Κάποιες φορές, κοιτάς την ώρα και αναρωτιέσαι πώς πέρασε τόσο γρήγορα. Κάποιες άλλες φορές, κοιτάς μια φωτογραφία κι αναρωτιέσαι πώς πρόλαβε να «παλιώσει» τόσο πολύ, κι όμως να μοιάζει χθεσινοβραδινή η στιγμή κατά την οποία τραβήχτηκε. Θα ήθελα σήμερα να μοιραστώ μια από τις συναντήσεις που με διαμόρφωσαν στην ζωή μου, με έναν άνθρωπο που με συνδέουν αναμνήσεις, γέλια και πολλή μουσική. Το όνομα αυτού του ανθρώπου: Ελεάνα Βραχάλη. Παραδέξου ότι έχεις κι εσύ κλείσει τα μάτια σιγοτραγουδώντας κάποιον από τους μαγικά λιτούς της στίχους…
Με την Ελεάνα Βραχάλη συναντηθήκαμε για πρώτη φορά πολύ τρυφερά και παράξενα και το πρώτο μας ραντεβού ήταν κινηματογραφικό, για την αφορμή και για το πώς συναντήθηκαν δυο άγνωστοι άνθρωποι.
Η Ελεάνα εκείνη την εποχή έκανε μουσική επιμέλεια στον ‘’Seven 88,3’’ τον ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας. Εγώ ότι είχα τελειώσει το Λύκειο και πριν ανέβω Αθήνα για σπουδές τον επόμενο χρόνο, εργαζόμουν στον ραδιοφωνικό σταθμό της Κορίνθου ‘’Κέντρο FM 98,2’’ που είχα ξεκινήσει με μουσικές εκπομπές από Α’ Λυκείου. Ήταν η πιο ωραία εποχή, αλλά και με πολλές δυσκολίες όπως τα περισσότερα παιδιά σε εκείνη την ηλικία που τελειώνει η εφηβεία. Κατά τ’ άλλα, πολύ διάβασμα, κινηματογράφος, θέατρο, και πολλή μουσική! Είναι τα χρόνια που μελετάω ιδιαιτέρως τους στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου και της Μαριανίνας Κριεζή. Είχε ξεκινήσει η μελέτη από πιο νωρίς, αλλά εδώ άρχιζα να μπαίνω βαθιά στο νόημα των λέξεων και να τις αναλύω μία μία: όλα φαινόντουσαν πως είχαν γραφτεί για την αληθινή ζωή.
Κι όπως μάζευα για το αρχείο μου οτιδήποτε είχε σχέση με τη Λίνα και τη Μαριανίνα, έψαχνα αν είχαν γίνει τραγούδι κάποιοι στίχοι της Λίνας που είχε διαβάσει η ίδια στην εκπομπή “Μουσικά Πορτραίτα” της ΕΡΤ. Δεν έβρισκα πουθενά τίποτα για αυτούς τους στίχους, καμία πληροφορία, κι έτσι σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο σε ραδιοφωνικούς σταθμούς της Αθήνας, μήπως μου δώσει κάνεις τα φώτα του, γιατί από τις δικές μου πηγές δεν έβγαζα άκρη. Το πρώτο τηλεφώνημα που έκανα ήταν στον ‘’Seven 88,3’’, το σηκώνουν στο τηλεφωνικό κέντρο, εξηγώ τι ακριβώς ψάχνω και μου λένε θα σας συνδέσουμε με την δισκοθήκη με την κοπέλα που κάνει μουσική επιμέλεια.
Η κοπέλα αυτή ήταν η Ελεάνα! Άρχισα να της λέω τους στίχους της Λίνας κι αν είναι σε κάποιο τραγούδι, μου λέει ‘’όχι δεν έχουν μελοποιηθεί οι συγκεκριμένοι στίχοι, αλλά πλάκα μου κάνετε;’’ της απαντώ‘’καθόλου πλάκα’’, φαντάζομαι θα έλεγε από μέσα της διάφορα και δικαίως, αλλά έτσι είναι όταν ψάχνεις κάτι που θες. Αρχίσαμε τα γνωστά που λένε οι άνθρωποι που αγαπάνε και ασχολούνται με τη μουσική, για αγαπημένους συνθέτες, στιχουργούς κλπ. Εντυπωσιαστήκαμε που είχαμε τις ίδιες αγαπημένες, τη Λίνα και τη Μαριανίνα, η Ελεάνα τις γνώριζε και προσωπικά, εγώ μόνο τηλεφωνικά είχα μιλήσει με τη Μαριανίνα για μια εκπομπή του σταθμού με θέμα τη ‘’Λιλιπούπολη’’, με τη Λίνα ντρεπόμουν πολύ να έρθω σε επαφή. Ακόμα κι όταν μου είχε ζητηθεί να της κάνω τηλεφωνική συνέντευξη, δεν μπορούσα, είχα μπλοκάρει τελείως.
