Θυμάται την Αμάντα, τον Σαϊμίρ, τον Ρόμπερτ, όλοι τους ένοικοι σε άδεια σπίτια, με ελάχιστα έπιπλα, γυμνούς γλόμπους από το ταβάνι, τίποτα στους τοίχους. Ζωές απρόσιτες, σε πόλεις ξένες, αφιλόξενες, σε κτήρια έρημα, σε συνοικίες νεκρών.
Έξω από τα παράθυρά τους να κατρακυλάει μια βρώμικη βροχή τους χειμώνες, μια ανελέητη ζέστη τα καλοκαίρια, στους 40 υπό σκιάν. Να περιμένουν μέσα τους να περάσει ο χρόνος, να εξευγενιστεί το χάος, να νοηματοδοτηθεί το τίποτα. Η ελπίδα να αραιώνει σαν τον λίγο καφέ σε ποτήρια ραγισμένα, τα ψυγεία άδεια με μισοχαλασμένη ψύξη, κι άλλα χωρίς λαμπάκι να τα φωτίζει όταν η πόρτα τους άνοιγε. Στα ψευτοστρώματα από κάτω να τρίζουν οι σομιέδες. Χωρίς θέρμανση και χωρίς ανεμιστήρες. Με λυπημένα βραδινά φωτά όταν κοιτούσες πάνω ψηλά, απ’ έξω, από τον δρόμο. Να σε πιάνει η ψυχή σου κι ένας κόμπος ν’ ανεβοκατεβαίνει στο λαιμό. Να θες να κάνεις κάτι, μια πράξη στοργής και να μην σε αφήνει ο εαυτός σου ούτε να κλάψεις. Ήταν εισπράκτορας χαμηλών ενοικίων τότε σε υποβαθμισμένες ζώνες. Τους συναντούσε σε μισάνοιχτες πόρτες να τον παρακαλάνε να περάσει την άλλη εβδομάδα, με τον φόβο ζωγραφισμένο μαζί με μια υπερβολή στα πρόσωπά τους τα κοκάλινα. Με την βεβαιότητα πως δεν μπορεί κάτι να αλλάξει προς το καλύτερο σε αυτές τις μοίρες. Και μια μπόχα κλεισούρας να τον αρπάζει μόλις η πόρτα έφερνε ρεύμα μέσα από το σπίτι.
Όταν έμπαινε ο νέος μήνας ήξερε πως έπρεπε να γίνει πιο απειλητικός. “Θα έρθουν από την Πρόνοια, ή από τους μεσίτες, εκείνοι που δεν αστειεύονται, αν δεν βρεις να μου δώσεις κάτι έναντι, την άλλη φορά” τους έλεγε. Οι γλώσσες τους δεμένες, τα μάτια τους σχισμές. Τον τρίτο μήνα κάτι ψιλά ξεπροβάλανε από οστέινα χέρια και μπαίνανε στις τσέπες του, ίσα – ίσα να παρατείνουν τον χρόνο διαμονής στα τιποτένια άδεια σπίτια. Υπήρχαν κι οι φορές που οι πόρτες δεν ανοίγαν. “Φαντάσματα κατοικούν πια τα διαμερίσματα” έλεγε όπου χρειαζόταν να δώσει λόγο. “Κανείς δεν ανοίγει, άμα δεν μπορεί να πληρώσει”.
Την Αμάντα την είχε συμπαθήσει πολύ. Μια μέρα της είπε: “Θα βγάλω είκοσι ευρώ από την τσέπη μου κάτι να δώσω για σένα γιατί θα σε πετάξουν έξω σε τρεις μέρες αν δεν…” Από μέσα έκλαιγε ένα μωρό, η Αμάντα του φίλησε τα χέρια. “Σαϊμίρ, πρέπει να βρεις 50 ευρώ, ως αύριο.” Τον κοίταξε ο εικοσιτετράχρονος και του είπε να έρθει για λίγο μέσα. Μόλις μπήκε τον πλάκωσε στα φιλιά. Δεν του άρεσε, αλλά καταλάβαινε πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Τον φίλησε κι εκείνος. Ο Ρόμπερτ, άρχισε στην ζούλα, να φιλοξενεί ρουμάνους συμπατριώτες του, και βρήκε τρόπο προχθές να του δώσει εκατό. Το ένα έκτο από τα χρωστούμενα δηλαδή. Την γλύτωσε κι αυτή την φορά.
Μια νύχτα Καλοκαίρι, πήρε για πάντα το λεωφορείο για το Κιλκίς. Θα δούλευε σε κάτι ζωοτροφές εκεί. Δεν θα τους ξανάβλεπε. Αναστέναξε στο παράθυρο του ΚΤΕΛ και έκλεισε τα μάτια. Δεν θα τους ξανάβλεπε. Άλλος πιο σκληρός από εκείνον θα έμπαινε στο πόστο του. Βγαίνοντας από την Αθήνα το λεωφορείο, γύρισε το βλέμμα μέσα στο σκοτάδι κι είδε σε κάτι φανάρια που είχε το όχημα σταματήσει, λίγο πριν αγριέψει η εθνική οδός μέσα στο σκοτάδι, κάτι φωτισμένα παράθυρα, από άδειους γλόμπους φθορισμού, σε εργατικά συγκροτήματα πολυκατοικιών, να τον αποχαιρετάνε. Θα παντρευότανε τρία χρόνια μετά εκεί που θα ζούσε, μια γυναίκα που δεν θα αγαπούσε και θα έκανε μαζί της τρία παιδιά, ένα κορίτσι και δύο αγόρια. Αν θα του το επέτρεπαν θα έδινε τα ονόματα της Αμάντα, του Σαϊμίρ και του Ρόμπερτ σε αυτά τα παιδιά κι όχι Μαρία, Αντώνης, Παναγιώτης. Όταν θα έχει πια γεράσει στο ταραγμένο του υποσυνείδητο θα ανάβουν μέσα στην νύχτα οι γλόμποι των άδειων σπιτιών. Θα τους κοιτάζει και θα σκέφτεται πως όταν ανοίξει την αγκαλιά του ο Θεός για να τον πάρει μέσα, θα θυμηθεί πως κάποτε, αυτός, που δεν τον συμπόνεσε κανείς, είχε συμπονέσει τρεις μετανάστες και θα κλάψει όπως, δεν έκανε τότε που έπρεπε. Άδειος μετά θα φύγει κι αυτός από την ζωή, όπως τα σπίτια αυτά που μέσα τους έκλεισαν το άδικο και το λίγο των άμοιρων αυτών πεπρωμένων.
Ποιος ξέρει ίσως κάπου εκεί, στο Μεγάλο Άγνωστο Κρύο, να ξανασυναντηθεί με την Αμάντα, τον Σαϊμίρ και τον Ρόμπερτ και να πιαστούνε χέρι – χέρι.
Σημείωση: Να πω πως ο Γιώργος Γαβριηλίδης είναι ο ηθικός αυτουργός αυτού του κειμένου.
Image Cover: Mandy Cooper
*το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στην προσωπική σελίδα του Θράσου Καμινάκη στο facebook.