Να γίνεις νοικοκύρης! Συνήθως η 25η Μάρτη μας απασχολεί ηρωικά και ένδοξα… και ωραιοποιημένα. Ένα σύσσωμο έθνος βγήκε στο κλαρί, ένα πλήθος από αγωνιστές, πολιτικούς, ιερωμένους και διανοούμενους ενώθηκαν και πολέμησαν.
Φτάνει στα παιδιά των σχολείων απονευρωμένη, ακίνδυνη και ήσυχη. Πολύ ήσυχη, τόσο ήσυχη που ξεχνάς ότι ήταν επανάσταση… Από την άλλη κάποιες προσεγγίσεις διαφορετικής οπτικής δημιουργούν θόρυβο και αντιπαραθέσεις. Οι Έλληνες με τους Τούρκους ζούσαν μονιασμένοι, η άλωση της Τριπολιτσάς ήταν εθνοκάθαρση, όλες οι πλευρές έκαναν λάθη κλπ, αποκρύβουν την κύρια πλευρά. Είναι η ιστορία που ξαναγράφεται απομακρυσμένη από την πραγματικότητα. Η κύρια πλευρά είναι ότι ένα έθνος ήταν υπόδουλο και ξεσηκώθηκε ενάντια στον ζυγό.
Όμως τελικά ξεσηκώθηκαν όλοι; Ή μήπως υπήρχε και μια άλλη κατάσταση που καλούσε σε εγκράτεια, σύνεση και υπομονή; Το Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης δεν είναι ένας απλός στίχος, αλλά σηματοδοτούσε μια άλλη αντίληψη στάση και πρακτική. Υπήρχε σε τμήματα του κλήρου όπως λέγεται κατά κόρο, αλλά όχι μόνο εκεί. Μερίδες των αρχόντων, των προυχόντων, των πλουσίων, των διανοούμενων αλλά και του λαού ήταν κάτω από την επιρροή του ραγιαδισμού. Κοιτούσαν την δουλειά τους ο καθένας παίζοντας τον ρόλο που του ‘χε ανατεθεί…
Όπως και τμήματα όλων αυτών των μερίδων επαναστάτησαν όχι μόνο ενάντια της ξένης κυριαρχίας αλλά και ενάντια του ραγιαδισμού που είχε εγκαθιδρυθεί σαν ιδεολογία και κοινωνική συμπεριφορά στην ίδια την κοινωνία. Το ελευθερία ή θάνατος παρά του ότι μπορεί με διαφορετικό τρόπο να βιώνονταν ανάλογα την τάξη, την περιοχή, την γραμματοσύνη, τελικά συνένωσε ένα μεγάλο κομμάτι των ζωντανών δυνάμεων.
Το κάτσε φρόνιμα- έκφραση του ραγιαδισμού και της υποτέλειας βρίσκονταν σε μια δεμένη σχέση με την Αυλή, τους τοπικούς πασάδες, τους φοροεισπράκτορες. ακούγεται σε όλες τις κοινωνίες και σχηματισμούς. Το Βασίλη κάτσε φρόνιμα ακούστηκε και σε άλλες στιγμές της ιστορίας μας. Ακούστηκε και στην κατοχή και στην δικτατορία… Κάθε φορά εκπορεύεται από ένα σύστημα που περνά μια χαρά αλλά και αναπαράγεται από έναν πλανημένο και φοβισμένο λαό. Πότε με τηλεόραση, πότε με φιρμάνια, πότε με κουβέντες του καφενέ και πότε με τα μαντάτα από χωριό σε χωριό…
Τελικά ο Βασίλης απαντά στην νοικοκυροσύνη με τον δικό του τρόπο… Οι πιο παλιοί σίγουρα θα ξέρουν την συνέχεια του τραγουδιού, οι πιο νέοι μπορούν να το βρουν στο διαδίκτυο…
Ραγιαδισμός και η άλλη όψη…
Η ιδεολογία του ραγιά. Ότι δηλαδή είμαι κατώτερος και απαθής. Παραίτηση και άφεση στην μοίρα. Συνήθως αποδέχεσαι την μοίρα αυτή αλλά προσβλέπεις και στην αναγνώριση από τον ισχυρό! Ίσως δεν με σφάξει και επιβιώσω με έναν ρόλο, έστω και αυτού του ραγιά. Παροιμίες που αποτυπώνουν τον ραγιαδισμό είναι το Σφάξε με αγά μου να αγιάσω…
Προσκυνοχάρτι
Προσκύνημα ονομαζόταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η δήλωση υποταγής μεμονωμένων ατόμων ή ολόκληρων ομάδων ή και περιοχών προς τον κατακτητή, εναντίον του οποίου είχαν εξεγερθεί. Η αποδοχή της υποταγής εκφραζόταν έμπρακτα από τους Τούρκους με χορήγηση στους προσκυνημένους ειδικού πιστοποιητικού, γνωστού ως «ράι μπουγιουρντί» ή «προσκυνοχάρτι».
Με αυτό τον τρόπο οι επαναστατημένοι επανέρχονταν στην κατάσταση του νομιμόφρονα υπηκόου. Υπό αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ο Γέρος στην κυριολεξία “ξαναζωντάνεψε” την ετοιμοθάνατη Επανάσταση. Με το σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» απάντησε με μια χωρίς προηγούμενο τρομοκρατία στην τρομοκρατία του Ιμπραήμ. Σε όλο τον Μοριά οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν.