Είναι όμορφα όλα αυτά όπως τα βλέπω τώρα, και φυσικά με την Ελεάνα κολλήσαμε στην κυριολεξία με τόσα κοινά. Είχαμε και τον ίδιο αγαπημένο στίχο της Λίνας εκείνη την περίοδο το “Εγώ απ’ τα δεκάξι μου την είχα βρει την άκρη“, από τα “Κανονικά” με τη Γαλάνη. Τραγούδι που είχα σε κασέτα, αλλά δεν είχα το cd, κι έτσι της ζήτησα αν μπορούσε να μου έβγαζε φωτοτυπίες τους στίχους από το βιβλιαράκι του cd και να μου έγραφε το cd γιατί δεν το έβρισκα πουθενά, είχαν κυκλοφορήσει πολύ λίγα αντίτυπα κι ήταν σπάνιο. Τη ρώτησα με ποιον τρόπο θα μου τα έστελνε, και πολύ αυθόρμητα, μου είπε, ‘’Σε λίγες μέρες θα βρίσκομαι στο Ξυλόκαστρο με τη μητέρα μου για διακοπές σε σπίτι φίλων μας, θες να βρεθούμε;’’
Ήθελα πολύ να συναντήσω αυτό το κορίτσι που με είχε γοητεύσει με τη φωνή της, καθώς μιλούσαμε στο τηλέφωνο και με είχε ενθουσιάσει με τις γνώσεις της. Ανταλλάξαμε αριθμούς και τα λέγαμε κάθε μέρα τηλεφωνικώς μέχρι να βρεθούμε από κοντά.
Κι έφτασε η ώρα της πρώτης συνάντησης. Ναι, υπήρχε καρδιοχτύπι, σαν τώρα τη θυμάμαι τη σκηνή. Είχαμε πει να βρεθούμε στο Λουτράκι, στα δικά μου τα μέρη, η Ελεάνα θα ερχόταν με το λεωφορείο από Ξυλόκαστρο. Την περίμενα εναγωνίως στο κτελ Λουτρακίου. Φτάνει το λεωφορείο κι αμέσως καταλαβαίνω ποια είναι από τα μάτια της. Δυο μάτια εκφραστικά, υπέροχα, μελαγχολικά και ντροπαλά που την έκαναν ακόμα πιο ερωτεύσιμη. Αμηχανία στην αρχή, είπαμε “Χαίρω πολύ”, σαν τον τίτλο του δίσκου της Μαριανίνας και πιάσαμε την κουβέντα «παίζοντας» με τίτλους και φράσεις από τραγούδια για να σπάσουμε την αμηχανία μας, του τύπου ‘’Να των ανθρώπων τα έργα’’, ‘’Βρε, καλώς τη λέω τη νέα τη συγκίνηση’’ , και άλλα τέτοια.
Γελούσαμε και περπατούσαμε στην παραλία συζητώντας για τα τραγούδια που μας είχαν σημαδέψει και που μας σημάδεψαν για πάντα όπως φαίνεται. Ήπιαμε τον πρώτο μας καφέ στο Paul’s, στο στέκι μου στο Λουτράκι και μετά πήγαμε για θαλασσινά και ούζο στον “Γιάννη” και μιλούσαμε για διάφορα θέματα που μας απασχολούσαν ως νέοι με αγωνίες, για το τι γίνεται γύρω μας και πως θα αντιμετωπίσουμε αυτό τον κόσμο το χλωμό.
Η Ελεάνα είναι 4 χρόνια μεγαλύτερή μου, δεν παίζει ρόλο βέβαια, ίδια γενιά είμαστε, ανά επταετία δεν αλλάζουν οι γενιές; Ήταν ένα κατασταλαγμένο φωτεινό πλάσμα αν και έδειχνε σαν τρομαγμένο παιδί, ήξερε που πατούσε και τι ήθελε. Θυμάμαι την είχα ρωτήσει, «εσύ γράφεις;» και πολύ ντροπαλά μου είπε «ναι» κι έβγαλε από την τσάντα της το τετράδιο με τους στίχους της, κι εκεί πρωτοδιάβασα τον ‘’Καπνό’’, το ‘’Θέλω να αφεθώ’’ και την ‘’Εκδρομή’’. Οι ώρες περνούσαν, ήμασταν μαζί από τις 11 το πρωί κι είχε πάει 9 το βράδυ. Θα επέστρεφε στο εξοχικό των φίλων της με το τελευταίο λεωφορείο. Την φίλησα, την έβαλα στο λεωφορείο και…την ερωτεύτηκα!
