Από τη συλλογή υπό έκδοση “ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ, ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ”
Μου κάνει παρέα. Όχι δεν το ξέρει και είναι σίγουρο πως δεν θα το μάθει ποτέ. Έχω φροντίσει γι’ αυτό. Όσο και να προσπαθήσει κανείς από απέναντι να δει ή να μάθει τι γίνεται μέσα στο σπίτι μου, ειδικά τις νύχτες που όλοι έχουμε τα φώτα αναμμένα, δεν θα μπορέσει. Ζω στο μισοσκόταδο και κοιμάμαι νωρίς.
Αντίθετα εκείνος τις νύχτες του τις γιορτάζει. Καίει ρεύμα, δέχεται φίλους, πολλοί από τους επισκέπτες του είναι γυναίκες, ωραίες γυναίκες που γδύνονται όλες μπροστά στα παράθυρα, μετά ντύνονται και φεύγουν. Τα πρωινά ωστόσο όσο κι αν ξενυχτάει, σηκώνεται νωρίς. Η δουλειά του τον υποχρεώνει.
Κι έτσι πριν χαράξει εγώ σταθερά θα βρίσκομαι πίσω από τις γρίλιες μου, το σκοτάδι μέσα σε μένα είναι πάντα επαρκές και το φως σε εκείνον δεν σβήνει ποτέ. Ανάβω το τσιγάρο μου, πίνω τον αχνιστό μου καφέ και τον παρακολουθώ. Και το ομολογώ, παρά τις ωραίες του βραδινές “περιπέτειες” – ξέρω πολλά που δεν θα έπρεπε γι’ αυτόν – η πιο απολαυστική ώρα του εικοσιτετραώρου είναι το ξημέρωμα.
Από το βορινό του μεσαίο παράθυρο φαίνεται το λουτρό. Εκεί κάθε πρωί το έργο που βλέπω, είτε σε επανάληψη, είτε για πρώτη φορά, είναι συναρπαστικό:
Φτάνει στο μπάνιο συνήθως γυμνός. Ξέρω κάθε σημείο του σώματός του, ένα γεροδεμένο σώμα, με μικρά και μεγάλα μυστικά. Όποιος θα περίμενε να αρχίσω τα κουτσομπολιά, είναι μακριά νυχτωμένος. Άσε που εμένα δεν με απασχόλησαν ποτέ σε βάθος οι ζωές των άλλων.
Τα πρόσωπα, οι εκφράσεις, τα μάτια, τα πόδια, τα χέρια, τα χείλη, τα δόντια, τα μαλλιά, οι τρίχες στην πλάτη ή τα νύχια, τα γεννητικά όργανα, οι γλουτοί και κάθε άλλη μικρή ή μεγάλη ατέλεια κάνουν τα σώματά τους για μένα σχολείο.
Και το δικό του λουτρό έτσι όπως πάντα χάσκει ανοιχτό το παράθυρό του είναι ο βωμός της έκστασης. Εκεί, μόνος του, τις περισσότερες πολύ πρωινές ώρες, πλησιάζει νυσταγμένος ακόμη, την λεκάνη της τουαλέτας κι αντί να κατουρήσει όρθιος, κάθεται. Σαν κορίτσι.
Από την έκφραση στο πρόσωπό του κάθε φορά την ώρα που κάνει τσίσα, μαθαίνω τι όνειρο είδε το βράδυ, αν είναι ευδιάθετος ή φορτωμένος έννοιες, αν πέρασε καλά με την κοπέλα που ξάπλωσε ή αν έπληξε, αν έχει λόγο να πάει στο γραφείο του και ποιον ή αν θα ευχότανε να γίνει απεργία ή σεισμός για να μείνει σπίτι.
Ενθουσιάζομαι όταν, αφού τελειώσει με τα τσίσα του, κάνει κακά. Τότε αν θα μπορούσα να βάλω δυνατά μουσική, να ξεσηκώσω το τετράγωνο, θα έβαζα Βιβάλντι. Τις “4 Εποχές”. Όχι πάντα βέβαια. Μπορεί να έβαζα και Μουζόρσκι, την “Νύχτα στο Φαλακρό Βουνό”.
Έχω σκεφτεί και το “Απόγευμα ενός μικρού Φαύνου” – κι ας είναι πρωί – ή την “Νόρμα” από όπερες. Με ξεπερνάει το βλέμμα του κοιτώντας ευθεία μπροστά – χωρίς να το ξέρει καρφί τα μάτια του στα μάτια τα δικά μου.
Κι όπως ακριβώς αισθάνεται ήρεμος και μόνος, ελεύθερος να εκφραστεί, με κλασικούς θορύβους ή συσπάσεις, γίνεται ο καλύτερος ηθοποιός της γενιάς του, ακριβώς στην σκηνή για την οποία κέρδισε το Όσκαρ.
Τραβάει το καζανάκι, βγαίνει από το μπάνιο αλλά αφήνει το φως. Και τότε, ω! τότε, η άδεια ξεσκέπαστη, κατά το πλείστον, λεκάνη, εκεί παρατημένη, αλλά χορτάτη και ολόκληρη, είναι σαν τον καθρέφτη μου. Μου μοιάζει τόσο πολύ. Γίνεται το είδωλό μου. Και με χαζεύει κι εκείνη. Εγώ και η λεκάνη είμαστε οι μόνες που ξέρουμε τα πιο σοβαρά μυστικά ενός αγαπημένου άντρα, που η αγάπη μας γι’ αυτόν κάθε πρωί εκδηλώνεται απόλυτα, ελεύθερα και ανεπιτήδευτα.
Γιατί τον έχουμε δικό μας στην πιο προσωπική του στιγμή, αληθινά αφημένο σε εμάς, να μας πλημμυρίσει με όλη του την ζωή. Όσο δύσκολη ή εύκολη κι αν είναι. Τι άλλο μπορούν να ζητήσουν από το σύμπαν δυο καθηλωμένα θηλυκά, στο λουτρό της η μία και στο αναπηρικό καροτσάκι η άλλη, εγώ, από τον Μεγαλοδύναμο;
Μου κάνει παρέα. Όχι δεν το ξέρει και είναι σίγουρο πως δεν θα το μάθει ποτέ. Αφού δεν βγαίνω ποτέ από το σπίτι, και φροντίζω στο δωμάτιό μου και να μην μπαίνει κανείς και να έχω πάντα τα φώτα κλειστά και τα στόρια κατεβασμένα. Ευτυχώς εκείνος ούτε στόρια έχει, ούτε κουρτίνες. Κι όλο ξεχνάει το φως.