Νενέκος
Ο Δημήτριος Νενέκος καταγόταν από το χωριό Ζουμπάτα των Πατρών κι έγινε οπλαρχηγός του προκρίτου της Πάτρας Βενιζέλου Ρούφου (ο Ρούφος αργότερα, διετέλεσε πρωθυπουργός), αφού προηγουμένως δολοφόνησε τους πολεμιστές Σπανοκυριάκο και Σαγιά που διεκδικούσαν το ίδιο αξίωμα.
Αρχικά διακρίθηκε στις πολιορκίες της Πάτρας και του Μεσολογγίου, αλλά μετά την άλωση του, συνεργάστηκε με τον αλβανικής καταγωγής, Αιγύπτιο στρατηγό Ιμπραήμ, ο οποίος του προσέφερε ορισμένα προνόμια. Το 1826 προσκύνησε και συμπαρέσυρε μαζί του και πολλούς άλλους. Το 1827, επικεφαλής των Τουρκοπροσκυνημένων πολέμησε εναντίον των Ελλήνων και τους νίκησε. Για αυτά τα «κατορθώματα» του και με τη μεσολάβηση του Ιμπραήμ, έγινε με διαταγή του Σουλτάνου, «μπέης».
Η εκτέλεση του Νενέκου, έγινε τελικά το 1828, κατ’ εντολήν του Κολοκοτρώνη, από τον αδελφό του δολοφονημένου Σαγιά.
Έκτοτε, το όνομα του Νενέκου ταυτίστηκε με τον προσκυνημένο, το δουλοπρεπή άνθρωπο, το μίασμα, τον προδότη, τον άνθρωπο που δεν έχει σε τίποτα να ξεπουλήσει τις ιδέες του, την αξιοπρέπεια του, την εθνική, την αγωνιστική του ταυτότητα, πουλώντας τους παλιούς συναγωνιστές του και συμπράττοντας με παλιούς αντιπάλους του προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συγκυριακά του συμφέροντα.
Τουρκοπρίγκιπες
O Αδαμάντιος Κοραής, με διαδοχικές εγκύκλιούς του, προειδοποίησε τους επαναστατημένους Έλληνες ότι οι «Τουρκοπρίγκιπες» του Φαναριού επεδίωκαν είτε να πετύχουν συμβιβασμό με την Πύλη και να ανακηρυχτεί η ελευθερωμένη Ελλάδα φόρου υποτελής επαρχία του σουλτάνου με ηγεμόνα Φ., είτε να φέρουν από την Ευρώπη βασιλιά, του οποίου αυτοί θα ήταν οι αυλικοί και οι σύμβουλοι. Ούτε και ο Μακρυγιάννης είχε θετική άποψη για τους Φ., τους οποίους ανέφερε ως «τους δουλευτήδες των Τούρκων».
Κολοκοτρώνης
«Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
Mακρυγιάννης
- «…Κι’ αν είμαστε ολίγοι…παρηγοριώμαστε μ’ έναν τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε, τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν, κι΄όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν…».
- «…Τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι’ αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι, όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμε κι’ όλοι μαζί και να μη λέγη ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ, όταν όμως αγωνίζονται πολλοί να φκειάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» κι’ όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί….».
Ρήγας
«Όταν η Διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονά του, το να κάμη τότε ο λαός η κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζη τα άρματα και να τιμωρήση τους τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του και το πλέον απαραίτητον από όλα τα χρέη του».
Ο Κανάρης
Ο Χρ. Αγγελομάτης περιγράφει στο περιοδικό Νέα Εστία το 1936 με λεπτομέρειες το σπίτι του Κανάρη. Δεν είχε ακόμα γκρεμιστεί για να ανεγερθεί ακόμα μια πολυκατοικία… Στην πρόσοψη του σπιτιού υπήρχε ένα τεράστιο δωμάτιο με τζάκι στον τοίχο, όπου ο Κανάρης πέρασε μαζί με τη γυναίκα του τα χρόνια της ζωής του. Εκεί στον τοίχο κοντά στο τζάκι υπήρχαν μερικά χαράγματα, που ο ίδιος ο Κανάρης χάραζε μ’ ένα σουγιά και που σήμαινε το καθένα κι ένα χρόνο της ζωής του. Δίπλα σ’ αυτό το μεγάλο καθιστικό δωμάτιο ήταν το υπνοδωμάτιο του Κανάρη. Το σπίτι είχε στο πίσω μέρος του κήπο με πελώρια πεύκα κι ένα κιόσκι σαν ταράτσα, όπου ο Κανάρης περνούσε τα βράδια του.
Η οικία που έζησε ο ήρωας του 1821 βρισκόταν στην οδό Κυψέλης αριθ. 56. Σήμερα σώζεται μια πινακίδα στην είσοδο της πολυκατοικίας που γράφει λιτά οτι εκεί έζησε και πέθανε ο ήρωας Κανάρης. Λίγο πιο κάτω υπάρχει η εκκλησίτσα των Αγίων Αποστόλων, ιδιοκτησία της Οικογένειας Κανάρη, όπου ο Κανάρης συνήθιζε να παρακολουθεί τη λειτουργία. Το στασίδι του, όπου καθόταν, είναι κλεισμένο με αλυσίδα και κανείς δεν έχει καθίσει σ’ αυτό από τότε που πέθανε στις 2 Σεπτέμβρη του 1877. Ένας ανδριάντας του Κανάρη, με νησιώτικη φορεσιά και με το δαυλό στο δεξί χέρι, έτοιμος να πυρπολήσει την τουρκική ναυαρχίδα, έχει τοποθετηθεί προς τιμήν του στην Πλατεία Κυψέλης, φιλοτεχνημένος το 1876.