‘’Θα ‘θελα ξανά να με θες,
θα ‘θελα αέρας να γίνεις,
να περνάω τις νύχτες που καίς,
το πουκάμισό μου ν’ ανοίγεις.’’
Στην συνέχεια, μιλούσαμε καθημερινά σχεδόν στο τηλέφωνο και μετά από τρεις μήνες ανέβηκα Αθήνα, πήγα σπίτι της και έμεινα ένα Σαββατοκύριακο. Γνώρισα τους γονείς της και φυσικά την αδερφή της τη Χριστίνα, υπέροχοι άνθρωποι. Είχαν έρθει κι εκείνοι στο Λουτράκι, και στο σπίτι μου με τους δικούς μου, αλλά πιο πολύ πήγαινα εγώ στην Ελεάνα, δεν ζούσα ακόμη μόνιμα στην Αθήνα και με φιλοξενούσαν στα Άνω Πατήσια όπου έμεναν, από κάτω ακριβώς από τον ηλεκτρικό σταθμό ήταν το σπίτι τους, σε μια θεόρατη πολυκατοικία στον πέμπτο, ένα τεράστιο σπίτι υπέροχο, ζεστό και φιλικό και για μένα πάντα ανοιχτό.
Με την Ελεάνα γίναμε φίλοι δυνατοί, όχι αστεία. Ήμασταν τόσο δεμένοι που με υπολόγιζαν οι δικοί της σαν μέλος της οικογένειάς τους. Κι όταν ήμουν φαντάρος που πέρασε μία δύσκολη περίοδο με ένα θέμα που την ταλαιπώρησε, είχα πάρει ειδική άδεια για να κατέβω από τον Έβρο να τη δω. Και σε άλλες άδειές μου από το στρατό, πρώτα πήγαινα στην Ελεάνα και μετά στους δικούς μου. Στο μεταξύ, είχαν κυκλοφορήσει οι δίσκοι της οι πρώτοι με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη και ο ένας πλατινένιος ερχόταν πίσω από τον άλλον. Ταιριάξανε πολύ καλλιτεχνικά με τον Χατζηγιάννη και γράψανε πολλά όμορφα τραγούδια.
Θυμάμαι ένα απόγευμα τον Χατζηγιάννη στο σπίτι της να φτιάχνουν παρέα το “Αν μου τηλεφωνούσες“, είχε την κιθάρα του ο Μιχάλης και της έπαιζε το κομμάτι και η Ελεάνα γεννούσε τα λόγια εκείνη την ώρα, είχε φτιάξει θυμάμαι η μητέρα της, η αγαπημένη μου Ράνια, -εκπληκτική μαγείρισσα-, ρολό κοτόπουλο και χαλβά σιμιγδαλένιο, και φάγαμε στο τέλος όλοι μαζί με ωραία διάθεση και πολλή όρεξη!
Με την Ελεάνα ζήσαμε πολλά, χαρές, λύπες, και πάρα πολλές κωμικοτραγικές καταστάσεις. Μια φορά θυμάμαι καλοκαίρι ήταν, 2005 μάλλον, που θέλαμε να πετάξουμε σαν πουλιά από το μπαλκόνι του πέμπτου,γιατί δεν αντέχαμε το άγχος και την πίεση της πόλης, αλλά αυτό επειδή δε γινόταν, φύγαμε τρέχοντας όπως ήμασταν με τα σορτσάκια που φορούσαμε μέσα στο σπίτι, για μια βόλτα με το αυτοκίνητο να πάρουμε αέρα και η μητέρα της από πίσω να μας φωνάζει,”Που πάτε έτσι;!”
Μπήκαμε στο αυτοκίνητό της και φύγαμε, και στο cd έπαιζε την “Έρημο” της Μελίνας Τανάγρη, μπορεί να το ακούσαμε και εκατό φορές εκείνη τη νύχτα στο repeat… Μου θυμίζει πάντα εκείνη την ωραία βόλτα μας στο Λυκαβηττό αυτό το τραγούδι όποτε το ακούω, με συγκινεί πολύ, ήμασταν παιδιά κι ήταν όλα αλλιώς.
Πολλές τέτοιες στιγμές μέσα στο αυτοκίνητο. Ακούγαμε τραγούδια και κλαίγαμε, το αγαπημένο μας ήταν της Λίνας το ‘’Δεν είσαι συ’’ και της Μαριανίνας το ‘’Νερό να πίνεις στ’ όνομά μου’’, η αδερφή της η Χριστίνα έλεγε και γελούσαμε: “Όποτε έρχεται ο Γιάννης, όλο θλιμμένα τραγούδια ακούμε.” Βλέπαμε ταινίες, πηγαίναμε σινεμά, είχαμε δει μαζί τις ‘’Ώρες’’, το ‘’Χορεύοντας στο σκοτάδι’’ με την Bjork, το ‘’American Beauty’’, και αμέτρητες ταινίες στο σπίτι, όλες του Almodovar, αλλά και πολύ κλασικό κινηματογράφο.
