύνουν από την προηγούμενη μέρα, τρώγανε κι ένα χέρι ξύλο από το δάσκαλο. Αν και υπάρχει μεγάλη κουβέντα γύρω απ’ αυτή την ομοιομορφία και το αν βοηθάει στη φαινομενική εξάλειψη των ταξικών διαφορών, όχι, παιδιά. Καλύτερα να φοράει ο καθένας ό,τι θέλει. Τα παιδιά θα τη βρουν την άκρη τους. Ούτως ή άλλως ο κόσμος εκεί έξω είναι γεμάτος δύσκολες αντιθέσεις.
Κουλούρι, λουκουμάς, τυρόπιτα
Το τρίπτυχο της χοληστερίνης (εντάξει, όχι το κουλούρι, αλλά σιγά τη λιχουδιά). Αυτά τα τρία ήταν και οι μόνες επιλογές στο «κυλικείο» του σχολείου. Πολλές φορές δεν ήταν καν κυλικείο, αλλά πάγκος. Και πολλές φορές δεν ήταν καν πάγκος, αλλά δίσκος που έδενε στο λαιμό του αρμόδιου.
Γυμναστικές επιδείξεις
Καλοκαιρινός θεσμός που σήμαινε τη λήξη του σχολικού έτους. Αμφιβόλου ποιότητας και αισθητικής, προσέφεραν κυρίως στιγμές γέλιου στους γονείς και ανάγκη ηρεμιστικών στους δασκάλους. Σήμερα, οι γυμναστικές επιδείξεις έχουν αντικατασταθεί από το γενικό τίτλο «Γιορτή».
Σαϊτα
Το αστείο το παλιό το καλό το κρύο ήταν η δημιουργία σαΐτας και το πέταγμά της προς τον καθηγητή. Δεν προκαλούσε καν γέλιο από ένα σημείο και μετά. Ήταν απλά μια συνήθεια που έπρεπε να διατηρηθεί. Σήμερα, δύσκολο να ξέρει κάποιο νέο παιδί να φτιάχνει σαΐτες.
Ενιαίο θρανίο
Τώρα δεν το λες και θρανίο αυτό, αλλά φυλακή, αφού η θέση με το τραπέζι ενώνονταν και δεν μπορούσες να βολευτείς με κανένα τρόπο. Αγαλματάκι ακούνητο. Έξτρα αηδία: ο χώρος κάτω από την επιφάνεια που έγραφες που γέμιζε κάθε λογής βρόμα και σκουπίδια.
Τετράγωνες κασετίνες
Η χαρά του ψυχαναγκαστικού αφού το κάθε τι είχε τη θέση του. Έπιαναν όμως πάρα πολύ χώρο στη σάκα και σιγά σιγά άρχισαν να καταργούνται. Καλά, όχι, τελείως, κάπου θα βρεις, αλλά έχει περάσει στη φάση «παρωχημένο».
Κι όμως δεν υπήρχαν
Κάποτε, αγαπητοί μας φίλοι, δεν υπήρχαν κινητά να βαράνε μες στην αίθουσα, να σε απασχολούν από το μάθημα ή –για να είμαστε ειλικρινείς– να αντικαθιστούν τη διάδραση ανάμεσα στους συμμαθητές, έστω και κατά τη διάρκεια του μαθήματος! Υπήρχαν χαρτάκια για ανταλλαγή απόψεων και κοινωνικού σχολιασμού – ήτοι κουτσομπολιό. Υπήρχαν τα στυλό που χρησίμευαν κυρίως για να κάνεις «πλατούλα» στον μπροστινό. Υπήρχε το κολατσιό σε αλουμινόχαρτο ή διαφάνεια, υπήρχε το νερό από αμφιβόλου ποιότητας βρύσες και ψύκτες. Κάποτε στο μεταξύ, δεν υπήρχαν και μάσκες και αντισηπτικά επίσης. Πόσο άλλαξε ο κόσμος… Σαν ένα παράλληλο σύμπαν τόσο κοντινό και τόσο μακρινό ταυτόχρονα.