Όμορφα χρόνια, όμορφες στιγμές, ωραίες σχέσεις αυτές, ακόμα κι όταν χανόμαστε στον χωροχρόνο, τα πρόσωπα που μπήκαν στη ζωή μας, έγραψαν μέσα μας. Μετά μπήκαν στην σχέση μας τρίτοι και την διέλυσαν, σταματήσαμε κάθε είδους επαφή και αυτό μας πλήγωσε, συμβαίνουν αυτά και στις καλύτερες σχέσεις, δεν κράτησε όμως πολύ η απόσταση, γιατί ξέραμε πια καλά ο ένας τον άλλον, και δεν χωρούσαν ψέματα ανάμεσά μας. Είχαμε και το στέκι μας στα Άνω Πατήσια, το καφέ-μπαρ ‘’Το άρωμα’’, κι εκεί τα ξαναβρήκαμε.
‘’Θα φτιάξω κόσμο δικό μου και μέσα θα ζω,
όλα ανάποδα θα ‘ναι εδώ.
Για μένα θα ‘ναι πια ψέμα το πραγματικό
κι η αλήθεια θα ‘ναι το φανταστικό.
Εγώ γυρνώ ανάποδα όλη τη γη,
εγώ τρελό και πειραγμένο παιδί’’
Ήδη ζούσα πια μόνιμα Αθήνα το 2005 , τελείωνα τις σπουδές μου στη Δημοσιογραφία, έγραφα σε διάφορα έντυπα, κι είχαμε κάνει μια μικρή συνέντευξη με την Ελεάνα το Μάιο του 2006 που θα διαβάσετε παρακάτω, αναδημοσιευμένη αυτούσια.
Ύστερα με τα χρόνια χαθήκαμε. Αγαπιόμαστε αλλά, χαθήκαμε. Οι ζωές μας, οι υποχρεώσεις, οι δουλειές, όλα μαζί. Τελευταία φορά βρεθήκαμε πριν χρόνια στην κηδεία του φίλου μας του Πέτρου Κωλέτη, ήταν με την μητέρα της, τις αγκάλιασα σφιχτά, υποσχεθήκαμε να μη χαθούμε, αλλά χαθήκαμε. Όχι για πάντα όμως, οι άνθρωποι που βρεθήκαμε σ’ αυτή τη ζωή και ζήσαμε δυνατές καταστάσεις μαζί δεν χανόμαστε. Και τώρα με την Ελεάνα θέλουμε πολύ να βρεθούμε και θα βρεθούμε!
Εκείνα τα χρόνια της συνεργασίας Ελεάνας-Χατζηγιάννη (που έσπαγε ταμεία) για να είμαι ειλικρινής, άκουγα άλλη μουσική και δεν τα παρακολουθούσα με προσοχή, τώρα τα ακούω με περισσότερη ευχαρίστηση, γιατί έχουν όλη αυτή την αθωότητα και τη νοσταλγία. Είναι πολλά που αγαπώ… Τραγούδια ερωτικά σαν εξομολογήσεις, γεμάτα εικόνες, που ταξιδεύουν άφθαρτα μέσα στο χρόνο γιατί οι στίχοι τους είναι άμεσοι και ειλικρινείς, απλοί χωρίς να είναι απλοϊκοί, κι όλα μιλούν για την αγάπη, που είναι τόσο δυσεύρετη πια.
Με αφορμή τα γενέθλιά της που πλησιάζουν, στις 28 Ιουνίου, θέλω να της ευχηθώ να ζήσει σαν τα ψηλά βουνά, υγιής καλότυχη και δημιουργική. Και δίνουμε από τώρα ραντεβού για την επέτειο της γνωριμίας μας. Για να βγάλουμε και μια φωτογραφία! Δεν έχουμε, παραδόξως, καμία μαζί…
‘’Δεν ξέρω μέσα σου αν έχεις τη ψυχή,
για κάτι τόσο μεγάλο και βαθύ,
αγάπη, φιλία κι έρωτας μαζί,
μια έλξη πάνω από μας είναι αυτή.
Αυτό που μας δένει εμάς,
δεν θέλω να΄χει όνομα,
μα θέλω να΄χει νόημα,
να πεθαίνω και να ζω.
Αυτό που ζούμε τώρα εμείς,
αθώο να΄ναι κι ένοχο,
ελεύθερο μα πάντα εδώ,
να΄ναι αυτό μοναδικό…’’